Ο Αγιότατος Έρως «Την ποιητική μας βραδιά την παρουσίασε ο
Γ. Μαρκόπουλος»
Γράφει η Μαρία Σ. Πανούτσου.
Ἄθλιος καιρὸς στὴ φοβερὴ πατρίδα μου
καὶ λίβας ἀνελέητος σκληρὸς τοῦ Ἰουλίου!
Γιώργος Μαρκόπουλος
ένα Ιδιαίτερο αφιέρωμα
Ο Αγιότατος Έρως σήμερα φιλοξενεί ποίηση
Γιώργου Μαρκόπουλου – Θεόδωρου Μπασιάκου – Μαρίας Σ. Πανούτσου.
Μαρτυρία*
Καλημέρα Μαρία. Εγώ τον Μπαχαριάν δεν τον εγνώρισα, δυστυχώς, εννοώ προσωπικά. Από την παρουσίασή μας εκεί θυμάμαι εσένα να απαγγέλλεις ωσάν οπτασία, χτυπώντας το δάχτυλο στο τραπεζάκι μπροστά μας για να κρατάς τον ρυθμό. Την ποιητική μας βραδιά την παρουσίασε ο Γ. Μαρκόπουλος. Την οργάνωση είχε ο Κωστής ο Λιόντης, που μόλις με είδε μου ζήτησε συγνώμη για την δυσμενή κριτική στην ποιητική μου συλλογή πριν 2-3 χρόνια στην Αυγή και το Θούριο. (Επ’ αυτού μάλιστα κάτι έχω γράψει…) Μπορείς να ρωτήσεις όμως την Ελένη Σκάβδη, καλή φίλη, συνεργάτιδα του Λιόντη εκείνο τον καιρό. Θα ξέρει, γράφει και ωραία ιστορίες.…
https://www.facebook.com/eleni.skavdi
*Μήνυμα του ποιητή Θεόδωρου Μπασιάκου προς εμένα, για κάποια μέρα που υπήρξε και για τους δύο μας μια κάποια πρώτη αρχή με την ποίηση, μια κάποια πρώτη έκθεση της ποιητικής μας αλήθειας. Σήμερα λοιπόν σε μορφή ημερολογίου, ποιήματα τριών ανθρώπων ποιητών, που βρέθηκαν εκείνη την ημέρα μαζί στην Γκαλερί Ώρα του Α. Μπαχαριάν. Ευκαιρία να τους γνωρίσετε όσοι δεν τους έχετε συναντήσει στα διαβάσματά σας,
Η σημερινή παρουσίαση είναι αφορμή και λόγος και φανέρωση, για να μιλήσω για την σχέση μου με τον τόπο μου, τους και ανθρώπους της γενιάς μου και τις ιδιότητες που κρύβει ο χρόνος….
Γιώργος Μαρκόπουλος
Ἡ φοβερὴ πατρίδα μου
Ἄθλιος καιρὸς στὴ φοβερὴ πατρίδα μου
καὶ λίβας ἀνελέητος σκληρὸς τοῦ Ἰουλίου!
Τὴν πεθαμένη ταξιδεύαμε τὴ μάνα μας
μὲ τὸ βαγόνι τῆς γραμμῆς
κόσμος πολὺς μέσα στὸ διάδρομο καὶ ἡ ἀποθήκη του γεμάτη
μὲ μπαοῦλο, οἰκοσκευές,
καὶ ἀνάμεσά τους, στὰ ψηλά, τὸ φέρετρό της
ἔτσι καθὼς πηγαίναμε παλιὰ κουτί, στῶν συγγενῶν μας,
μὲ κοῦκλες, τὰ παιδιά.
Τὸ κοιμητήριο ἥσυχο, ὅταν ἐφτάσαμε μετά,
τῆς φοβερῆς πατρίδας μου,
καὶ πρόσχαροι οἱ συμπατριῶτες μας καὶ γελαστοί τους ὅλοι
στὶς φωτογραφίες τους ἐπάνω στοὺς σταυροὺς
οἱ νεόκτιστες ἀνάμεσα βεράντες καθισμένοι καὶ ὀρτανσίες
ἐνῷ φυσοῦσε θάνατος στὴ μάντρα, ὁ ἥλιος τοῦ σπιτιοῦ
κι ἕνα κομμάτι ἀπὸ σῶμα ἑρπετοῦ
μυρμήγκια τὸ τραβοῦσαν στὴ φωλιά, μυρμήγκια τὸ τραβοῦσαν.
