Με μια ανασκόπηση της τέχνης από τα προϊστορικά χρόνια έως το σήμερα παρατηρούμε ότι, σε πολλές περιπτώσεις, μερικά από τα ωραιότερα τεχνουργήματα προέρχονται από πολιτισμούς που ήκμασαν κατά τους προχριστιανικούς αιώνες. Περισσότερο για λόγους θρησκευτικούς και κοσμικούς, με στόχο συχνά την ανάδειξη και την προπαγάνδα υπέρ της κεντρικής εξουσίας και των εύπορων υποστηρικτών της, φιλοτεχνούνταν έργα μεγάλης αρχαιολογικής και αισθητικής αξίας που αποσκοπούσαν συνήθως στον εξευμενισμό του θεϊκού ή του λαϊκού στοιχείου.

Στον πολιτισμό της Αρχαίας Αιγύπτου (από την πέμπτη περίπου χιλιετία έως και το 30 π.Χ., οπότε και η πτολεμαϊκή δυναστεία κατέρρευσε), αποδίδεται η πατρότητα ορισμένων από τα σημαντικότερα έργα της Εγγύς Ανατολής. Τόσο στον τομέα της αρχιτεκτονικής, με το πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα των πυραμίδων, όσο και στα πεδία της ζωγραφικής και της γλυπτικής οι Αιγύπτιοι τεχνίτες επέδειξαν μεγάλη επιδεξιότητα και ευστροφία.

Γενικώς, τα δημοφιλέστερα τεχνουργήματα που διαμορφώνουν τον οπτικό χαρακτήρα του αιγυπτιακού πολιτισμού χρονολογούνται στην δυναστική του φάση (περίπου από το 3100 έως το 332 π.Χ.). Οι τριάντα δυναστείες της Αιγύπτου τοποθετούνται στον χρόνο με βάση μια συμβατική περιοδολόγηση, που κατατέμνει τις σχεδόν τρεις χιλιετίες φαραωνικής εξουσίας σε οκτώ υπό-περιόδους: την Πρώιμη Δυναστική Περίοδο (περίπου 3050 έως 2686), το Παλαιό Βασίλειο (2686 έως 2160), την Πρώτη Ενδιάμεση Περίοδο (2160 έως 2055), το Μέσο Βασίλειο (2055-1700), την Δεύτερη Ενδιάμεση Περίοδο (1700 έως 1550), το Νέο Βασίλειο (1550 έως 1069), την Τρίτη Ενδιάμεση Περίοδο (1069 έως 653) και την Ύστερη Περίοδο (653 έως 332). Για να τοποθετηθούμε κάπως χρονικά, είναι ίσως χρήσιμο να αναφερθεί πως οι μεγάλες πυραμίδες ανεγέρθηκαν κατά το Παλαιό Βασίλειο, οι επιδρομές των Υξώς σημειώθηκαν την Δεύτερη Ενδιάμεση Περίοδο και ο Ραμσής Β’, ή αλλιώς Ραμσής ο Μέγας, έδρασε γύρω στα μέσα του Νέου Βασιλείου.

Το Νέο Βασίλειο θα μας απασχολήσει περισσότερο. Θα εστιάσουμε κυρίως στην περίοδο βασιλείας του Αμενχοτέπ Δ’, περισσότερο γνωστού ως Ακενατέν, δηλαδή ανάμεσα στα 1353 και 1336. Τα χρόνια της βασιλείας του είναι περιβόητα επειδή στα πλαίσια μιας αποφασιστικής θρησκευτικής μεταρρύθμισης επιχείρησε να επιβάλλει τον μονοθεϊσμό – σε έναν πολιτισμό που για πολλούς αιώνες επιδιδόταν στην πολυθεϊστική λατρεία – και είναι γεγονός ότι, παρά την βιαιότητα των μεθόδων του και την σκληρή κατάχρηση της εξουσίας του, τα κατάφερε. Μέχρι τον θάνατό του λατρευόταν στην Αίγυπτο επισήμως ένας μονάχα θεός, ο Ατέν, που ήταν, στην ουσία, η προσωποποίηση του ηλιακού δίσκου. Μετέφερε την πρωτεύουσα από τις Θήβες στην περιοχή της σημερινής Tell el-Amarna και ονόμασε την νέα πόλη Akhetaten, και την αφιέρωσε στην λατρεία του θεού του.

