Το έν-τυπο λειτουργεί ως ένα από-τύπωμα, καθώς τυπώνοντας, μοιάζει να δημιουργείται μία αιχμαλωσία: η αιχμαλωσία του φευγαλέου χαρακτήρα του προφορικού λόγου. Η οποία όμως είναι φασματική, διότι στην ουσία πάντα εν-τυπώνεται μονάχα το ίχνος.
Η φασματική αιχμαλωσία
Το ίχνος δεν αποκαλύπτει, μονάχα υπονοεί. Όμως, το αποτύπωμα–ίχνος προκειμένου να υφίσταται, έχει ανάγκη από ένα περίβλημα, από έναν χώρο–πλαίσιο. Το χαρτί, αποτελούσε τον κυρίαρχο χώρο–πλαίσιο, λειτουργώντας ως μήτρα εκκόλαψης των ιχνών. Η υλικότητα του χαρτιού λειτουργούσε ως ο φιλοξενών, ο οικοδεσπότης των θεατρικών κριτικών–αναλύσεων, οι οποίες και αναλάμβαναν τον ρόλο του φιλοξενούμενου. Οι ρόλοι φιλοξενών– φιλοξενούμενος προϋποθέτουν μία αλληλεπίδραση, η οποία και δημιουργεί μία ζώνη αδιακρισίας, καθώς ο φιλοξενών προσκαλεί τον ξένο να περάσει το κατώφλι, λέγοντάς του «‘έλα μέσα μου’, όχι μόνο προς εμένα, αλλά μέσα μου: να κάνεις κατάληψη σε μένα, να πάρεις θέση μέσα μου […] περνάς το κατώφλι σημαίνει έρχεσαι μέσα, όχι μόνο πλησιάζεις ή έρχεσαι[1]». Η υλικότητα του χαρτιού μετατρέπεται έτσι στην οικία της θεατρικής κριτικής, καθώς ζει μέσα σε αυτήν και υφίσταται μέσω αυτής.
Η μεταβολή του οικοδεσπότη
Δημιουργείται με τον τρόπο αυτό μία σχέση, όπου η ύπαρξη των δύο όρων υφίσταται μόνο μέσω της σχέσης: είναι η σχέση. Το έν-τυπο αποτελεί έτσι το αποτύπωμα, το οποίο εφόσον έχει τυπωθεί, ο ένας όρος καθίσταται αιχμάλωτος του άλλου, δημιουργώντας έναν τρίτο όρο, μέσω μιας πορείας μη αναστρέψιμης, όπως η εκτόξευση ενός τόξου. Η εκάστοτε όμως σχέση είναι υποκείμενη στην μεταβολή, η οποία την μεταμορφώνει, προκαλώντας αλλοιώσεις και μετασχηματισμούς. Μία τέτοιου είδους μετάβαση δημιουργείται από τον μετασχηματισμό του ίδιου του «οικοδεσπότη». Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Thompson στο βιβλίο του Οι έμποροι της κουλτούρας «τα ψηφιακά βιβλία είναι μέρος ενός βαθύτερου μετασχηματισμού […] που ονομάζω ‘η κρυφή επανάσταση’. Αυτή δεν είναι μια επανάσταση στο προϊόν, αλλά μάλλον μια επανάσταση στη διαδικασία[2]». Η οικία δεν είναι πλέον χάρτινη, αλλά ψηφιακή, γεγονός το οποίο θέτει στο προσκήνιο ερωτήματα αναφορικά με την υλικότητα, καθώς σύμφωνα με τον Thompson «η ψηφιοποίηση του περιεχομένου διαχωρίζει περιεχόμενο και μορφή. Αποθηκεύει το περιεχόμενο κατά τρόπο που το διαχωρίζει από τη συγκεκριμένη μορφή με την οποία υλοποιείται[3]». Η ψηφιακή μετάβαση μεταβάλλει τους όρους της φιλοξενίας. Καθώς η εκάστοτε φιλοξενία προϋποθέτει τους δικούς της νόμους, εφόσον η απροϋπόθετη, η δίχως όρους φιλοξενία καθίσταται, σύμφωνα με τον Derrida, αδύνατη[4], κατά συνέπεια, το ψηφιακό τοπίο ως φιλοξενών και άρα οικο-δεσπότης, φέρει μέσα του τις εξουσιαστικές σχέσεις, που δημιουργεί αυτόματα η σχέση του φιλοξενούντος με τον φιλοξενούμενο. Ο φιλοξενών είναι ο κύριος του σπιτιού, κατέχει την εξουσία εντός του οίκου του. Διότι όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Derrida υπάρχει μία «σταθερή συνεργεία μεταξύ της παραδοσιακής φιλοξενίας και της δύναμης – εξουσίας […] καμία φιλοξενία δίχως την κυριαρχία του εαυτού σου πάνω στο σπίτι σου […] Την κυριαρχία μπορεί κανείς να την ασκήσει μόνο φιλτράροντας, ξεχωρίζοντας και συνεπώς αποκλείοντας και προκαλώντας βία[5]». Έτσι λοιπόν και η φιλοξενία μίας κριτικής λ.χ. σε μια διαδικτυακή πλέον σελίδα, δεν πραγματοποιείται απροϋπόθετα, αλλά υπόκειται σε συγκεκριμένους κανόνες τους νόμους της Google.
