Τζούλη Σούμα
Συναντηθήκαμε ένα απόγευμα Κυριακής στο αγαπημένο της καφέ, σε μια ήσυχη γειτονιά της Αθήνας. Πηγαίνοντας στο ραντεβού μας, έφερνα στο μυαλό μου την εικόνα της στη σκηνή του θεάτρου, τότε που η παρουσία της σε συνδυασμό με την χροιά της φωνής της με είχε μαγέψει… Έτσι λίγο πριν ξεκινήσουμε την συνέντευξη –με καφέ και χαμόγελα- βεβαιώθηκα πως όταν βρίσκεσαι μαζί της σου χαρίζει μια γλυκιά αίσθηση ζεστασιάς και μιας επικοινωνίας που σου υπενθυμίζει πόσο σημαντικό είναι να ακολουθείς τον δρόμο που σου δείχνει η παιδική σου ψυχή. Γιατί κοιτάζοντας τα μάτια της, βλέπεις την ψυχή της και ναι, η επιλογή της να γίνει ηθοποιός ήταν η σωστή γιατί χαρίζει στην ίδια αλλά και στο κοινό, λόγους να συνεχίζουμε να ακούμε την εσωτερική μας φωνή.
Η Τζούλη Σούμα είναι ηθοποιός με σημαντική παρουσία στο θέατρο, όπου και έχει αφοσιωθεί. Στην τηλεόραση συμμετείχε στις σειρές «Στα φτερά του έρωτα», «Δύο Ξένοι», «Το αμάρτημα της μητρός μου», «Κάτω Παρτάλι», καθώς και σε αυτοτελή επεισόδια των σειρών «7 θανάσιμες πεθερές» και «Το κόκκινο δωμάτιο».
“Θα ήθελα να στραφώ προς το μη αναμενόμενο, το ανατρεπτικό, το δύσκολο, το ενδιαφέρον…”
Συνέντευξη στην Αλεξία Κατσαβού.
Πως ξεκίνησε το ταξίδι σας στον χώρο της υποκριτικής; Θυμάστε την στιγμή που αναγνωρίσατε πως αυτό είναι που θέλετε να ακολουθήσετε;
Όλο αυτό ξεκίνησε από την εποχή που ήμουν 4-5 ετών, πριν καν δω θέατρο -και χωρίς να καταλαβαίνω τότε το γιατί-, είχα την διάθεση να είμαι επάνω στη σκηνή και να παίζω. Βέβαια, είχε ήδη ξεκινήσει η επαφή μου με το μπαλέτο, οπότε το να χορεύω, να τραγουδάω, να μιλάω ήταν όλο μαζί στο μυαλό μου… Είχα πάντοτε την ανάγκη να εκφράζομαι και ως μοναχοπαίδι το παιχνίδι μου ήταν να γράφω δικά μου παραμύθια ή να διαβάζω πολύ όπου αυτό μου άνοιγε τη φαντασία και έτσι αργότερα ξεκίνησα να δημιουργώ παραστάσεις μόνη μου. Δεν έχω μια μόνο συγκεκριμένη στιγμή που θυμάμαι αλλά είναι στιγμές, πάρα πολλές, εκεί στο μεταίχμιο που συνειδητοποιούμε τι κάνουμε και τι λέμε, να λέω με βεβαιότητα πως εγώ θα γίνω ηθοποιός. Μέσα μου το είχα αποφασίσει. Φανταζόμουν δηλαδή τον εαυτό μου πως θα είναι στα 20-25 μου και ήξερα ότι θα είμαι ηθοποιός. Ήθελα αυτό που είχα στο κεφάλι μου, αυτό που αισθανόμουν, που φανταζόμουν να το βγάλω προς τα έξω…
Πέρα από τις σπουδές σας στην υποκριτική έχετε αποφοιτήσει από τη Γαλλική φιλολογία και έχετε ασχοληθεί με τον χορό και το τραγούδι. Πόσο αυτά τα εφόδια σας βοήθησαν στους ρόλους σας;