Αξίζει, βέβαια, να αναφερθεί πως ο Ατέν δεν ήταν καινούρια θεότητα. Εμφανίζεται για πρώτη φορά σε λογοτεχνικό κείμενο της 12ης δυναστείας με τίτλο «Η Ιστορία του Σινουχέ», και προστίθεται έκτοτε στο αιγυπτιακό πάνθεο. Η προτίμηση στην λατρεία του ηλιακού δίσκου είχε ξεκινήσει ήδη κάποια χρόνια πριν την μεταρρύθμιση του Ακενατέν με την άνοδό του στον θρόνο από τον Αμενχοτέπ Γ’, τον προκάτοχο και πατέρα του. Ο Ακενατέν ωστόσο επέβαλε και εξέλιξε την λατρεία του, δημιουργώντας μάλιστα μια θεϊκή τριάδα που κορυφή της ήταν ο Ατέν και τα άλλα δυο της σκέλη ο ίδιος και η μεγάλη βασιλική του σύζυγος, η Νεφερτίτη.

Πορτραίτο ηλικιωμένης γυναίκας σε γύψο από το εργαστήριο του Τούθμωση στην Akhetaten. Εμφανής η απόπειρα προσέγγισης των  αντικειμενικών προσωπογραφικών της χαρακτηριστικών.

Ο καλλιτέχνης:

Αν και είναι γνωστό πως ο καλλιτέχνης που φιλοτέχνησε το πορτραίτο της βασίλισσας Νεφερτίτης λέγεται Thutmose και επρόκειτο μάλλον για τον πιο επιφανή γλύπτη στην αυλή της Akhetaten, ελάχιστα είναι γνωστά για την ζωή του. Φαίνεται πως κατείχε τον τίτλο «Ο Αγαπημένος του Βασιλιά και Κύριος των Έργων» (The King’s Favourite and Master of Works, the Sculptor Thutmose, στην διεθνή βιβλιογραφία), και πως διέθετε οικία και ένα εργαστήριο κοντά στα ανάκτορα της Akhetaten. Στο εργαστήριό του, που του αποδίδεται πλέον με πολύ μικρή αβεβαιότητα, βρέθηκε το ομοίωμα ενός αλόγου που έφερε την υπογραφή και τον τίτλο του. Ήρθαν επίσης στο φως προτομές των μελών της βασιλικής οικογένειας αλλά και πορτραίτα επιφανών αξιωματούχων της φαραωνικής αυλής, που επαληθεύουν το κύρος του και δείχνουν πως ήταν περιζήτητος από τον μοναρχικό κύκλο.

Πορτραίτο της βασίλισσας Νεφερτίτης σε γρανίτη από το εργαστήριο του Τούθμωση στην Akhetaten. Η προεξοχή στο κεφάλι επέτρεπε την εφαρμογή στέμματος ή κόμμωσης με δυνατότητα απόσπασης.

Φαίνεται, επιπλέον, πως ασπάστηκε την καλλιτεχνική αντίληψη που εισήγαγε ο νέος βασιλιάς επιχειρώντας μια πιο φυσιοκρατική προσέγγιση στις μορφές. Τα έργα που βρέθηκαν στο εργαστήρι του διαφέρουν τεχνοτροπικά από την εικονογραφία των προηγούμενων περιόδων, που χαρακτηριστικά της ήταν η επιπεδότητα, η επιβλητικότητα, η σχηματοποίηση και η ακαμψία στις στάσεις και τις κινήσεις, ενώ παρατηρείται μια απόπειρα απόδοσης των αντικειμενικών προσωπογραφικών χαρακτηριστικών των εικονιζόμενων. Επιτυγχάνεται, έτσι, μια πιο πιστή αποτύπωση των φυσιογνωμικών γνωρισμάτων του παραγγελιοδότη στην γλυπτική επιφάνεια, όπως ήταν το θεμιτό και στην ζωγραφική.

Όσον αφορά στο τέλος της ζωής του, πιστεύεται πως ο τάφος του βρέθηκε στην νεκρόπολη της Σακκάρα. Αν και το όνομα ταιριάζει με του καλλιτέχνη, όπως ακριβώς και η χρονολογία, ο τίτλος είναι διαφορετικός. Εκεί ο Τούθμωσις αναφέρεται ως ο επικεφαλής των ζωγράφων – στην επιγραφή αναγράφεται  head of the painters in the place of truth – γι’ αυτό και υπάρχουν ορισμένες αμφιβολίες, ωστόσο ο αρχαιολόγος που μελέτησε την ταφή, ο Alain Zivie, πιστεύει πως ο τίτλος αντιπροσωπεύει την εξέλιξή του στην καλλιτεχνική του σταδιοδρομία.