Η ολίσθηση και η σκιώδης ζώνη
Παρατηρούμε συνεπώς, πως εφόσον μεταβάλλεται ο οικοδεσπότης, μεταβάλλονται και οι νόμοι–προϋποθέσεις της φιλοξενίας και είναι αυτή ακριβώς η μεταβολή που δημιουργεί την εξουσιαστική σχέση και την ιεραρχία και καθιστά κατά συνέπεια τη φιλοξενία να υφίσταται μόνο υπό προϋποθέσεις. Ειδάλλως, πραγματοποιείται αβίαστα μία ολίσθηση από την φιλοξενία στην εχθροξενία, όπως διαφαίνεται και μέσα από τις λέξεις hospitalite–hostipitalite[6].Έτσι, η ψηφιακή φιλοξενία μπορεί να μετατραπεί σε ψηφιακή εχθροξενία, σε περίπτωση μη τήρησης των διαδικτυακών νόμων, εφόσον η μη συμμόρφωση θα ισοδυναμούσε με πλήγμα στο κέρδος και κατ’ επέκταση στο συμφέρον του φιλοξενούντος. Έτσι, η α-φιλοξενία της Google μπορεί λ.χ. να αναδειχθεί με την καταδίκη σε μία μεταφορική νάρκωση: η τοποθέτηση ενό κειμένου παραδείγματος χάρη από την τρίτη και έπειτα σελίδα των αποτελεσμάτων αναζήτησης, σηματοδοτεί στην ουσία μία καταβύθιση στην αφάνεια, καθώς ο μέσος χρήστης επικεντρώνεται στα αποτελέσματα της πρώτης σελίδας. Συνεπώς, όσο μεγαλύτερη η απομάκρυνση του φιλοξενούμενου από τους νόμους του φιλοξενούντος, τόσο περισσότερο ο ίδιος βουλιάζει σταδιακά σε μια μεταιχμιακή σκιώδη ζώνη, τοποθετημένη ούτε εντελώς στο φως, ούτε εντελώς στο σκοτάδι -καθώς είναι μεν ακόμη υπαρκτή εντός του διαδικτυακού οίκου, αλλά σε μια περιοχή με φως λιγοστό. Επίσης, μία τέτοια ταλάντωση μεταξύ φιλοξενίας και εχθροξενίας εντός του διαδικτυακού χώρου εντοπίζουμε σε ό,τι αφορά το θέμα των πνευματικών δικαιωμάτων, καθότι το διαδίκτυο αποτελεί τον οικοδεσπότη ενός οίκου αχανούς και άυλου, σαν ένα άυλο υφάδι, αποτελούμενο από χιλιάδες μικροπλέγματα και διακλαδώσεις, η διάπλευση του οποίου ενέχει τον κίνδυνο της απώλειας και της απόσπασης. Η απώλεια της ταυτότητας και η απόσπαση ως αποπροσανατολισμός.