Ξεκίνησα τον χορό από 5-6 ετών και έφτασα μέχρι το προεπαγγελματικό τμήμα της Ραλλούς Μάνου. Οπότε, ολοκλήρωσα τις σπουδές μου στη Γαλλική φιλολογία και στη Δραματική σχολή και ο χορός συνεχίστηκε πια ως ένα μέσο για να δουλευτούν τα εκφραστικά μου μέσα. Αυτό είναι κάτι που με βοήθησε πολύ κυρίως στην αρχή που όταν ξεκινάς να παίζεις σου ζητάνε να είσαι καλός στο τραγούδι και στο χορό και οι πρώτες μου δουλειές έγιναν από αυτές τις ακροάσεις καθώς μπορούσα να ανταπεξέλθω. Γενικότερα, όμως παρατηρώ και σε εμένα αλλά και σε συναδέλφους που παρακολουθώ πως όταν έχεις χτίσει τα εκφραστικά σου μέσα πιο σφαιρικά -γιατί το όργανό μας στην δουλειά αυτή είμαστε εμείς-, όταν έχεις δουλέψει τη φωνή σου, το σώμα σου με όσες πιο πολλές τεχνικές τότε είσαι πιο ευέλικτος για να μπεις σε διάφορες άλλες τεχνικές σκηνοθετών, απόψεων, ακόμη και να προτείνεις πράγματα.
Σε ποιους ρόλους νιώθετε πιο οικεία; Σε κωμικούς ή δραματικούς;
Δεν θέλω να το ξεχωρίζω γιατί όταν κάνω έναν κωμικό ρόλο και μετά τελειώνει, λαχταρώ έναν δραματικό και μετά το αντίστροφο. Και αυτό νομίζω πως συμβαίνει με τους πιο πολλούς ηθοποιούς. Η αλήθεια είναι πως στην τηλεόραση έχω κάνει πιο κωμικά πράγματα ενώ στο θέατρο περισσότερα δραματικά. Έχω υπάρξει πάντως σε εξαιρετικά ενδιαφέροντα έργα κωμωδίας ή δράματος.
Τι είναι αυτό που τροφοδοτεί και ενισχύει την αφοσίωση σας για το θέατρο; Μια βαθύτερη προσωπική ανάγκη που καλύπτεται μέσω των ρόλων;
Μάλλον αυτοτροφοδοτούμαι… Ξέρεις, δεν υπάρχει κάτι που να σου βάζει βενζίνη. Ίσως, κατά μια έννοια υπάρχει, εννοώντας ότι όταν είσαι στην πρόβα ή στην παράσταση και αντιμετωπίζεις σημαντικά κείμενα, σου ανοίγουν ορίζοντες οι σκηνοθέτες ή δουλεύεις πολύ ωραία τους ρόλους με τους συναδέλφους τότε επανατροφοδοτείται η μηχανή αλλά επειδή σαφέστατα οι δυσκολίες της δουλειάς είναι τεράστιες και -όχι μόνο σε αυτή την εποχή της κρίσης που η προσφορά εργασίας είναι πολύ μικρότερη- όλο αυτό βγαίνει από εσένα, παράγεται από εσένα και επιστρέφει σε εσένα. Άρα, πρέπει να είσαι σε πολύ καλή ψυχολογική κατάσταση, κάτι που δεν συμβαίνει πάντα, για να μπορείς να γεννήσεις έναν καινούργιο άνθρωπο γιατί κάθε δουλειά είναι σαν γέννα, να τον μεγαλώσεις, να τον συντηρήσεις και να τον ολοκληρώσεις. Αυτό δεν γίνεται αν δεν μπορείς να κάνεις δίχως το θέατρο, αν είναι δηλαδή κάτι που το κάνεις σαν να είναι μια απλή δουλειά, δεν είναι όμως όπως ένα οχτάωρο όπου μετά ο διακόπτης σβήνει. Τον ρόλο δεν το αφήνεις τελειώνοντας την πρόβα, συνεχίζεις να τον κουβαλάς και στο σπίτι γιατί είσαι εσύ, δεν μπορείς να μην τον σκεφτείς. Βέβαια, αυτό ενέχει και τη δυσκολία να μη γίνει εμμονή, να μη ξεφύγει από τα όρια. Όμως, αυτό φαντάζομαι συμβαίνει και σε έναν συνθέτη όπου την μελωδία που θα γράψει την έχει στο μυαλό του, ο χορευτής την αίσθηση, ο ζωγράφος τα χρώματα… Γενικότερα, η καλλιτεχνική παραγωγή έχω την αίσθηση ότι τροφοδοτείται από το εξωτερικό περιβάλλον και κυρίως από τον εαυτό μας για αυτό και πολλές φορές χρειάζονται μικρές δόσεις παύσεων ώστε να μπορείς να επανατροφοδοτείς το σύστημα.