Ὁ Βιβάλντι κάποτε μικρὰ ἔφερνε, κοριτσάκια, στὸ σαλόνι
(σταθήκαμε γιὰ μία στιγμὴ ὅλοι θυμούμενοι καὶ πάλι)
μὲ κρινολίνα στὶς μαργαρῖτες χόρευαν,
καὶ χωράφια τῆς παιδικῆς εὐφροσύνης
μὲ σύννεφα καὶ χιλιάδες ἀρκαδίες, ὁ Μπρέγκελ, καὶ ζῷα,
καὶ ἀνάμεσά τους μιὰ ἀγελάδα εἰρηνικὴ
νὰ περνᾷ τὸ σούρουπο μόνη
μὲ τοὺς μαστούς της δυὸ λάμπες φωτοφόρες
τῶν ἑκατὸ κηρίων ἡ κάθε μία, καὶ κότες καὶ λίμνες,
καὶ σκάφες πλυσίματος μὲ χοντρὲς χωρικὲς ἔφερνε.
Ἐκείνη ποὺ κατέβηκε στὸν ποταμὸ
μὲ τὸ λευκὸ χιτῶνα της νὰ βαπτισθεῖ
ἔχει τὰ πόδια της γυμνὰ κι ἔχει λαιμὸ γιὰ σφάξιμο
Τὰ παιδάκια τραγουδοῦσαν μὲ τὰ μαντολῖνα–
ἀγόρια τρέχουν ἀνυποψίαστα
νὰ πιάσουν στὰ νερὰ τὸ σταυρὸ
χρυσίζει σὰν ψάρι τὸ κρᾶμα στὴν κοίτη,
ἦρθα νὰ σὲ πάρω, τῆς λέει ἐκεῖνος ὁ ἄγνωστος,
μὰ εἶναι τὰ μάτια μου μπλὲ ὅπως ὁ οὐρανὸς
κι ὅπως αὐτὸς δὲν βλέπουν,
οἱ φωνὲς ἀπὸ τοὺς αἴνους λάμψη τὸ μεσημέρι
καὶ ὁ προδότης ἔχει ἀνήσυχο τὸ μάτι
τὶς κρύες φακές του στὸ χάνι, τρώγοντας, τῆς ὁσίας,
οἱ φλαμουριὲς ἔξω τὸν συντροφεύουν
καὶ τρέμουν οἱ λεῦκες σὰν τὸ κορμί του.»
Δύσκαμπτη πατρίδα, σικελική!
Βατομουριὲς σκονισμένες
καὶ σχοίνα ποὺ τὰ παντελόνια τραβολογοῦν!
Συναλλαγές, ψευτιές, ἐνῷ ὁ «Πάντσο» ἰδοὺ
στὴν ταινία τοῦ ὑπαίθριου
νὰ χτυπήσει τὸ Νότο λέει τὸ βράδυ κατεβαίνει
σέρνει μαζί του τομάρια
ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ τά ῾χουν οἱ πόρνες σὰν ἀδελφάκια τους
κι ἔχουν οἱ ἴδιοι τὸ πιστόλι γιὰ παιχνίδι,
χαροτρομάζουν ἀκόμη καὶ αὐτὸν τὸν πατέρα τους,
τραυματίζουν τὴ μάνα τους γιὰ ἐπίδειξη
καὶ κάνουν τὸ γειτονόπουλό τους νὰ τρέχει σὰν τὸ κοκόρι,
βρωμᾶνε τὰ χνότα τους πιοτό,
ἀπὸ αὐγουστιάτικους κάμπους ποὺ καῖνε τὸ ἄχυρο
κι ἀπὸ μικρὰ φιλέρημα μέσα νεκροταφεῖα, περνοῦν.
Μιὰ φωνή μου φώναζε χθὲς στὸν ὕπνο
«Ἔλα νὰ δεῖς τὰ στέκια σου
ποὺ ἔτρεξες –μοῦ ἔλεγε– παιδί»,
«ἐγὼ δὲν ἠμπορῶ νὰ δῶ τὰ στέκια μου
γιατὶ εἶναι ἡ καρδιά μου κάρβουνο –τῆς ἀπαντοῦσα–
«ἔλα νὰ δεῖς τὰ πρῶτα σου τὰ χρόνια
καὶ τὶς πηγὲς τὶς δροσερές, ἔλα», μοῦ ξαναέλεγε ἡ φωνή!
