ΤΟ ΤΑΞΙ
ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΟΣ
ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΣΤΙΓΜΗ
ΔΙΗΓΗΜΑ
Η αλήθεια δεν είναι το μυστικό για λίγους,
Μα πάλι..
Λ. Φερλινγκέττι
Κατέβασε πρώτα το πόδι το δεξί, για λίγο και μετά τ’ αριστερό, που όμως, δεν άγγιξε όλως διόλου την άσφαλτο. Η μύτη του παπουτσιού του, έμεινε μετέωρη. Το πέλμα στραμμένο ψηλά, μετά από δισταγμό, πατάει την γη. Ο άνθρωπος όρθιος πια έξω από το ταξί. Κλείνει την πόρτα χωρίς βία. Το αυτοκίνητο απομακρύνεται προς τα δεξιά, ενώ ο ίδιος κοιτάει προς τ’ αριστερά, σαν να θέλει να διακρίνει κάτι. Η κίνηση στους δρόμους της πόλης την ώρα αυτή της μέρας, μεγάλη. Είναι μεσημέρι. Μπροστά του περνάει κόσμος πολύς, πολλά παιδιά, κάποιο σχολείο εκεί κοντά. Σηκώνει το χέρι κάνει σινιάλο, ενώ το σώμα του ταλαντεύεται από τις μικροεπαφές των περαστικών που τον ακουμπούν πότε στο δεξί μανίκι, πότε στο πίσω μέρος του σακακιού του, πότε στην γάμπα του την δεξιά που είναι αρκετά έξω από το σώμα του. Ένα άλλο ταξί σταματά ακριβώς μπροστά του. Ανοίγει την πόρτα, το αριστερό πόδι μπαίνει αμέσως, το δεξί την τελευταία στιγμή χαϊδεύει για λίγο την άσφαλτο, κατόπιν πάλι κάτω και αμέσως μετά σηκώνεται η φτέρνα, το παπούτσι ολόκληρο απομακρύνεται από την γη και μπαίνει οριστικά και αυτό με την σειρά του μέσα στο ταξί. Η πόρτα κλείνει.
Ο μοτοσικλετιστής λίγα μέτρα πιο πίσω παρακολουθεί την σκηνή
μ’ ένα στρεβλό στόμα, χαμόγελο κακόθυμο, που το προξένησε ο δισταγμός πότε του αριστερού και πότε του δεξιού ποδιού αυτού του εύσωμου ψηλού άνδρα με το γκρι κοστούμι. Χωρίς να σκεφτεί γιατί και πως, ο νέος άνδρας με την μηχανή βρίσκεται πίσω από το κίτρινο αυτοκίνητο σαν μια μυστική συμφωνία. Βουβή συνοδεία.
Το ταξί μπροστά και πιο πίσω η μηχανή διασχίζουν την πόλη φτάνουν στην Πετρούπολη στο δυτικό άκρο της περιοχής, σ’ ένα φρεσκοπισσαρισμένο δρόμο. Στην φάτσα ζαχαροπλαστείου συνοικιακού, σταματούν. Ο μοτοσικλετιστής κατεβάζει το λεβιέ με μια ανησυχία που όλο μεγαλώνει. Έχει την αίσθηση ότι ο χρόνος σταμάτησε.
Μεσημέρι, μήνας του καλοκαιριού, δρόμοι άδειοι. Ο ήλιος κάθετος. Απ’ έξω από το ζαχαροπλαστείο ο ψηλός εύσωμος άνδρας πληρώνει τον οδηγό που γυρίζει το ρολόι στο μηδέν. Ο άνδρας με κινήσεις σχετικά γρήγορες για το βάρος του σώματός του και με πρόσωπο που φανέρωνε κόπο, ιδρωμένος και με έκφραση απορίας κατευθύνεται προς το ζαχαροπλαστείο.
Ο μοτοσικλετιστής ακόμη πάνω στην μοτοσικλέτα του, κοντός, αδύνατος, όμορφος με σγουρά μαλλιά και καστανά σγουρά φρύδια, δεν ξέρει γιατί βρίσκεται εκεί. Διψά κάνει ζέστη, τον τρώνε οι παλάμες του νοιώθει ένα είδος στενοχώριας. Θέλει να πιει νερό. Κατεβαίνει από την μηχανή. Σκέφτεται ότι μέσα στο ζαχαροπλαστείο βρίσκεται αυτός ο παράξενος άνθρωπος που τον έφερε μέχρι εκεί χωρίς πραγματική αιτία. Δεν ξέρει καν τι νοιώθει γι’ αυτόν. Τα έχει με τον εαυτόν του ξαφνικά. Ένας φόβος παράλληλα με την δίψα του μήπως τον ανακαλύψει ο άλλος ότι τον έχει πάρει από πίσω και του ζητήσει τον λόγο και τι θα του πει; Η δίψα τον σπρώχνει μέσα.