Στο ταξίδι σας αυτό είχατε θεατρικές επιρροές; Και αν ναι, πως καταφέρατε να δαφυλλάξετε την δική σας ματιά στα πράγματα;
Ξεκίνησα να βλέπω θέατρο από πολύ μικρή ηλικία λόγω της μητέρας μου που ήταν θεατρόφιλη. Ως παιδί λοιπόν, είχα προσλαμβάνουσες από κάθε είδος θεάτρου όπως επιθεώρηση, πρόζα, παραστάσεις μιούζικαλ αλλά και αρχαίο δράμα στην Επίδαυρο. Είχα λοιπόν εικόνα από όλη τη γκάμα και αυτό το έχω πει και σε παιδιά που τους έχω διδάξει κάποια μαθήματα, ότι πρέπει δηλαδή να βλέπουν τα πάντα γιατί ακόμη και από αυτό που δεν τους αρέσει, δεν υπάρχει περίπτωση να μη βρουν κάτι που να είναι καλό, κάτι που να μπορούν να ‘’κλέψουν’’. Όλα αυτά τα χρόνια δεν αισθάνθηκα ποτέ να έχω επηρεαστεί από κάποιον ηθοποιό με την έννοια να θέλω να γίνων σαν ‘’εκείνον’’ ή ‘’εκείνη’’. Θυμάμαι σαν εχθές παραστάσεις που είδα ως παιδί και έφηβη του Λευτέρη Βογιατζή, του Θεάτρου Τέχνης, του Γιώργου Μιχαηλίδη, του Εθνικού αλλά και το συναίσθημα του ήρωα που βίωνα καθώς τον έβλεπα στη σκηνή και να λέω «Αυτό θέλω να κάνω». Εάν έχω ζηλέψει κάτι είναι την ενέργεια που κουβαλούσαν αυτές οι σημαντικές παραστάσεις και να λέω πως αυτό είναι κάτι ζηλευτό και πως θέλω οπωσδήποτε να το ζήσω, να το ρουφήξω. Η αίσθηση που ένιωθα από παιδί να θέλω να βρίσκομαι επάνω στη σκηνή είναι ακόμη ζεστή και τότε θυμάμαι τα λόγια του δασκάλου μου από τη σχολή, Νικήτα Τσακίρογλου, που έλεγε πως «Είμαστε πολύ τυχεροί γιατί αυτοί που είναι κάτω έρχονται να μας δουν να ζούμε πράγματα που δεν ζουν αυτοί».
