Ανάμεσα σε ένα καρνάγιο από πετρέλαιο και αλμύρα, σε θάλασσες χαμομήλι, γονείς, αδέρφια κι ένα απλοϊκό σπίτι, ξετυλίγονταν τα παιδικά χρόνια της Δέσποινας. Τουλάχιστον τα πρώτα.
Λίγο πριν πάει στο σχολείο, η μικρή Δέσποινα, είχε ήδη αναπτύξει χαρακτήρα. Ζωηρή, ατίθαση, με μεγάλη περιέργεια για τον κόσμο που την περιέβαλε. Κι ήταν αυτή η περιέργεια κι αυτή η θέλησή της να μάθει τα πάντα που συχνά την έφερνε σε θέση μειονεκτική, να πρέπει να απολογείται για όσα θεωρούσε αυτονόητα αλλά και για όσα έκανε.
Πολλά από όσα έκανε, ίσως από πείσμα, ίσως από ζήλια, ίσως πάλι από την υπερβολική αγάπη προς όσα είχε στη ζωή της, την οδήγησαν μιαν ημέρα να αφήσει το σπίτι στον Πειραιά.
Διέσχισε λοιπόν η Δέσποινα τη θάλασσα, προσπαθώντας να βρει στο παιδικό της μυαλό ελαφρυντικά, από τη μια η οικονομική κατάσταση του πατέρα της, από την άλλη η ευκαιρία να ζήσει μόνη, όπως ήθελε, χωρίς να χρειάζεται συνέχεια να απολογείται. Ή έστω, έτσι ήλπιζε.
Με μια θεία πληθωρική κι αυστηρή συνάμα, έναν θείο πράο και τρυφερό κι ένα σπίτι απλοϊκό σαν εκείνο που πια βρισκόταν μακριά της, ξεκίνησε η ζωή της στο νησί.
Τώρα πια, παρατηρούσε τα διπλανά κι απέναντι σπίτια, τους ενοίκους τους, τις συνήθειες και ιστορίες τους, ακολουθούσε τη θεία σε διάφορες βεγγέρες, απολάμβανε τις φροντίδες του θείου. Κάπως έτσι, περνούσαν οι μέρες της. Οι μέρες που θα οδηγούσαν στο μεγάλο γεγονός.
Το πολυαναμενόμενο γεγονός, η αρχή του σχολείου. Μα ο ενθουσιασμός της, γρήγορα έγινε πόνος. Τόσο σωματικός, όσο και ψυχικός.
Στον ασφυκτικό κλοιό της θείας Ελισάβης, με ακατανόητες κινήσεις και αγγίγματα από τους μεγαλύτερους, το μικρό κορίτσι πάλευε να μάθει, να γνωρίσει τον κόσμο γύρω της. Το νερό της βροχής, το χώμα, τον ουρανό που φώλιαζε μέσα στις χωμάτινες κοιλότητες. Την απέραντη ερημιά που, όλο και πιο συχνά ήθελε να κάνει σπίτι της.
Σε βροντές κι αστραπές ανάμεσα, σε γκρίνια και μουρμούρα για όσα έκανε κι όσα δεν έκανε, η μικρή Δέσποινα την τάση, την ανάγκη να φύγει. Να ελευθερωθεί από τα δεσμά του νησιού και της σκληρής θείας Ελισάβης που μονάχα τους τύπους και τα λόγια των άλλων λάμβανε υπόψη κι όχι τις ανάγκες της ανιψιάς της που, άλλοτε ποθούσε να κολυμπήσει στη θάλασσα κι άλλοτε να αποκτήσει ένα ξύλινο παιχνίδι.
Άφηνε τότε τα δάκρυά της να κυλήσουν όπως κυλούν τα ποτάμια. Μαζί τους, παρέσερναν στεναχώριες και παράπονα. Τόσο για τη θεία Ελισάβη, όσο και για διάφορα πνεύματα που φώλιαζαν στα κοντινά σπίτια και δεν την άφηναν να ηρεμήσει.