Ἕναν τόπο ζητοῦσα ὅπου ὁ ἀρτοποιὸς θὰ κάνει τὸ ψωμὶ
ὅπως τότε ποὺ ὁ φοῦρνος μύριζε τὴ νύχτα,
τὰ ροῦχα θὰ πλένονται στὸν κῆπο
μὲ ὅλες τὶς ἀτέλειες ποὺ ἀφήνει τὸ χέρι
καὶ ὁ τεχνίτης τοῦ σίδερου
θὰ λιώνει τὸ μέταλλο μὲ πρωτόγονους τρόπους
–τοῦ γύρεψα ἕναν ἀναπτῆρα αὐτοσχέδιο γιὰ ἐνθύμιο,
ἔψαξε– «πᾶρε –μοῦ εἶπε– αὐτὸν
μπορεῖ καὶ νὰ τὸν ἔχει φτιάξει ὁ θεῖος σου
δούλευε κάποτε ἐδῶ, πέθανε καὶ δὲν τὸν γνώρισες»,
τὰ ἀπαιτούμενα τοῦ ἔβαλε, τὸν ἄναψε,
τὸ πρόσωπό του μέσα στὶς τσακμακιὲς ἔπαιξε, φωτίστηκε,
ὅπως ἄστραφτε, μικροί, τὸν Ὀκτώβριο,
πρὶν ἀρχίσουμε, δωδεκαετεῖς, τὸ σχολεῖο.
Ὢ πατρίδα, αἰώνια ταραχὴ τῆς πρώτης ἐρωμένης.
Ὢ ζωὴ κομμένη στὴ μέση,
καὶ ὦ νεότητα ἀπὸ τότε, τέλος, τραυματισμένη
σὰν ἕνα κοριτσάκι μὲ τὸ καλό του φόρεμα
ποὺ ἰσορροποῦσε πάνω στὴν ἐγκαταλειμμένη
γραμμὴ τοῦ τραίνου, ἰσορροποῦσε.
Ὁ πατέρας μου ἤθελε νὰ φτιάξει ἕνα σπίτι
Ὁ πατέρας μου ἔφαγε μιά ζωὴ γιὰ νὰ φτιάξει ἕνα σπίτι.
Ἀπογεύματα, Κυριακὲς στὸ κουζινάκι χωρὶς ἕνα γλυκὸ ἢ ἕνα καφενεῖο.
Ὅταν πέθανε ἄφησε ἕνα χορταριασμένο στρατὶ
ἕνα χτίσμα δίχως κουφώματα, δίχως σοφάτια, χρόνια…
Ἄλλαξαν οἱ καιροὶ ποὺ λέει κι ὁ λαός, γεγονότα συνέβησαν…
Χαθήκαμε μὲ τὸν ἀδελφό μου, μάθαμε πὼς πέθανε κι ὁ πατέρας.
Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν τὸ βράδυ σὲ κοιτῶ βαθιὰ στὰ μάτια.
Εἶναι μήπως ζήσω ἐγὼ τὴν ταπεινὴ θαλπωρὴ ποὺ ἐκεῖνος δὲν ἔζησε.
Τραγούδι γιὰ τοὺς μοναχικοὺς ἄντρες
Τὸ βράδυ, μαζεύεις ξύλα γιὰ τὸ τζάκι.
Καὶ τὸ πρωί, ἂ τὸ πρωί, τί πικρὴ ποὺ εἶναι ἡ ζωὴ
ὅλο μὲ τὶς στάχτες.
Θεόδωρος Μπασιάκος
AUCASSIN ET NICOLETTE MMXIV
Στην κόλαση μου πρέπει εμένα:
με τους μαχαιροβγάλτες
τους γλεντζέδες και τις σουρλουλούδες,
με τους μουσικούς και όλα τα καλά παιδιά –
να έχω όμως κι’ εσέ μαζί μου
(ω ακριβή μου φίλη!)
Ο παράδεισος:
μά το στραβό το μάτι μου, τί πλήξη!
Μαζί σου, ας είναι,
έρχομαι και στον παράδεισο! Να ’ρθώ!
(Μα κάλλιο όμως στην κόλαση).
Στο ξέφωτο
Θέλω να με κυνηγήσεις, τρέχα να με πιάσεις
Να με ξαπλώσεις μες στα θάμνα και στην αγριάδα
Τη φούστα να μου σκίσεις και το μεσοφούστανο
Κι’ εγώ κακούργε να σε λέω: άσε με, δεν θέλω!