Έχοντας μια μακρά πορεία στο σανίδι, πιστεύετε πως το θέατρο σήμερα περνάει κρίση; Πόσο έχει επηρεαστεί η θεατρική πραγματικότητα και η καλλιτεχνική έκφραση;
Από όταν ήμουν μικρή λέγανε πως το θέατρο περνάει κρίση. Και τη δεκαετία του ’50 και του ’60. Το θέατρο δεν περνάει κρίση με την έννοια πως ο κόσμος δεν πηγαίνει θέατρο, ο κόσμος παρακολουθεί θέατρο. Προσωπικά, δεν θα χρησιμοποιούσα την λέξη «κρίση», αλλά νομίζω το θέατρο πως κάνει διάφορους κύκλους και ψάχνει να βρει το βάδισμά του. Υπάρχουν δεκαετίες που οι παραστάσεις είναι του σκηνοθέτη, δεκαετίες που λέμε πως δεν υπάρχει ελληνικό έργο, δεκαετίες που λέμε πως οι ηθοποιοί είναι οι άρχοντες και αυτοί οδηγούν την κατάσταση. Όχι, θεωρώ ότι το θέατρο περνάει μια άνθηση με την έννοια ότι πολλά νέα παιδιά αλλά και λιγότερο νέοι άνθρωποι βρίσκουν την ευκαιρία με τρομακτικό όμως κόστος, οικονομικό και ψυχολογικό, να εκφραστούν. Αυτό κάτι σημαίνει. Δηλαδή, κανείς δεν μένει στο δωμάτιο του, θέλει να βγει και να εκφραστεί, ή δεν βρίσκει μια άλλη δουλεια ή και βρίσκει, αλλά θέλει να ακουμπήσει στο θέατρο. Υπάρχει μια τρομακτική ανάγκη που δεν υπήρχε την δεκαετία του ’80 ή ’90 να βγάλω την δική μου φωνή και να πω αυτό που θέλω να πω. Αυτό το θεωρώ το μεγαλύτερο κέρδος της τελευταίας δεκαετίας και των νεότερων γενιών. Η εποχή είναι σαν μια θάλασσα που αλλάζει συνεχώς. Βρισκόμαστε σε μια αναταραχή που θα φέρει πολλά πράγματα στην επιφάνεια.
Με ποια κριτήρια επιλέγετε τις παραγωγές που συμμετέχετε; Ποια είναι τα χαρακτηριστικά που επιθυμείτε να διαθέτουν οι συνεργάτες σας;
Ένα μεγάλο ατού είναι να ξέρεις εάν έχεις ήδη συνεργαστεί, με τον σκηνοθέτη ή τους συναδέλφους, ότι είναι ψυχή τε και σώματι δοσμένοι στη δουλειά και είναι ανοιχτοί στο να δουλέψουν και να δοκιμάσουν, αν και αυτό είναι κάτι που δεν μπορείς να το ξέρεις για αυτό είμαστε ένα ελεύθερο επάγγελμα που έχει μέσα του το ρίσκο. Μιλώντας προσωπικά, με δελεάζει να συνεργάζομαι με σκηνοθέτες που δεν έχω ξαναδουλέψει μαζί τους ακόμη, θα το ήθελα πολύ. Βλέπω παραστάσεις και λέω πως θα ήθελα να με σκηνοθετήσει αυτός ο άνθρωπος ή και συναδέλφους που θαυμάζω απεριόριστα και θα ήθελα πολύ να παίξω μαζί τους. Άρα βασικό κριτήριο για εμένα είναι ο θαυμασμός, η διαθεσιμότητα, το πάθος, το ολοκληρωτικό δόσιμο.
Ποια υλικά συνθέτουν την γυναίκα και καλλιτέχνιδα που είστε;
Είμαι ένα κράμα πραγμάτων όπως οι περισσότεροι άνθρωποι, απλώς το θέμα είναι τι υπάρχει στην επιφάνεια και τι υπάρχει στο βάθος. Θεωρώ πως, δυστυχώς ή ευτυχώς -και αυτό είναι κάτι που δεν το έχω καταλάβει ακόμη-, υπερισχύει μια μεγαλύτερη ευαισθησία για τη ζωή, για τους ανθρώπους, για τη δουλειά μου παραπάνω ίσως από ότι θα μπορούσα να αντέξω. Η ζωή όμως έχει δείξει με τα παραδείγματα της και στην προσωπική αλλά και στην επαγγελματική μου ζωή -όταν το συνάντησα σαν γεγονός-, ότι υπάρχει μια τεράστια δύναμη για να αντιμετωπίσω δύσκολες καταστάσεις στην ζωή ή στην τέχνη που ακόμη κι εμένα με αφήνει μερικές φορές άναυδη. Αυτό δεν είναι πάντα εύκολο. Θα ήθελα αυτή η ευαισθησία -που είναι δώρο Θεού να υπάρχει για μια ηθοποιό επάνω στη σκηνή και στη μελέτη των ρόλων-, να μετριαστεί λίγο εκτός σκηνής. Θεωρώ ότι αυτό το δίπολο άλλοτε είναι σε μια ωραία ισορροπία και άλλοτε χάνεται αν και με τα χρόνια το έχω δουλέψει με έναν τρόπο.