Μέσα στο μαγαζί, σκοτεινά. Με δυσκολία διακρίνει τον άνθρωπο που κάθεται σ’ ένα τραπεζάκι σχεδόν στο μέσο της μικρής αίθουσας και κάτι τρώει. Ο νέος άνδρας, πηγαίνει κατευθείαν στην κουζίνα και ζητά ένα ποτήρι νερό.
Μια γυναίκα στα τριάντα, με όμορφα χείλη του φέρνει ένα ποτήρι νερό. Η γυναίκα έχει μια ρυτίδα έντονη για την ηλικία της ανάμεσα στα φρύδια της, πολύ έντονη, που μοιάζει να χάνεται και μια να βαθαίνει πάλι ανάλογα με την κίνηση του προσώπου της και το φως που την φωτίζει. Ο μοτοσικλετιστής την κοιτά, αυτή τον κοιτά, και
μ’ ένα αδιόρατο χαμόγελο, υποψία χαμόγελου, τον πλησιάζει.
Έξω ακούγονται φωνές ανθρώπων. Γυρνάει να πάει προς την μικρή σκοτεινή αίθουσα και την έξοδο από το μαγαζί. Η γυναίκα προλαβαίνει να τον φτάσει και τον αγγίζει άγαρμπα στα μπράτσα αφήνοντας του μια γρατσουνιά.
Ο νέος άνδρας σταματά μπροστά στην τζαμένια εξώπορτα του ζαχαροπλαστείου. Είναι έκπληκτος.
Βλέπει κόσμο πολύ και ένα ταξί σταματημένο. Ο άνθρωπος με το γκρίζο κοστούμι και το πονεμένο και απορημένο πρόσωπο κάθεται δίπλα στο οδηγό του ταξί, ενώ δυο άνθρωποι τον βοηθούν να περάσει τα δυο του πόδια μέσα στο ταξί. Δεν βλέπει καθαρά περισσότερο υποθέτει. Που βρέθηκαν τόσοι πολλοί άνθρωποι και γιατί είναι μαζεμένοι γύρω από το ταξί; Πόση ώρα πέρασε ο ίδιος μέσα στην κουζίνα του ζαχαροπλαστείου και τι συνέβη εν τω μεταξύ; Η γυναίκα του ζαχαροπλαστείου έχει βγει ήδη έξω για να μάθει. Πλησιάζει τον κόσμο, ρωτά. Την βλέπει να κατευθύνεται προς την πόρτα του ταξί που είναι ανοιχτή. Την βλέπει από μέσα από το τζάμι. Στην αρχή με περιέργεια η γυναίκα να κοιτά όπως ο άλλος κόσμος και μετά με δυο γουρλωμένα μάτια και με χείλη να σφίγγουν και να κλείνουν, άφωνη να κοιτά την εικόνα που έδειχνε η ανοιχτή πόρτα του ταξί.
Ο μοτοσικλετιστής ζαλίζεται, το στομάχι του σφίγγεται, οι εικόνες θολώνουν και οι σκέψεις βαραίνουν. Δεν καταλαβαίνει τι έπαθε ο άνθρωπος με το πονεμένο πρόσωπο, τι σχέση μπορεί να έχει αυτός μαζί του, γιατί βρίσκεται αυτήν την ώρα εδώ. Θέλει να τον δει, θέλει να του μιλήσει πρέπει να του μιλήσει. Γιατί δεν του μίλησε όταν πρωτομπήκε στο ζαχαροπλαστείο;
Θέλει να μάθει τι του συμβαίνει τι τον βασανίζει. Θέλει να προλάβει να βγει έξω. Η πόρτα του ταξί κλείνει. Με λυγισμένα πόδια, να κρέμεται λες το σώμα του από αόρατα σχοινιά βγαίνει έξω στο φως. Μια τελευταία προσπάθεια. Όλα γυρίζουν. Δεν κατορθώνει να δει πιο καθαρά, να σταθεί στα πόδια του. Ένα, δυο βήματα και πέφτει κάτω, το κεφάλι του, με ένα γδούπο μένει εκεί στο πεζοδρόμιο με τον ήλιο να καίει το πρόσωπό του. Το ταξί έχει ήδη φύγει. Ο κόσμος μαζεύεται γύρω από τον πεσμένο μοτοσικλετιστή, που με σκιασμένο πια πρόσωπο αυτός, ήρεμος τρυφερός. Κάποιος σκύβει πάνω του.