Θέλω με το φιλί σου να μου κόψεις την ανάσα
Με δύναμη να μου γραπώσεις τα καπούλια
Και το καβλί σου μέσα μου βαθιά να χώσεις
Κακούργε, στα λαγόνια μου φωτιά άναψε κάψε με!
(Εμείς μ’ όποιον κοιμόμαστε μαζί τον ερωτευόμαστε,
να ξέρεις…)
Αγάπη
H αγάπη σου – μια φυλακή!
χρυσό πες κλουβάκι!
Εμείς
άμα λέμε αγάπη
μπροστά ξανοίγει ένας δρόμος μεγάλος
γεμάτος χρώματα γεμάτος μουσική
φωτιές αρώματα γέλια όνειρα μάγια
…
νοικοκυριά, που τσουλάνε σε ρόδες απάνω
στη γραμμή τραβώντας του ορίζοντα απάνω.
ΞΗΜΕΡΩΣΕ
Ξημέρωσε… Ώρα να πηγαίνεις.
Το μπράτσο σου τραβάς ήσυχα κάτω απ’ το κεφάλι της
Σηκώνεσαι, ντύνεσαι βιαστικά, χτενίζεσαι και πας
Δεν την αποχαιρετάς
Ωστόσο την πόρτα κλείνοντας κοντοστέκεις
Μια τρυφερή ματιά πίσω σου ρίχνεις, ίσως κι’ αναστενάζεις.
Η Ζωή! Όμορφη που ’ναι, σαν αγαπημένη της μιας νύχτας!
Τώρα τις σκάλες κατεβαίνεις
και πεθαμένος χάνεσαι στο πλήθος μέσα των πεθαμένων.
ΚΑΡΜΕΝΤΣΙΤΑ ’74
.
Τότες, παιδί εγώ,
μας άρεζαν οι σπανιόλικες κιθάρες.
Την ξαδέλφη μου την έλεγαν Κάρμεν φυσικά
όταν χόρευε
Στα χέρια της η καρδιά μου περιστέρι
μαχαιρωμένο
Η φούστα της αντάρα, ουρανός
φουρτουνιασμένος
Φάνηκε μια στιγμούλα η κυλότα της κι’ ήταν
λες κι’ αντίκρισα τον Θέο αυτοπροσώπως.
– Ολέ! –
¡ay, ay, ay, ay, ay!
Μαρία Σ. Πανούτσου
ω! τόπε μου
Αυτός ο τόπος, ο τόπος μου,
που πάντα είχε
λίγο έως πολύ κατώτερους,
να τον οδηγούν,
είναι κι ο τόπος
που μας πληγώνει…
Σ’ ένα τόπο η μπόρα έρχεται και φεύγει /
πίσω της σημάδια αλαργεύουν/
τεντωμένα αποκαΐδια σε χρώματα μαβιά/
ήχοι που γλυτώνουν από την ακοή /
σε ένα τόπο έρχεται και φεύγει η σύμφορα/
και αφήνει πίσω δροσοσταλίδες υβρίδια νωπά/
σε ένα τόπο έρχεται και φεύγει ο συρμός/
και αφήνει τις ρωγμές ανάσες αιωνιότητας/
όλα σμίγουν στο αναπάντεχο και ενώνονται σε ένα σώμα/
με αγκάθια αυλακωμένα με λουλούδια λαμπερά /
ρίχνουν σε τόπο δειλινού μοσχοβολιά /
κοράκια αγγελιοφόροι της σφίγγας από άνυδρους τόπους
/σε στενά φαράγγια για ήρωες μισερούς/
τόπος για τόπο/
με τον τόπο στον τόπο/
παραμάσχαλα σε σέρνω/
ω! τόπε μου/
σε αφήνω /στον μη συγκεκριμένο αναγνώστη.
Ο ΣΙΣΥΦΟΣ
Στις λίμνες βρήκε την εικόνα του ο άνθρωπος και σάστισε.
Όταν οι άλλοι είχαν φύγει, την αναζήτησε νύχτα και μυστικά,
να ξαναδεί αυτό το πρόσωπο σε φεγγαρόλουστα νερά ανατριχιάζοντας, έτρεξε.
Του Σίσυφου παιδί κι’ εγώ, για την εικόνα μου ψαχουλεύω, στην γυαλάδα
των ματιών αυτών, που βιαστικά περνούν δίπλα μου.