Ποιο είναι το κυρίαρχο συναίσθημα πριν, κατά τη διάρκεια και μετά από κάθε παράσταση;
Έχω χαρά και μεγάλη αγωνία ταυτόχρονα. Θυμάμαι ότι μικρή είχα την ευθύνη και την σκέψη αλλά τώρα πια έχω πολύ μεγαλύτερη αγωνία γιατί με τα χρόνια μαθαίνεις να λειτουργείς σε βάθος τα πράγματα οπότε φέρεις και την ευθύνη πως αυτό που καλείσαι να κάνεις στη σκηνή, πρέπει να το δώσεις με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και εις βάθος. Γι’αυτό και είναι σημαντικό να έχεις γεμίσει εμπειρίες ζωής αλλά και σκηνής. Οπότε αυτό το δίπολο και μετά από 25 χρόνια στη σκηνή με οδηγούν να βλέπω τα πράγματα πιο βαθιά και επομένως η αγωνία είναι μεγαλύτερη.
Πως θα χαρακτηρίζατε την επαφή σας με τον κοινό; Πως βιώνετε την ενέργεια του κόσμου;
Η ανταλλαγή ενέργειας είναι κάτι υπέροχο και ο ηθοποιός νιώθει πάντα το αόρατο νήμα ανάμεσα σε εκείνον και το κοινό. Ειδικά η παράσταση «Το πρασινό μου το φουστανάκι» ήταν το απαύγασμα αυτής της επικοινωνίας, ήταν ένα σεμινάριο επαφής. Ήταν συγκλονιστικό. Βέβαια, κάποιες φορές συμβαίνει να μην επικοινωνούν όλες οι καλλιτεχνικές δημιουργίες με το κοινό και είναι φυσικό, οπότε μετά πρέπει να συζητήσεις με τους συναδέλφους και τον σκηνοθέτη τους λόγους και τι μπορεί να έφταιξε. Εδώ πάλι επιστρέφουμε στην ευθύνη και την αγωνία γιατί κάθε μέρα το κοινό είναι διαφορετικό, άρα πρέπει να επικοινωνήσεις στο μέγιστο βαθμό αυτό που εσύ έχεις δουλέψει για 2-3 μήνες.
Θα θέλατε να επιστρέψετε στην τηλεόραση και αν ναι, με τι ρόλο;
Θα ήθελα να επιστρέψω με ένα καλό σενάριο σαν αυτά που είχα την τύχη να υπηρετώ. Δεν με ενδιαφέρει να είναι κωμωδία ή δράμα αρκεί να είναι μια πολύ καλή παραγωγή. Μου αρέσει η τηλεόραση και είμαι ένας άνθρωπος που βγήκα στην ακμή της και μάλιστα τότε που ξεκίνησα υπήρχε ένας δισταγμός από τη σχολή στο να μην δουλέψουμε αμέσως στην τηλεόραση και παρόλο που υπήρχαν πολλές προτάσεις, πέρασαν τέσσερα χρόνια να βρεθώ εκεί. Είναι δύσκολα τα πράγματα αλλά κάτι ξεκουνιέται, κάτι γίνεται… Βέβαια στην τηλεόραση δεν ισχύει το ίδιο όπως με το θέατρο όπου μπορεί ο καθένας να καταθέσει τη δική του φωνή γιατί η φωνή του εξαρτάται από την οργάνωση που θα αποφασίσουν άλλοι άνθρωποι. Παρόλα αυτά παραμένω αισιόδοξη και πιστεύω πως γίνονται όμορφα πράγματα, λίγα αλλά θα γίνουν και στο μέλλον.