Το παράσιτο στην ενδιάμεση ζώνη
Πόσο λεπτή είναι η διαχωριστική γραμμή μεταξύ φιλοξενούμενου και παράσιτου; Ο παράσιτος είναι η σχέση, ζει μέσα και θρέφεται από τον ξενιστή, εάν απομακρυνθεί ο ξενιστής το παράσιτο αυτοκτονεί[7]. Ο ψηφιακός οίκος μπορεί να λειτουργήσει παράλληλα ως φιλοξενών και ως ξενιστής. Οι διαρκείς διαφημίσεις, από τις οποίες συνοδεύεται μία διαδικτυακή θεατρική κριτική, εκλαμβάνονται ως φιλοξενούμενος από την διαδικτυακή κοινωνία και παράλληλα ως παράσιτο από τον αναγνώστη. Διότι σε αντίθεση με το έντυπο, το οποίο καλλιεργεί τη συγκέντρωση και την προσήλωση, στην ψηφιακή ανάγνωση η προσοχή γίνεται αποσπασματική: βασικό χαρακτηριστικό της οι φυγόκεντρες δυνάμεις. Η γρήγορη εναλλαγή των διαφημίσεων ουσιαστικά περικυκλώνουν ένα διαδικτυακό κείμενο, το οποίο για αυτές λειτουργεί ως το μέσον, διότι μέσω αυτού κατορθώνει το παράσιτο να εισχωρήσει στον ξενιστή – στόχο, δηλαδή στον αναγνώστη. Η ίδια η ύπαρξη του παρασίτου είναι μεθοριακή: υφίσταται μόνο ως ο ενδιάμεσος όρος, ως μία διαμεσότητα, ως το ανάμεσα[8]. «Δεν βρίσκεται τοποθετημένο ούτε μέσα, ούτε έξω από τον οίκο, αλλά στο κατώφλι· δεν αποκλείεται, αλλά ούτε συμπεριλαμβάνεται[9]». Παρεισφρέει μ ε τ α ξ ύ του αναγνώστη και του διαδικτυακού κειμένου, πραγματοποιώντας με τον τρόπο αυτό μία εισβολή στο πεδίο του αναγνώστη. Το παράσιτο θρέφεται από αυτόν, ζει για αυτόν, με αυτόν, δίχως αυτόν το παράσιτο αυτοκτονεί, καθώς δεν διαθέτει έναν αποκλειστικά δικό του χώρο, παρά μονάχα μία ασαφή[10], μεταιχμιακή ζώνη. Εισέρχεται με τρόπο βίαιο στην ιδιωτική ζώνη του αναγνώστη, πραγματοποιώντας έτσι μία παρέμβαση. Πραγματοποιείται με τρόπο ύπουλο, διότι στην ψηφιακή εκδοχή σε αντίθεση με την έντυπη, οι διαφημίσεις είναι προσαρμοσμένες στις προτιμήσεις του αναγνώστη, με αποτέλεσμα την πραγμάτωση μιας ακόμη πιο στοχευμένης επίθεσης. Το διαδίκτυο, ο παγκόσμιος ιστός, μετατρέπεται στον «παγκόσμιο οικοδεσπότη του παγκόσμιου παράσιτου[11]». Η παρέμβαση – εισχώρηση του παρασίτου μέσω του διαδικτυακού κειμένου στο πεδίο του αναγνώστη σηματοδοτεί μία θόλωση. Τη θόλωση της διαχωριστικής γραμμής μεταξύ ιδιωτικού και δημοσίου[12]. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Derrida «αν λοιπόν το σπίτι μου, κατ’ αρχήν απαραβίαστο, συγκροτείται επίσης από […] το Ίντερνετ, τότε η κρατική παρέμβαση γίνεται ένας βιασμός του απαραβίαστου[13]». Παράλληλα όμως, μέσω της παρείσφρησης του παρασίτου στον διαδικτυακό χώρο και κατ’ επέκταση στον αναγνώστη – στόχο διαφαίνεται η αδυναμία ύπαρξης του απαραβίαστου: «Για να κατασκευάσεις τον χώρο μιας κατοικίας χρειάζεσαι ένα άνοιγμα, μια πόρτα και παράθυρα, πρέπει να δημιουργήσεις ένα πέρασμα για τον ξένο. Δεν υπάρχει οίκος ή εσωτερικότητα χωρίς πόρτα και παράθυρα[14]».
