Ένα πιάνο ανοιχτό. Καρότσι που άστεγος έχει συλλέξει

Αντικείμενα, σκουπίδια, ήχοι. Παραμορφωμένες νότες.

Τα τοποθετεί χειρουργικά στα σημεία. Απόχρωση. Εξακρίβωση.

Μια δόση παράνοιας. Παιχνίδι που ξέχασε σε ηλικία που δεν θα μπορούσε να θυμηθεί.

Σ’ ένα λινό πουγκί βάζει τα πιο μικρά. Αυτά που κανείς δεν βλέπει

Ένα ρεσώ τσαλακωμένο, κουτί από τροφή βρεφική, το όργανο για επίκληση βροχής.

Το τενεκεδένιο ταμπούρλο, ένα μεταλλόφωνο, δύο πιρούνια μαγειρικής

Μια μικρή αγωνία για ύπνο κι ελάχιστη φαντασίωση

Η μουσική έρχεται από μια σπηλιά. Έχει επίστρωση. Ξύλο κι ελεφαντόδοντο.

Χάσκει. Ανοιγοκλείνει σαν αιδοίο σε οργασμό. Φτάνει σε μια τονικότητα

Χωρίς προηγούμενο. Βάζει μονωτική ταινία στα πλήκτρα.

Δεν ξεχνάει ποτέ από πού ξεκίνησε. Πόσο διένυσε δρόμο ανυπόφορο και σχεδόν παγωμένο.

Μελωδία σε συχνότητα κατεδάφισης. Σταδιακά. Έτσι δομήθηκε

Η δεξιοτεχνία του Parmeggiani κάποτε του φάνηκε ασυνεχής. Δεν είχε καμιά διαφωνία με την διαφωνία και τις ιδιότροπες κλίμακες. Συχνά οι συχνότητες σχημάτιζαν έννοια. Έπειτα χανόταν. Κατηφορίζει εδώ και δεκαετίες νερού με το πιάνο και όλα τα συμπράγκαλα.

Κοιμάται μέσα σε αυτά, τα τραβολογά με σκοινί ορειβάτη τη μέρα. Το βράδυ όλα τα κλειδιά τα πετάει στις γάτες.

Είναι άστεγος κάμποσα λεπτά, γλιστράει μέσα στους δρόμους και τα στενά μιας πόλης που γδέρνει όσους μένουν άγρυπνοι. Τους αλλάζει το δέρμα, το πέλμα, το βλέμμα.

Τίποτα δεν έχει να εφεύρει παρά μόνο μια επιπλέον νότα χωρίς κλειδί.

Ξεκινάει με μονωτική φιλοδοξία και χωρίς αντίστιξη.

Θα ακολουθήσει διαδρομή και μελωδία μέχρι να ξημερώσει.

Το λινό πουγκί έχει ραμμένο στα έσω πλευρά δύο αναμνήσεις, Αυτές κουβαλάει. Αυτές παραμένουν ακέραιες, συμπαγείς και χωρίς αλλοιώσεις. Όμως κάθε οχτώμιση μέρες αδειάζει τα παιχνίδια, τα κύμβαλα, τα σκουπίδια και συλλέγει άλλα. Μερικά είναι διαβρωμένα από τα σάλια και τα χέρια όσων προηγήθηκαν.

Η χρησιμότητα και η ανάγκη βαδίζουν παράλληλα, λέει. Η μουσική το ίδιο.

Όλα τα σκουπίδια σχεδόν τρελαμένα από τον ήχο που έβγαλαν όταν πετάχτηκαν και κανείς άστεγος δεν ήταν εκεί να τα συλλέξει. Και τώρα απαιτούν μελωδία, ξεδίπλωμα

Είχαν γίνει ήδη είδη πολυτελείας σε μια εποχή που το μόνο που πρέπει να κουβαλά ο κανένας είναι το δέρμα του.


Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους της αναρτήσεως είτε ολόκληρης, με οποιαδήποτε μεταβολή του ανωτέρω κειμένου και χωρίς την παράθεση του απευθείας συνδέσμου στην ανάρτηση αυτή που είναι: www.ologramma.art

Οι απόψεις των συντακτών είναι προσωπικές και το ologramma.art δεν φέρει καμία ευθύνη.

Το ologramma.art επιφυλάσσεται για την άσκηση των νομίμων δικαιωμάτων του.
Προηγούμενο άρθροΕσωτερική φλόγα, Carlos Castaneda
Επόμενο άρθροΑβέβαιον (Ungewiß) |Erich Fried
Γεννήθηκε το Φθινόπωρο του 1990. Έχει αποφοιτήσει από το Τμήμα Δημοσίων Σχέσεων και Επικοινωνίας αλλά και από το Τμήμα Ειδικής Αγωγής του Πανεπιστημίου Αιγαίου. Ασχολείται ερασιτεχνικά με την φωτογραφία. Η πρώτη της φωτογραφική έκθεση είχε θέμα το νησί της Φολεγάνδρου και παρουσιάστηκε στη Θεσσαλονίκη το 2017. Έχει λάβει μέρος σε ομαδικές εκθέσεις και έργα της εκτίθενται στην «Ολυμπιακή Δημοτική Πινακοθήκη Σπύρος Λούης» στο Μαρούσι στα πλαίσια της εκδήλωσης «2ο Φεστιβάλ Εικόνας Τέχνης και Πολιτισμού» για το 2017. Αγαπά… τα παιδιά, τα βιβλία, το θέατρο, την ιταλική μουσική, την ησυχία, τη χειμωνιάτικη λιακάδα, την καλοκαιρινή βροχή, τα ταξίδια που ανανεώνουν τις ανάσες της, τη γεύση του καφέ. Συγκινείται με… τους γενναιόδωρους ανθρώπους, την ευγένεια, τις ευχές, τα γράμματα σε σχήμα καλλιγραφικό με κόκκινο στυλό. Επιμένει… να κοιτάζει τον ουρανό γιατί ξέρει -πια- πως δεν έχει μόνο σύννεφα αλλά έχει και ήλιο και φεγγάρι και αστέρια... Πιστεύει… στο Αόρατο, στο Καλό, στις Συναντήσεις των ανθρώπων. Αισθάνεται… Ευγνωμοσύνη, Εμπιστοσύνη, Ελευθερία… Ξεκινά… και ολοκληρώνει την ημέρα της με την ίδια πάντα ευχή… Από μικρή ονειρευόταν να σκαρώσει το δικό της περιοδικό.