Πως σας βρίσκουμε καλλιτεχνικά αυτή την εποχή;
Αυτή την εποχή κάνω πρόβες για την παράσταση «Κούρσα Γκρέκα», ένα Documentary Theater για την ιστορία της αυτοκινητοβιομηχανίας στην Ελλάδα από το Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Τραπέζης Πειραιώς (ΠΙΟΠ). Πρόκειται για ένα είδος θεάτρου που δεν έχω κάνει ξανά και είναι πολύ ενδιαφέρον. Η παράσταση παρουσιάζεται σαν ελληνική ταινία και η δράση τοποθετείται στο 1964 με ρούχα, μουσική και συμπεριφορά των ηρώων της αντίστοιχης εποχής. Η μελέτη και το σενάριο της παράστασης είναι του Δημήτρη Μπαμπίλη σε σκηνοθεσία του Τάσου Πυργιέρη. Στην ομάδα ηθοποιών είναι ο Γεράσιμος Μιχελής, ο Λευτέρης Βασιλάκης, ο Χρήστος Καπενής, η Φρόσω Μάνη.
Τι θα λέγατε στον εαυτό σας εάν είχατε την δυνατότητα να γυρίσετε τον χρόνο στην εποχή που ξεκινούσατε αυτό το ταξίδι;
Επειδή την απόφαση αυτή την πήρα ασυνείδητα όταν ήμουν σχεδόν τεσσάρων ετών, δεν τίθεται θέμα να έκανα κάτι άλλο ως δουλειά. Για εμένα αποτελούσε πάντα μια επιλογή ζωής και όχι μόνο μια επιλογή δουλειάς. Ήταν κάτι που θα μου έβγαινε στην πορεία, κάτι που εκρήγνυται από μέσα μου και που παρά τις δυσκολίες ήταν η απόλυτη μου ανάγκη, γι’αυτό και μπόρεσα να συνεχίσω. Ενδεχομένως, όμως αν είχα όλη την εμπειρία που έχω τώρα, θα έφευγα για ένα διάστημα στο εξωτερικό για κάποια σεμινάρια, αλλά σαν επιλογή δουλειάς δεν θα την άλλαζα. Και ναι, μπορεί να είναι ένα δύσκολο, απαιτητικό και ψυχοφθόρο επάγγελμα όμως η ανάγκη να το ακολουθήσεις είναι μεγαλύτερη.
Ποια είναι η επιθυμία για την καλλιτεχνική σας συνέχεια;
Θα ήθελα να συνεργαστώ με σκηνοθέτες και συναδέλφους που εκτιμώ απεριόριστα την δουλειά τους, να παίξω έργα ρεπερτορίου ή και σύγχρονα που να έχουν ενδιαφέρον. Θα ήθελα να παίξω κάτι δραματικό στην τηλεόραση που δεν έχω παίξει πολύ ή και κάτι ακραία κωμικό στο θέατρο που πάλι δεν έχω παίξει πολύ. Καταλήγω πως σε ό, τι διαφορετικό δοκιμάστηκα τα τελευταία χρόνια, μου έχει βγει σε καλό. Οπότε το να συνεχίσω να κάνω διαφορετικά πράγματα από αυτά που έχω δοκιμάσει έως τώρα είναι αυτό που με ενδιαφέρει. Θα ήθελα να στραφώ προς το μη αναμενόμενο, το ανατρεπτικό, το δύσκολο, το ενδιαφέρον…
Πείτε μας ένα αγαπημένο απόσπασμα από κάποια παράσταση που κρατάτε πάντα στο μυαλό σας.
Είναι από το κείμενο της της Λένας Κιτσοπούλου «Το πράσινο μου το φουστανάκι» όπου κάποια στιγμή συμπυκνώνει την πορεία ζωής της ηρωίδας σε ένα 15σύλλαβο και λέει μεταξύ άλλων:
“Βρε, έχεις δύναμη εσύ όλα τα καταφέρνεις
Πάψε με σκέψεις ζοφερές το νου να γυροφέρνεις
Είσαι η καλύτερη εσύ, μην κλαίς, δε σου αξίζει
Τι να πουν άλλοι που πονούν και η πείνα τους θερίζει;
Τι να πουν ‘κείνα τα παιδιά που βγαίνουν στην πορνεία;
Και όλοι αυτοί στην Αφρική χωρίς νοσοκομεία;
Εσύ δε πρέπει να μιλάς, να ‘σαι ευχαριστημένη
Πρέπει να λες και ευχαριστώ γιατί είσαι κερδισμένη
Γεννήθηκες τυχερή στη Δύση και έχεις θλίψη;
Χάπι σε σχήμα στρογγυλό για όλες τις παθήσεις
Και πίεση από παντού να πρέπει να επιτύχεις
Το κλάμα διώξ’ το γρήγορα μη και σε πουν μαλάκα
Φάνου γερός και δυνατός και σπάσε με όλους πλάκα
Γέλα. Πολύ. Και δυνατά και δείχνε τη χαρά σου.
