Η μοναξιά είναι η μόνη πατρίδα μας είπε ο Νίτσε , όμως τούτο το καλοκαίρι προστίθεται στην «πατρίδα» και η μοναξιά του τοπίου, για να το πω καλύτερα, η μοναξιά του καλοκαιρινού χρόνου, ολοκληρωμένη από περιστάσεις και στάσεις. Η καλοκαιρινή μοναξιά: ένα μονότονο τραγούδι, διακοπτόμενο από ρήσεις και αναμνήσεις, ληθοποιές, (στο μεγάλο ποσοστό τους). Άνυδρες καταλήξεις, πλησίον των πέτρινων αναβαθμών. Οι κεκοιμημένοι εισέρχονται σκηνοθετικά στη λευκή σελίδα, συντηρούν μελαγχολικά τη μοναξιά, την πηγαίνουν λίγο παραπέρα, αυστηρώς τετραγωνισμένη και καθορισμένη. Το καλοκαίρι ευνοεί τις παύσεις κι επικυρώνει αποτελεσματικά το τραγικό.
Ό,τι γεννήθηκε σε τούτη την καμπύλη, αυτομάτως ανήκει σε μια άλλη περίοδο, εναπομείναν προσόν του γράφοντος, μέσα στα πετρωμένα μονοπάτια, τα παράλληλα με τα παιδικά βήματα (παλαιόθεν). Οι ειπωθείσες ιστορίες (επαναληπτικές και καταθλιπτικές) βρίθουν λαθών και πεπαλαιωμένων προσδοκιών, κλίμακα για περισσότερη απελπισία. Ψάχνω εναγωνίως να βρω και να γράψω το δειλινό απαρέμφατο της σκέψης. Τα απρόσωπα ρήματα κουράζουν τις νύχτες μου, φτιάχνουν επαναλήψεις με άσχημα όνειρα και χοηφόρες ενέργειες, μισητές και αντιδραστικές στη γραφή μου.
Τ’ αγκάθια κλείνουν τα μάτια κι ο ορίζοντας καμπυλώνει. Τα παλιά δάκρυα στον δρόμο, έγιναν οι στερεμένες πηγές των αποτυχιών. Μεταφράζονται αυτομάτως σε ξηρανθείσες ματαιότητες και ληγμένες ηδονές. Ερημιές δεν υπάρχουν μες στον υγρό τόπο, αλλά εδώ, όλα είναι ξερά. Τούτο το καλοκαίρι αρνείται τις υποσχέσεις, είναι η μοιραία κατάληξη των απολογισμών. Η αποσύνθεση κουράζει και η ψυχή μένει μετέωρη, άνευ στηριγμάτων. Επιζητά –ενάντια- στον χρόνο, την καθαρότητα των σκέψεων, για να υπάρξει η ελάχιστη δημιουργία, η νικητήρια της λύπης (του παρελθόντος), σωτηριολογικά και μεταφυσικά.
Ο χρόνος δεν περιγράφεται τελικά. Απορρίπτω όλες τις χρονικές κινήσεις (και αριθμήσεις), δεν είμαι δούλος των στιγμών. Στέκομαι ακίνητος μες στο μεγάλο μεσημέρι. Είμαι κόντρα στο φως.
Δεν υπάρχουν μοιρασμένες μοναξιές αυτό το καλοκαίρι. Απαγορεύεται από το συντακτικό του κειμένου και τη συνέχεια της βιοτής. Η απαγόρευση ανήκει στη γεωμετρία και τη γεωγραφία της πραγματικότητας, χωρίς ελεημοσύνες και χάριτες από διάφορους σωτήρες και προγυμναστές.