Η Νεφερτίτη:

Η πολύ γνωστή προτομή της βασίλισσας Νεφερτίτης, που χρονολογείται γύρω στα 1345 π.Χ., είναι σίγουρα ένα από τα περισσότερο διαβόητα έργα του αρχαίου κόσμου. Με ύψος 48 εκ. και βάρος 20 κιλών, το πορτραίτο της από ασβεστόλιθο και γύψο είναι το δημοφιλέστερο έκθεμα του Neues Museum στο Βερολίνο.

Προτού περάσουμε σε εκτενέστερη ανάλυση, για να κατανοήσουμε την σημασία του έργου είναι μάλλον απαραίτητο να σχολιάσουμε, έστω πολύ συνοπτικά, την ιστορική φυσιογνωμία στην οποία αναφέρεται. Έχει ενδιαφέρον, λοιπόν, να πούμε ότι δεν είναι βέβαιο ακόμη το ποια ήταν στην πραγματικότητα η βασίλισσα Νεφερτίτη. Υπάρχουν διάφορες θεωρίες σχετικά με την καταγωγή της, με την κατά τα φαινόμενα επικρατέστερη να την παρουσιάζει ως κόρη του βασιλικού επιτρόπου Aye. Μεταξύ άλλων, την πρόταση αυτή υποστηρίζει ο Cyril Aldred, υπογραμμίζοντας πως ο Άυ τιτλοφορούνταν ως πατέρας θεού και προοριζόταν να ταφεί σ’ ένα από τα πλουσιότερα μνημεία της Akhetaten. Ορισμένοι επιφανείς αιγυπτιολόγοι, πρωτίστως η Eleanor Bille-De Mot, εκτιμούν πως πρόκειται για την κόρη του βασιλιά της δυτικό-ασιατικής ηγεμονίας του Μιτάννι, που στα πλαίσια μιας οικονομικής συμφωνίας παραχωρήθηκε στον Αμενχοτέπ Γ’ – κι έπειτα, λόγω του θανάτου του, στο Αμενχοτέπ Δ’ – ως σύζυγος. Το επιχείρημα αυτό βασίζεται στο ότι το όνομα Νεφερτίτη μεταφράζεται από την αιγυπτιακή ως «η ωραία ήρθε εδώ», γι’ αυτό και κερδίζουν έδαφος αρκετές εκτιμήσεις που σχετίζονται με την εκτός Αιγύπτου καταγωγή της.

Όπως ελάχιστα είναι γνωστά για την ταυτότητά της, έτσι λίγα σώζονται και για την ζωή της. Μπορούμε με σιγουρά να πούμε μονάχα πως η Νεφερτίτη ήταν η μεγάλη βασιλική σύζυγος του βασιλιά Ακενατέν και, όπως φαίνεται από τους δεκαοκτώ τίτλους της (στους οποίους, για να αναφερθούν μερικοί, συμπεριλαμβάνονται και: «ωραία είναι η ομορφιά του Ατέν», «η αγαπημένη της ευτυχίας» και «η γυναίκα που η παρουσία της γεμίζει χαρά τον άρχοντα των Δύο Χωρών»), ήταν πραγματικά αγαπητή από τον λαό της και τον Φαραώ, με τον οποίο απέκτησε έξι κόρες. Από την εικονογραφία της εποχής της φαίνεται ότι διαδραμάτισε πολύ μεγάλο ρόλο στην συγκρότηση και την επιβολή της θρησκευτικής μεταρρύθμισης· και ήταν τόσο μεγάλη η σημασία της, ώστε στον κεντρικό ναό του Ατέν επιβιώνει, σχετικά ακέραια, στοά με κιονοστοιχία που οι παραστάσεις της είναι αφιερωμένες σε εκείνη. Λίγο πριν τον θάνατο του Ακενατέν το όνομά της εξαφανίστηκε από τις ύστερες επιγραφές και παραστάσεις, και στην θέση της εμφανίστηκε μια μικρότερης σημασίας σύζυγος του βασιλιά. Εκτιμάται πως πιθανώς περιέπεσε σε δυσμένεια ή έχασε την ζωή της, ενώ ορισμένοι υποστηρίζουν, χωρίς ωστόσο επαρκή τεκμηρίωση, πως μεταμφιεσμένη σε άντρα συμβασίλευσε πλάι στον σύζυγό της με το όνομα  Smenkhkare.