Ζήσε. Πολλά να ‘χεις να λες αύριο στα παιδιά σου
Ζήσε εμπειρίες γρήγορα, βρες και τον άνθρωπό σου
Βιάσου. Τι θες και κλείνεσαι μες το δωμάτιο σου;
Τρέχα. Περνάει η ζωή. Νοιάξου τα γηρατειά σου
Αν ω μη γένοιτο συμβεί κακό για την υγειά σου’’.
*Συντελεστές παράστασης «Κούρσα Γκρέκα»:
Έρευνα-κείμενο: Δημήτρης Μπαμπίλης
Σκηνοθεσία-Δραματουργία: Τάσος Πυργιέρης
Επιστημονικός σύμβουλος: Λένα Μπενέκη
Κοστούμια Βασιλική Σύρμα
Σκηνική επιμέλεια: Τάσος Πυργιέρης,
Παίζουν: Γεράσιμος Μιχελής
Τζούλη Σούμα
Λευτέρης Βασιλάκης
Χρήστος Καπενής
Φρόσω Μάνη
*Η παράσταση «Κούρσα Γκρέκα» από Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς (ΠΙΟΠ) ξεκινά από την Παρασκευή 1 Ιουνίου και για 10 παραστάσεις (1, 2, 3, 4, 8, 9, 10, 16, 17, 18 Ιουνίου) στον υπαίθριο χώρο του Ιστορικού Αρχείου στον Ταύρο (Δωρίδος 2 & Λεωφόρος Ειρήνης 14), ώρα 21:00.
Είσοδος ελεύθερη για το κοινό.
Γεννήθηκε το Φθινόπωρο του 1990. Έχει αποφοιτήσει από το Τμήμα Δημοσίων Σχέσεων και Επικοινωνίας αλλά και από το Τμήμα Ειδικής Αγωγής του Πανεπιστημίου Αιγαίου.
Ασχολείται ερασιτεχνικά με την φωτογραφία. Η πρώτη της φωτογραφική έκθεση είχε θέμα το νησί της Φολεγάνδρου και παρουσιάστηκε στη Θεσσαλονίκη το 2017. Έχει λάβει μέρος σε ομαδικές εκθέσεις και έργα της εκτίθενται στην «Ολυμπιακή Δημοτική Πινακοθήκη Σπύρος Λούης» στο Μαρούσι στα πλαίσια της εκδήλωσης «2ο Φεστιβάλ Εικόνας Τέχνης και Πολιτισμού» για το 2017.
Αγαπά… τα παιδιά, τα βιβλία, το θέατρο, την ιταλική μουσική, την ησυχία, τη χειμωνιάτικη λιακάδα, την καλοκαιρινή βροχή, τα ταξίδια που ανανεώνουν τις ανάσες της, τη γεύση του καφέ.
Συγκινείται με… τους γενναιόδωρους ανθρώπους, την ευγένεια, τις ευχές, τα γράμματα σε σχήμα καλλιγραφικό με κόκκινο στυλό.
Επιμένει… να κοιτάζει τον ουρανό γιατί ξέρει -πια- πως δεν έχει μόνο σύννεφα αλλά έχει και ήλιο και φεγγάρι και αστέρια…
Πιστεύει… στο Αόρατο, στο Καλό, στις Συναντήσεις των ανθρώπων.
Αισθάνεται… Ευγνωμοσύνη, Εμπιστοσύνη, Ελευθερία…
Ξεκινά… και ολοκληρώνει την ημέρα της με την ίδια πάντα ευχή…
Από μικρή ονειρευόταν να σκαρώσει το δικό της περιοδικό.