Καθώς κρατούν σφαλιστά τα βλέφαρα, στεγνά χωρίς υγρές ροές,
που δίνουν ελπίδας μηνύματα, ροβολώ λέξεις λειψές, γιατί
οι λίμνες πια μακριά φαντάζουν και οι ποταμοί και οι θάλασσες,
δεν δίνουν πια την δική μου μορφή και χρώμα.
Με περιμένει στην μαύρη σαν άβυσσο μασχάλη σου, ο έρωτας.
Στα βαθύδασα σκέλη σου μεθυσμένη απ’ τα υγρά σου.
Σκοτεινή η όψη σου πλην, τις δυό φεγγαράδες κάτω απ’ το κούτελο.
Κάποτε την τέχνη ονειρεύτηκα και τώρα την τέχνη της αγάπης,
μελετώ πως στα όνειρα, τις νύχτες υφάλους να πλέκω.
Με λάγνες κινήσεις σε πλησιάζω και μπροστά μου, ολόγιομος μοναδικός,
σ’ ομορφιές και σκέψεις, μ’ οδηγείς με καθυστέρηση ετών.
Στ’ αλήθεια σαν απάνθρωπος μοιάζω,
έτσι που μακριά σου στέκομαι
κι’ αφήνω σε, σκεφτικό να με κοιτάς.
ανθέλληνες/ ανθέλληνες
σκιές των σπηλαίων/
τι μαστορεύετε/
καταφρονεμένοι πάνω
σε ξυλοπόδαρα
εμείς/
πανύψηλοι, περήφανοι/ ωραίοι/
πριν γκρεμοτσακίσουμε
κάθε ονειρική στιγμή/
σεις/ δόλιοι παρατηρητές
χαιρέκακοι/ ασύδοτοι/
μοιραίοι του χάους/
το λάσο πάνω απ’ το κεφάλι μας
καρτερικά φέρνει γύρους
κι εσείς /
υπό σκιά βηματισμοί/
από – χαιρετώ
την παραλία και τα κύματά της
αφρίζοντας αυτά/ με χρώμα
δρόμοι σκαμμένοι με πέτρες/ και χώμα/
μικρές φωτισμένες γωνιές/
καθώς πλησιάζω ελπίζοντας/
εκείνες/ χάνονται/ σε άπιαστο έρεβος
μένει ο χρόνος μια ζωής/ που φεύγει/
σαν σύννεφο βιαστικό/
μα/ τίποτα δεν γυρεύει το βλέμμα
απ’ όλα αυτά
μόνο να / η θύμηση μιας εικόνας/ από χαρτί/
σε βιβλίο με τίτλο/ earth memories.
Yλικό
https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%93%CE%B9%CF%8E%CF%81%CE%B3%CE%BF%CF%82_%CE%9C%CE%B1%CF%81%CE%BA%CF%8C%CF%80%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%BF%CF%82
http://basiakology.blogspot.com/
https://www.politeianet.gr/books/9789609470902-mpasiakos-theodoros-panoptikon-gkagkan-muteran-324719
https://www.logografis.gr/%CF%84%CE%BF-%CE%BE%CF%85%CF%80%CF%8C%CE%BB%CE%B7%CF%84%CE%BF-%CE%B1%CF%81%CE%BC%CE%B5%CE%BD%CF%8C%CF%80%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%BF-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%B7-%CF%87%CE%B9%CE%BF%CE%BD%CE%AC%CF%84/
«Ο αγιότατος έρως και άλλα τινά»
Ρapaver rhoeas
Η ερωτική ποίηση που πραγματεύεται την φυσική κατάσταση που προκύπτει αθέλητα στους ανθρώπους και τους βγάζει για λίγο ή για πολύ, από τον δρόμο που έχουν χαράξει, είναι μια πράξη που έχει όλα τα στοιχεία μιας επανάστασης, μιας προσωπικής επανάστασης, που είναι και η πιο ουσιαστική. Ο έρωτας αφορμή για αλλαγή και αμφισβήτηση συθέμελα του εαυτού μας και των αρχών μας, έρχεται ολόδροσος να μας οδηγήσει σε όχι και τόσο δροσερές και ευχάριστες ψυχικές καταστάσεις. Η ποίηση κατ’ εξοχήν ερωτική, ακόμη και όταν δεν φαίνεται στο πρώτο πλάνο της γραφής, μας ανοίγει ορίζοντες για να έρθουμε πιο κοντά στο ‘πρόσωπο’ του ανθρώπου που δεν είναι εύκολο να προσεγγίσουμε με άλλο τρόπο. Όμως είναι μια αυταπάτη.