Ατόφια και σκληρή η καλοκαιρινή μοναξιά. Το τοπίο της συμπληρώνεται από τ’ αγρίμια που κείτονται ημιθανή στις άκρες της, στη μέση του σκηνικού, δίχως σωτηρία. Συμμετοχή στα υψηλά της στεναχωρίας. Όμως, υπάρχει λίγη χαρά. Τα χρώματα του δειλινού νοτίζουν το βελανιδόδασος. Οι φωταψίες ταξιδεύουν νωχελικά πάνω στα δέντρα, η νύχτα μπορεί να περιμένει. Μικρές στάλες φωτός πέφτουν στο ξερό χώμα. Γεννούν λέξεις μες στο ιουλιανό απόγευμα, δυναμώνουν τον στοχασμό μου και απομακρύνουν το κίβδηλο των ερμηνειών, ιδιαίτερα ό,τι έχει να κάνει με τις αναμνήσεις και τις αστοχίες. Είναι η δειλινή παρατήρηση του βελανιδοδάσους που μικραίνει τη θλίψη. Στον τόπο μου, δεν υπάρχει η θεραπεία και η θωπεία της θάλασσας. Είναι δικό μου προνόμιο, οι κεκαλυμμένες πλάγιες με τις αρχαίες βελανιδιές, τα ξωκκλήσια και τους ερειπιώνες. Εφεδρεία πνευματική και ζωογόνος, μέσα στο ζεστό καλοκαίρι. Τα δειλινοσκεπή μονοπάτια, κάτω από τα αιωνόβια δέντρα, μετασχηματίζονται σε στοχαστικούς δρόμους. Προσφορά τους η ενατένιση και η δημιουργία.
Πέφτει η νύχτα, τα δέντρα κερδίζουν τις σκιές τους, αλλάζουν μορφή, γίνονται σαν ολογράμματα αγίων που απαλύνουν (λίγο) το σκοτάδι της μοναξιάς και ακινητοποιούν την μελαγχολία μου. Υπάρχουν ακόμα ποιήματα μέσα στο βλέμμα, αυτές τις ιουλιανές ώρες, η δροσιά της νύχτας τα ζωοποιεί. Η μοναξιά του τοπιού, γίνεται λιγότερο ισχυρή, κάποιο όνειρο τρυπώνει στο αίμα μου, είναι σαν αναγεννησιακή τοπιογραφία, χωρίς σκιάσεις κι εφιάλτες.
Γράφει ο Χριστόφορος Τριάντης.
Γεννήθηκε το Φθινόπωρο του 1990. Έχει αποφοιτήσει από το Τμήμα Δημοσίων Σχέσεων και Επικοινωνίας αλλά και από το Τμήμα Ειδικής Αγωγής του Πανεπιστημίου Αιγαίου.
Ασχολείται ερασιτεχνικά με την φωτογραφία. Η πρώτη της φωτογραφική έκθεση είχε θέμα το νησί της Φολεγάνδρου και παρουσιάστηκε στη Θεσσαλονίκη το 2017. Έχει λάβει μέρος σε ομαδικές εκθέσεις και έργα της εκτίθενται στην «Ολυμπιακή Δημοτική Πινακοθήκη Σπύρος Λούης» στο Μαρούσι στα πλαίσια της εκδήλωσης «2ο Φεστιβάλ Εικόνας Τέχνης και Πολιτισμού» για το 2017.
Αγαπά… τα παιδιά, τα βιβλία, το θέατρο, την ιταλική μουσική, την ησυχία, τη χειμωνιάτικη λιακάδα, την καλοκαιρινή βροχή, τα ταξίδια που ανανεώνουν τις ανάσες της, τη γεύση του καφέ.
Συγκινείται με… τους γενναιόδωρους ανθρώπους, την ευγένεια, τις ευχές, τα γράμματα σε σχήμα καλλιγραφικό με κόκκινο στυλό.
Επιμένει… να κοιτάζει τον ουρανό γιατί ξέρει -πια- πως δεν έχει μόνο σύννεφα αλλά έχει και ήλιο και φεγγάρι και αστέρια…
Πιστεύει… στο Αόρατο, στο Καλό, στις Συναντήσεις των ανθρώπων.
Αισθάνεται… Ευγνωμοσύνη, Εμπιστοσύνη, Ελευθερία…
Ξεκινά… και ολοκληρώνει την ημέρα της με την ίδια πάντα ευχή…
Από μικρή ονειρευόταν να σκαρώσει το δικό της περιοδικό.