Η γνωριμία της με την Άρτεμη, ένα κορίτσι διαφορετικό, τα παιχνίδια που σιγά σιγά αναπτύσσονταν ανάμεσα τους, το πικάπ που πρώτη φορά στη ζωή της έβλεπε και άκουγε, το γράμμα που διαβάστηκε δυνατά μέσα στην τάξη, ο μύθος πως στους καθρέφτες μέσα κρύβεται ο διάβολος, η επίσκεψη του πατέρα, ο δεύτερος αποχωρισμός που αποδείχθηκε πιο πικρός από τον πρώτο, ήταν στιγμές που χάραζαν την καθημερινότητά της. Τη χάραζαν άλλοτε βαθιά κι άλλοτε όχι. Άλλοτε την πονούσαν κι άλλοτε απλώς περνούσαν από πάνω της, προσφέροντάς της κάτι καινούριο.
Ανάμεσα σε σκιρτήματα, ίσως όχι και τόσο παιδικά πλέον, σε ματιές και χάδια που απολάμβανε αλλά μέσα της γνώριζε πως δεν υπήρχε προοπτική να ζήσει, κυλούσαν οι εποχές και οι στιγμές.
Τα παιδικά χρόνια εκείνα, είχαν πρωταγωνίστρια τη Δέσποινα. Ένα όμορφο κορίτσι, φρέσκο και ζωντανό. Τόσο που πολλές φορές προκαλούσε την αποδοκιμασία. Μα δεν την ένοιαζε. Γιατί εκείνη είχε γεννηθεί για να ψάχνει, να κυνηγά, να πολεμά τους περιορισμούς και να ζει. Να ζει όσο πιο πολύ μπορεί.
Η ζωή αυτή, έχει ως πρωταγωνιστή τον έρωτα. Έρωτα για να ζεις, να γεύεσαι, να δημιουργείς.
Έρωτα για τον ουρανό και τη γη.
Έρωτας κι αγώνας, να πίνεις το αμίλητο νερό, μονάχα για ό,τι πραγματικά αξίζει. –
Η Δέσποινα Τομαζάνη γεννήθηκε στη Χίο, με καταγωγή από το Αϊβαλί της Μικράς Ασίας και τα Κοτύωρα (Ordou). Σπούδασε θέατρο στη Αθήνα, κινηματογράφο και θέατρο στο Πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης, χορό και παντομίμα στην Ακαδημία μπαλέτου της Στοκχόλμης. Έπαιξε στον σουηδικό, ελληνικό και γαλλικό κινηματογράφο, στο ελληνικό και γαλλικό θέατρο. Στο 1ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Μεσογειακών χωρών βραβεύτηκε με το βραβείο ερμηνείας πρώτου γυναικείου ρόλου για την ταινία “L’ ombre de la terre” του Tajeb Louichi. Στο θέατρο ερμήνευσε μεταξύ άλλων, την “Περσεφόνη” σε σκηνοθεσία Ζακ Λακαριέρ και τη “Φαίδρα” του Γιάννη Ρίτσου σε σκηνοθεσία της ίδιας. Στη Γαλλία πρωταγωνίστησε στο έργο “La fiancee de l’ eau” του Ταχάρ μπεν Ζελλούν. Μετέφρασε και έπαιξε το “Χιροσίμα Αγάπη μου” της Μαργκερίτ Ντυράς σε δική της σκηνοθεσία.
Έχει γράψει ποίηση, θέατρο, διήγημα, μυθιστόρημα. Τα έργα της μεταφράστηκαν στα γαλλικά, γερμανικά, τουρκικά, αγγλικά και ιταλικά. Έγραψε στην “Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία” στη στήλη “Πινακωτή – Πινακωτή” και στην “Μακεδονία” στο περιοδικό “Επιλογές”.
*Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης.
Γράφει η Βάσω Κωνσταντινίδου.
Γεννήθηκε και ζει στη Δράμα. Στην Κομοτηνή, σπούδασε Νομική. Ανάμεσα στις πολλές ώρες στα πολλά βιβλία και σημειώσεις για τη σχολή, έβρισκε χρόνο για να διαβάζει και τα άλλα, τα λογοτεχνικά. Αν ρωτήσει κανείς έναν φίλο της, θα την χαρακτηρίσει με δυο λέξεις: βιβλία και καφές.
Στο «Ολόγραμμα» παρουσιάζει – προτείνει βιβλία –όλων των ειδών- που αγαπά και θεωρεί άξια προσοχής.