O Ακενατέν και η Νεφερτίτη με τρεις από τις κόρες τους από ανάγλυφο στην Akhetaten (τώρα στο Neues Museum). Επάνω ο Ατέν, ο ηλιακός δίσκος, τους ευεργετεί με τις ακτίνες του.

Ο τάφος της δεν έχει βρεθεί, πιστεύεται ωστόσο πως μία μούμια που σώζεται σε αρκετά κακή κατάσταση και ονομάστηκε από τους ερευνητές the Younger Lady, τοποθετημένη στο τάφο KV35 της Κοιλάδας των Βασιλέων μαζί με τον Αμενχοτέπ Γ’ και την δική του μεγάλη βασιλική σύζυγο, ενδέχεται να είναι δική της.

Τώρα, περνώντας στην ανάλυση του έργου, η προτομή της Νεφερτίτης ήρθε στο φως στις 6 Δεκεμβρίου του 1912. Ο Γερμανός αιγυπτιολόγος Λούντβιχ Μπόρχαρτ και η ομάδα των αρχαιολόγων του την ανακάλυψαν στο κτήριο P 47 της Akhetaten, που είναι γενικώς αποδεκτό πως πρόκειται για το εργαστήριο του εξέχοντος γλύπτη Τούθμωση.

Έχει ενδιαφέρον το γεγονός ότι, για πολλούς λόγους, θεωρείται από τους ερευνητές πως το πορτραίτο δεν αποτελούσε έργο τέχνης αυτό καθαυτό. Επρόκειτο μάλλον για τρισδιάστατο σχέδιο που θα χρησιμοποιούταν ως μοντέλο για την δημιουργία επίσημων γλυπτών της βασίλισσας έτσι ώστε να μην χρειάζεται να ποζάρει η ίδια, και υπολογίζεται ότι φιλοτεχνήθηκε όταν βρισκόταν γύρω στην ηλικία των είκοσι πέντε ετών. Θεωρείται, δηλαδή, πως το έργο είναι ημιτελές με έναν τρόπο που υποδηλώνει ότι δεν προοριζόταν για να ολοκληρωθεί.

Υπέρ ενός τέτοιου συμπεράσματος συνηγορεί, πρώτα απ’ όλα, η πεποίθηση των Αιγύπτιων πως η εικόνα ενός ανθρώπου θα έπρεπε να ήταν ολόκληρη, ακέραια, επειδή διαφορετικά τα μέλη που απουσίαζαν δεν θα επιβίωναν στο επέκεινα, εκεί δηλαδή όπου η ψυχή ζούσε πραγματικά. Εάν η προτομή ήταν ολοκληρωμένο έργο είναι πιθανό ότι θα υπήρχε φόβος να περάσουν στην άλλη ζωή μονάχα το κεφάλι και ο λαιμός της Νεφερτίτης και όχι το υπόλοιπο σώμα της, με αποτέλεσμα να μην είναι σε θέση να ζήσει στο βασίλειο των νεκρών. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο οι περισσότερες παραστάσεις του βασιλικού ζεύγους καταστράφηκαν λίγα χρόνια αφότου εξέπεσε από τον θρόνο, έτσι ώστε να αποφευχθεί η συνέχιση της ζωής και της αίρεσής τους στο επέκεινα.