«Ο Αγιότατος Έρως και άλλα τινά»: Σύλληψη, έρευνα, οργάνωση και εκτέλεση:
Μαρία Σ. Πανούτσου.
[Copyright © Μαρία Σκουλαρίκου-Πανούτσου]
Επιμέλεια: Αλεξία Κατσαβού.
Η Μαρία Πανούτσου γεννήθηκε στην Αθήνα και υπηρετεί το θέατρο και την ποίηση από το 1979. Σπούδασε μουσική, χορό, θέατρο, ζωγραφική και φωτογραφία στην Ελλάδα, Αγγλία, Πολωνία. Έχει ταξιδεύσει για σπουδές και για συμμετοχή σε Διεθνή Φεστιβάλ θεάτρου, με το Θέατρο Τομή, στην Αγγλία, Σκωτία, Ρουμανία, Γεωργία, Γερμανία, Γαλλία, Πολωνία, Ιταλία, Κύπρο. Έζησε στην παιδική της ηλικία στο Ιράκ, στην Κύπρο και στο Λίβανο. Ξεκίνησε πολύ μικρή το χορό και το θέατρο και με την πρώτη της σκηνοθετική δουλειά βραβεύτηκε με πέντε βραβεία στο Φεστιβάλ Ιθάκης. Σκηνοθεσίας, καλύτερης παράστασης, καλύτερης παρουσίασης νεοελληνικού έργου, βραβείο γυναικείου ρόλου και έπαινος ανδρικού.
Τώρα ζει, εργάζεται και μοιράζεται την ζωή της μεταξύ Αθήνας, Κέας και Λονδίνου. Είναι απόφοιτος του Έκτου Γυμνασίου Θηλαίων. Διπλωματούχος της Σχολής Κλασσικού χορού Ε. Ζουρούδη. Διπλωματούχος της Επαγγελματικής σχολής Θεάτρου Αθηνών Έχει σπουδάσει στο GROTOWSKI LABORATORIUM στο Βρότσλαβ της Πολωνίας. Τελειόφοιτος του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών.
Σπούδασε στο Open University of London Humanities – Ανθρωπιστικές σπουδές, και συμπλήρωσε την μελέτη της για την Αρχαία Ελληνική Τραγωδία με την παρακολούθηση: Αθηναϊκή Δημοκρατία, 5ος αιώνας, στο Open University of London.
Παράλληλα με το θέατρο και την τέχνη η Μαρία Πανούτσου έχει εκδώσει 3 ποιητικές συλλογές, «ΚΑΛΕΣΜΑΤΑ», «SALUADER» και «ΠΕΡΠΑΤΩΝΤΑΣ ΣΤΟ ΔΑΚΤΥΛΙΟ ΤΟΥ ΚΡΟΝΟΥ ή ΟΙ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣΑΝΔΡΑ ΑΠΟ ΤΟ CITY» που έχουν εξαντληθεί και ετοιμάζει την έκδοση της νέας ποιητικής συλλογής με τίτλο «Η ΠΟΛΗ».
Μελέτησε Ζωγραφική και Αγιογραφία με τον ζωγράφο Δ. Πάλμα, και Κεραμική με τον γλύπτη Ν. Σκλαβενίτη. Ζωγραφίζει από το 1982 και χρησιμοποιεί ποικίλα υλικά για τον σκοπό αυτόν. Δουλεύει τον πηλό κατασκευάζοντας έργα αποκλειστικά με το χέρι και όχι με τον τροχό. Με την Φωτογραφία και τις αρχές της κινηματογραφικής τέχνης, ασχολήθηκε την περίοδο 1980-90 όπου έγινε δεκτή και στο International Film school of London.
Επίσης στο θέατρο παρουσιάζει θεατρικές παραγωγές όταν έχει να πει κάτι που την απασχολεί πολύ. Μελετά το ανέβασμα έργου του Σταμάτη Πολενάκη και του κύπριου ποιητή, Ανδρέα Τιμοθέου… Τελευταία θεατρική δουλειά της, 2015 με την παράσταση «Άσπρο Φως Ιστορίες έρωτα και αναρχίας» στο θέατρο Ειλισσός.