Πλέον, η διαδικτυακή εισβολή στην πραγματική – υλική ζωή καταρρέει, καθώς καταρρέει η διάκριση μεταξύ του πραγματικού και του εικονικού, δημιουργώντας έτσι ένα υβρίδιο, τον «homo connectus», η σάρκα και το αίμα του οποίου είναι αναμεμιγμένα με κυκλώματα και συσκευές · συνέχεια συνδεδεμένος αναζητά μανιωδώς τα τελευταία νέα, ενημερώσεις και ειδοποιήσεις, αποτελώντας την καθημερινή του τροφή που τον θρέφει, εκπαιδεύοντάς τον στην ταυτόχρονη επιτέλεση παράλληλων δραστηριοτήτων, συντελώντας στην απόσπαση της προσοχής του[15], η οποία διασπάται και θρυμματίζεται.
Πανοπτισμός – κατοπτισμός: η αναστροφή
Η απόσπαση της συγ-κέντρωσης και η ενεργοποίηση των φυγό-κεντρων δυνάμεων δεν υφίσταται μόνο κατά τη διαδικασία ανάγνωσης, αλλά και κατά τη διαδικασία συγγραφής. Γράφοντας μία θεατρική κριτική στον υπολογιστή, όπως άλλωστε και γενικότερα ένα κείμενο, ο συγγραφέας καθίσταται ευάλωτος, καθότι επιρρεπής στην «παράλληλη δραστηριότητα», όπως λ.χ. το άνοιγμα παράλληλων διαδικτυακών παραθύρων, το οποίο οδηγεί στην διάσπαση της προσοχής. Πραγματοποιείται με τον τρόπο αυτό ένας κοινωνικός αντικατοπτρισμός, ο οποίος αντανακλάται στον χώρο του θεάτρου κυρίως μέσω του μεταδραματικού θεάτρου, χαρακτηριστικό του οποίου αποτελούν οι φυγόκεντρες δυνάμεις, η διάσπαση της προσοχής, η απουσία ενός ενιαίου νοήματος, η διάδραση με το κοινό, το οποίο και τίθεται στο επίκεντρο. Αναλογικά, χαρακτηριστικό της ψηφιακής εποχής αποτελεί αυτή η θόλωση και η μη καθαρή διαχωριστική γραμμή των ρόλων. Σημαντικό ρόλο διαδραματίζει η διάδραση, καθώς το κοινό – αναγνώστης έχει τη δυνατότητα να σχολιάσει το κείμενο, να το κοινοποιήσει στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όπως και να δημοσιεύσει το ίδιο το κείμενο, καθώς η δημοσίευση μίας θεατρικής κριτικής στο διαδίκτυο δύναται να καταστεί εφικτή με μεγαλύτερη ευκολία, συγκριτικά με την έντυπη δημοσίευση. Η μετατόπιση του κέντρου βάρους στην υπογράμμιση του ενεργού ρόλου του αναγνώστη και η συγκεκριμένη ανάγκη που καλλιεργείται κυρίως από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, της ανάγκης για θέαση από έναν όσο το δυνατόν μεγαλύτερο αριθμό ατόμων, συντελεί στην ανάδυση μίας αναστροφής: την ολίσθηση από τον «πανοπτισμό» στον «κατοπτισμό». Ενώ, αφενός ο φουκωικός όρος πανοπτισμός, λειτουργεί σαν μία συμπυκνωμένη αντανάκλαση του τρόπου λειτουργίας της κοινωνίας, της αίσθησης δηλαδή της ύπαρξης ενός οφθαλμού, ο οποίος όντας στην κορυφή της εξουσιαστικής πυραμίδας, παρακολουθεί – επιβλέπει το σύνολο των δράσεων, δημιουργώντας έτσι το εξής μοτίβο: οι πολλοί τίθενται υπό την επίβλεψη–παρακολούθηση του ενός· αντίθετα, στον κατοπτισμό η πυραμίδα παρουσιάζεται ανεστραμμένη: η μονάδα τίθεται υπό την επίβλεψη – παρακολούθηση της μάζας, η παρακολούθηση επιτελείται πλέον από τα χαμηλά. Το φαινόμενο αυτό αποτελεί κυρίως ένα αποτέλεσμα της ανάπτυξης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, τα οποία δημιουργούν στον κάθε χρήστη την ανάγκη να μεταβάλλεται σε αντικείμενο θέασης του μέγιστου δυνατού αριθμού βλεμμάτων. Πλέον ολοένα και μεγαλύτερος αριθμός των διαδικτυακών περιοδικών καθιστά εμφανή τον αριθμό των προβολών, οπότε η διαδικτυακή δημοσίευση μιας κριτικής συνοδεύεται και από την δυνατότητα της θέασης του αριθμού των προβολών, «οποιοσδήποτε μπορεί τώρα να ελέγχει τα νούμερα», δημιουργώντας σύμφωνα με τον Thompson μία «διαφάνεια» αλλά και μία «τυραννία των αριθμών[16]».