Επιπλέον, για το γεγονός ότι η κόγχη του αριστερού ματιού της έχει αφεθεί κενή, κάτι το οποίο πολλοί θεωρούν ότι αντιπροσωπεύει κάποιον συμβολισμό, έχει διατυπωθεί ότι ο γλύπτης δεν είχε ανάγκη να τοποθετήσει εκεί τον βολβό που λείπει. Μάλιστα, και ενώ θα περίμενε κανείς τα μάτια να έχουνε συμπληρωθεί με πολύτιμους ή ημιπολύτιμους λίθους, η κόρη που σώζεται είναι φιλοτεχνημένη από κερί και γυαλί – όχι, δηλαδή, από κάποιο υλικό που θα άρμοζε στο πορτραίτο μιας βασίλισσας. Φαίνεται, έτσι, πως για τις μελέτες του καλλιτέχνη αρκούσε ο βολβός που επιβιώνει έως σήμερα, μιας και η εντύπωση σε κάποιο πιο επίσημο γλυπτό θα ήτανε η ίδια και για τα δύο μάτια. Αξίζει, βέβαια, να σημειωθεί ότι ο Λούντβιχ Μπόρχαρτ αναζήτησε με πολύ μεγάλη επιμέλεια τα πιθανά υπολείμματα του αριστερού βολβού, που στην αρχή θεώρησε ότι μπορεί να είχε διαλυθεί μιας και η προτομή ανακαλύφθηκε με το πρόσωπο προς το χώμα. Βρήκε, εν τέλει, κομμάτια των αυτιών που ήταν επίσης χτυπημένα, όχι όμως κάτι που θα υποδήλωνε την ύπαρξη ενός δεύτερου ματιού που με τον καιρό διαλύθηκε. Χαρακτηριστικά, στην έκθεσή του σχετικά με το εύρημα σημειώνει: «Πολύ αργότερα κατάλαβα πως το μάτι αυτό δεν υπήρξε ποτέ». Άλλωστε, η κόγχη δεν ήταν αρκετά δουλεμένη για να συγκρατήσει κάποιο ένθετο κομμάτι.

Προχωρώντας, από σχετικές αναλύσεις έχει φανεί ότι ο γλύπτης, για να πετύχει όσο το δυνατό μεγαλύτερη ακρίβεια στα χαρακτηριστικά της Νεφερτίτης, έχει καλύψει τον ασβεστόλιθο με μια λεπτή στρώση γύψου. Ο γύψος ήταν ευκολότερο να διαμορφωθεί, μιας και είναι μαλακότερος από τον ασβεστόλιθο, με αποτέλεσμα να έχει αποτυπωθεί γύρω από τα χείλη και κάτω από τα μάτια μια αδιόρατη κίνηση, λεπτές ρυτίδες έκφρασης που καθιστούν το πρόσωπο πιστότερο και περισσότερο ζωντανό. Δίνεται με ευαισθησία η αίσθηση του δέρματος και των οστών στο πρόσωπο αλλά και μια λεπτή διάθεση θυμηδίας στα ασυναίσθητα τραβηγμένα χείλη και στην καμπύλη των ματιών, που επειδή κοιτάζουν ελαφρώς χαμηλωμένα προδίδουν μια τάση προς ενδοσκόπηση. Οι μεταβάσεις είναι έτσι πιο μαλακές, από τα ψηλά ζυγωματικά στα μάγουλα που είναι ελαφρώς στραμμένα προς τα μέσα και από ‘κει στα καθαρά πλασμένα οστά των γνάθων και στο πιγούνι της.

Αυτή την εντύπωση ευαίσθητης συμμετρίας ενισχύει και ο τρόπος που είναι τοποθετημένο το στέμμα. Οι εξωτερικές του γραμμές δημιουργούν ένα τρίγωνο ακολουθώντας την κατεύθυνση πρώτα των ζυγωματικών κι έπειτα του λαιμού της σε απόλυτη αρμονία, που εντείνει την αίσθηση συνέχειας από την κορυφή του γλυπτού ως την βάση του.

                               

Τέλος, εντυπωσιακά πλασμένος είναι και ο λαιμός της. Λεπτός και μακρύς, όπως παραδίδεται και από έναν εκ των δεκαοκτώ τίτλων της, αποδίδεται από τον καλλιτέχνη με την ίδια ευαισθησία που επέδειξε στο πρόσωπο. Οι μύες που προεξέχουν ελαφρώς από το βάρος του στέμματος στο κεφάλι της διαμορφώνονται με κομψά, μαλακά πλασίματα που δίνουν μια αίσθηση ανθρώπινης ευθραυστότητας στο γλυπτό, και καταλήγουν σε έγχρωμο ένδυμα με τέσσερις σειρές από ζωγραφιστές γιρλάντες.