©ΜΑΡΙΑ ΠΑΝΟΥΤΣΟΥ
Αθήνα Μάϊος 2016
Επιμέλεια Αλεξία Κατσαβού
Πρώτη παρουσίαση στις
Από την ανέκδοτη συλλογή διηγημάτων με ένα πρώτο τίτλο ‘Ασκήσεις Μνήμης’
Σχετικά με την φωτογραφία εξωφύλλου:
Art work by Francis Bacon 1909–1992
Three Studies for a self Portrait 1979–80
Oil on canvas
Η Μαρία Πανούτσου γεννήθηκε στην Αθήνα και υπηρετεί το θέατρο και την ποίηση από το 1979. Σπούδασε μουσική, χορό, θέατρο, ζωγραφική και φωτογραφία στην Ελλάδα, Αγγλία, Πολωνία. Έχει ταξιδεύσει για σπουδές και για συμμετοχή σε Διεθνή Φεστιβάλ θεάτρου, με το Θέατρο Τομή, στην Αγγλία, Σκωτία, Ρουμανία, Γεωργία, Γερμανία, Γαλλία, Πολωνία, Ιταλία, Κύπρο. Έζησε στην παιδική της ηλικία στο Ιράκ, στην Κύπρο και στο Λίβανο. Ξεκίνησε πολύ μικρή το χορό και το θέατρο και με την πρώτη της σκηνοθετική δουλειά βραβεύτηκε με πέντε βραβεία στο Φεστιβάλ Ιθάκης. Σκηνοθεσίας, καλύτερης παράστασης, καλύτερης παρουσίασης νεοελληνικού έργου, βραβείο γυναικείου ρόλου και έπαινος ανδρικού.
Τώρα ζει, εργάζεται και μοιράζεται την ζωή της μεταξύ Αθήνας, Κέας και Λονδίνου. Είναι απόφοιτος του Έκτου Γυμνασίου Θηλαίων. Διπλωματούχος της Σχολής Κλασσικού χορού Ε. Ζουρούδη. Διπλωματούχος της Επαγγελματικής σχολής Θεάτρου Αθηνών Έχει σπουδάσει στο GROTOWSKI LABORATORIUM στο Βρότσλαβ της Πολωνίας. Τελειόφοιτος του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών.
Σπούδασε στο Open University of London Humanities – Ανθρωπιστικές σπουδές, και συμπλήρωσε την μελέτη της για την Αρχαία Ελληνική Τραγωδία με την παρακολούθηση: Αθηναϊκή Δημοκρατία, 5ος αιώνας, στο Open University of London.
Παράλληλα με το θέατρο και την τέχνη η Μαρία Πανούτσου έχει εκδώσει 3 ποιητικές συλλογές, «ΚΑΛΕΣΜΑΤΑ», «SALUADER» και «ΠΕΡΠΑΤΩΝΤΑΣ ΣΤΟ ΔΑΚΤΥΛΙΟ ΤΟΥ ΚΡΟΝΟΥ ή ΟΙ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣΑΝΔΡΑ ΑΠΟ ΤΟ CITY» που έχουν εξαντληθεί και ετοιμάζει την έκδοση της νέας ποιητικής συλλογής με τίτλο «Η ΠΟΛΗ».
Μελέτησε Ζωγραφική και Αγιογραφία με τον ζωγράφο Δ. Πάλμα, και Κεραμική με τον γλύπτη Ν. Σκλαβενίτη. Ζωγραφίζει από το 1982 και χρησιμοποιεί ποικίλα υλικά για τον σκοπό αυτόν. Δουλεύει τον πηλό κατασκευάζοντας έργα αποκλειστικά με το χέρι και όχι με τον τροχό. Με την Φωτογραφία και τις αρχές της κινηματογραφικής τέχνης, ασχολήθηκε την περίοδο 1980-90 όπου έγινε δεκτή και στο International Film school of London.
Επίσης στο θέατρο παρουσιάζει θεατρικές παραγωγές όταν έχει να πει κάτι που την απασχολεί πολύ. Μελετά το ανέβασμα έργου του Σταμάτη Πολενάκη και του κύπριου ποιητή, Ανδρέα Τιμοθέου… Τελευταία θεατρική δουλειά της, 2015 με την παράσταση «Άσπρο Φως Ιστορίες έρωτα και αναρχίας» στο θέατρο Ειλισσός.