Η νέα παρά(σ)ταση ζωής
Ένα διαδικτυακό κείμενο αποτελεί έναν φιλοξενούμενο, μία διαμεσότητα ανάμεσα στο παράσιτο και στον ξενιστή, αποτελεί το ίχνος και την διαρκώς εκκρεμή αιχμαλωσία του φευγαλέου χαρακτήρα του προφορικού λόγου, προσφέροντας στο κείμενο μία νέα παρά(σ)ταση ζωής.
[1] Ντυφουρμαντέλ Αν – Ντερριντά Ζακ: Περί φιλοξενίας, μεταφρ. Βαγγέλης Μπιτσιώρης, Εκκρεμές, Αθήνα 2006, σ.155.
[2]Tόμσον Μπ. Τζον: Οι έμποροι της κουλτούρας, ΠΕΔΙΟ, Αθήνα 2017, σ. 443.
[3] Ό.π., σ. 455.
[4] Ντυφουρμαντέλ Αν – Ντερριντά Ζακ: Περί φιλοξενίας, μετάφρ. Βαγγέλης Μπιτσιώρης, Εκκρεμές, Αθήνα 2006, σ. 95.
[5] Ό.π., σ. 69.
[6] Περί φιλοξενίας, σ. 56.
[7] Michel Serres: The Parasite translated by Lawrence R. Schnenr, United States of America, Johns Hopkins University Press 1982, σ. 168, 207, 241.
[8] Ό.π., σ. 63, 65.
[9] Ό.π., σ.246.
[10] Ό.π., σ. 242.
[11] Ό.π., σ. 216.
[12] Ό.π., σ. 83.
[13] Περί φιλοξενίας, σ. 65
[14] Ό.π., σ. 77.
[15] Rosa Llamas and Russell Belk: Living in a digital world. Available from: https://www.researchgate.net/publication/320035798_Living_in_a_digital_world
[16] Οι έμποροι της κουλτούρας, σ. 452
Γράφει η Ιφιγένεια Καφετζόπουλου.
Γεννήθηκε το Φθινόπωρο του 1990. Έχει αποφοιτήσει από το Τμήμα Δημοσίων Σχέσεων και Επικοινωνίας αλλά και από το Τμήμα Ειδικής Αγωγής του Πανεπιστημίου Αιγαίου.
Ασχολείται ερασιτεχνικά με την φωτογραφία. Η πρώτη της φωτογραφική έκθεση είχε θέμα το νησί της Φολεγάνδρου και παρουσιάστηκε στη Θεσσαλονίκη το 2017. Έχει λάβει μέρος σε ομαδικές εκθέσεις και έργα της εκτίθενται στην «Ολυμπιακή Δημοτική Πινακοθήκη Σπύρος Λούης» στο Μαρούσι στα πλαίσια της εκδήλωσης «2ο Φεστιβάλ Εικόνας Τέχνης και Πολιτισμού» για το 2017.
Αγαπά… τα παιδιά, τα βιβλία, το θέατρο, την ιταλική μουσική, την ησυχία, τη χειμωνιάτικη λιακάδα, την καλοκαιρινή βροχή, τα ταξίδια που ανανεώνουν τις ανάσες της, τη γεύση του καφέ.
Συγκινείται με… τους γενναιόδωρους ανθρώπους, την ευγένεια, τις ευχές, τα γράμματα σε σχήμα καλλιγραφικό με κόκκινο στυλό.
Επιμένει… να κοιτάζει τον ουρανό γιατί ξέρει -πια- πως δεν έχει μόνο σύννεφα αλλά έχει και ήλιο και φεγγάρι και αστέρια…
Πιστεύει… στο Αόρατο, στο Καλό, στις Συναντήσεις των ανθρώπων.
Αισθάνεται… Ευγνωμοσύνη, Εμπιστοσύνη, Ελευθερία…
Ξεκινά… και ολοκληρώνει την ημέρα της με την ίδια πάντα ευχή…
Από μικρή ονειρευόταν να σκαρώσει το δικό της περιοδικό.