Κλείνοντας, αξίζει να γίνει μια σύντομη αναφορά στον τρόπο με τον οποίο η προτομή κατέληξε από την Αίγυπτο στο Βερολίνο. Αν και ο ίδιος το αρνείται, πρόκειται για ανέκδοτο στους αρχαιολογικούς κύκλους το γεγονός ότι ο Μπόρχαρτ, θέλοντας να μεταφέρει το εύρημα στην Γερμανία για μελέτη, δεν ήταν απολύτως ειλικρινής με τον επιθεωρητή αρχαιοτήτων της Αιγύπτου. Σύμφωνα με τους επικρατέστερους ισχυρισμούς, όταν ο απεσταλμένος της υπεύθυνης Εφορίας Αρχαιοτήτων ζήτησε να εξετάσει τα έργα που θα εξάγονταν, ο Μπόρχαρτ του έδειξε μία φωτογραφία της προτομής υπό πολύ κακό φωτισμό και καλυμμένη με λάσπη, έτσι ώστε να μην είναι αναγνωρίσιμη και να μοιάζει σαν να είχε καταστραφεί. Θεωρώντας πως το αντικείμενο ήταν ασήμαντο ο  Gustave Lefebvre συμφώνησε με την μεταφορά του στην Γερμανία, με αποτέλεσμα τώρα να εκτίθεται εκεί.

Πάντως, παρά το γεγονός ότι αποτέλεσε μήλο της Έριδος για χρόνια και εξακολουθεί να εγείρει πολύ μεγάλες εντάσεις ανάμεσα στους αρχαιολογικούς κύκλους της Γερμανίας και της Αιγύπτου – και διεθνώς, πολλές φορές –, το πορτραίτο της Νεφερτίτης παραμένει μέχρι σήμερα ένα από τα σημαντικότερα τεχνουργήματα του αρχαίου κόσμου. Η ίδια η βασίλισσα ενσαρκώνει πια ένα διαχρονικό σύμβολο γυναικείας ομορφιάς, και φαίνεται πως η φήμη της και το παρουσιαστικό της θα της εξασφαλίζουν αυτόν τον τίτλο για πολύ καιρό ακόμα.

 

Ενδεικτική βιβλιογραφία:

Aldred, C. 1973. Akhenaten and Nefertiti. New York: The Brooklyn Musem.

Bille De-Mot, E. 1965. Die Revolution des Pharaoh Echnaton. Munich: Callwey.

Borchardt, L. 1923. Porträts der Königin Nofretete aus den Grabungen 1912/13 in Tell el-Amarna. Leipzig: Wiss.

Bunson, Margaret R. 2012. Encyclopedia of Ancient Egypt, 3η έκδ. New Yornk: Facts on File, Inc.

Harris, B. και Zucker, S. 2012. Thutmose, Model Bust of Queen Nefertiti. Khan Academy: https://smarthistory.org/thutmose-model-bust-of-queen-nefertiti/ (08.04.2020).

Κοπανιάς, K. 2015. Εισαγωγή στην Ιστορία της Εγγύς Ανατολής. Αθήνα: ΣΕΑΒ.

Vandenberg, P. 1979. Nofretete: Eine archäologische Biographie. Berne: Sceherz Verlag.


Γράφει η Έρση Λάβαρη.

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους της αναρτήσεως είτε ολόκληρης, με οποιαδήποτε μεταβολή του ανωτέρω κειμένου και χωρίς την παράθεση του απευθείας συνδέσμου στην ανάρτηση αυτή που είναι: www.ologramma.art

Οι απόψεις των συντακτών είναι προσωπικές και το ologramma.art δεν φέρει καμία ευθύνη.

Το ologramma.art επιφυλάσσεται για την άσκηση των νομίμων δικαιωμάτων του.
Προηγούμενο άρθροήμουν παθιασμένη με σένα, Sylvia Plath
Επόμενο άρθροΣε θυμάμαι σαν πόλη, Νίκη-Ρεβέκκα Παπαγεωργίου
H Έρση Λάβαρη γεννήθηκε το 1997 στην Αθήνα, όπου και σπουδάζει στον τομέα Αρχαιολογίας και Ιστορίας της Τέχνης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Αγαπάει τους πολιτισμούς της αρχαίας Εγγύς Ανατολής και κάθε αρχαιολογική έρευνα που τους αφορά, την κλασική τέχνη, τα ταξίδια, τα αγχέμαχα όπλα και την λογοτεχνία. Αν και ήταν ονειροπαρμένη από μικρή αποφάσισε να ξεκινήσει μια προσπάθεια καταγραφής των φανταστικών της κόσμων μόλις στα τέλη της εφηβείας της, και αποτέλεσμα αυτού του συγγραφικού της εγχειρήματος είναι τα ως τώρα τρία της βιβλία. Ελπίζει να έρθουν περισσότερα στο μέλλον.