Αφόρητα τα καλοκαιρινά μεσημέρια. Να σκάει ο τζίτζικας έξω, ο ιδρώτας ποτάμι και η τσιριχτή φωνή της μητέρας μου να λέει: «Ώρα για ύπνο. Πήγαινε γρήγορα στο δωμάτιό σου!. Το απόγευμα συνεχίζεις το παιχνίδι. Άντε, ώρα για ύπνο!», ανέβαζε τον τόνο της τσιριχτής φωνής της. Πήγαινα σιγά – σιγά κι έκλεινα τα πράσινα παντζούρια ρίχνοντας κλεφτές ματιές πίσω από τις γρίλιες. Ξάπλωνα στα λευκά με κίτρινα λουλούδια σεντόνια. Έστηνα αυτί και άκουγα τις φωνές των παιδιών της γειτονιάς που έπαιζαν τ΄ αγαλματάκια, κρυφτό ανάμεσα στις ακακίες. Και ζήλευα. Ζήλευα πολύ. Ταραχή φούσκωνε τα σωθικά μου. Το στήθος μου τρεμόπαιζε πάνω – κάτω, πάνω – κάτω. Και τότε, ναι, τότε ήταν που μου ερχόταν να δώσω ένα σάλτο από το κρεβάτι, να ανοίξω τα πράσινα παντζούρια, να πηδήξω και να τρέξω μακριά. Να χαθώ στις παρέες των παιδιών και να ζεσταθώ με τις ακτίνες του μεσημεριάτικου ήλιου.

Εκείνα τα καλοκαίρια, που χάζευα τις πεταλούδες και κυνηγούσα τις πασχαλίτσες, σχεδίαζα την «απόδρασή» μου. Το σχέδιο, όμως, παρέμενε πάντα μόνο στα χαρτιά του μυαλού μου.

Οι ώρες περνούσαν και έσβηναν σιγά – σιγά τα γέλια και οι φωνές των παιδιών. Τότε κάρφωνα το βλέμμα στα κουφώματα της ξύλινης πόρτας του δωματίου μου. Ήταν από πεύκο. Παραδείσια πουλιά με πολύχρωμα – φανταχτερά φτερά πετούσαν ανάμεσα στα ψηλόλιγνα καφέ λουλούδια και τα πελώρια δέντρα που οι κορυφές τους έφταναν στον ουρανό. Άντρες και αυτί ψηλοί μελαχρινοί με τα μεγάλα καπέλα τους φιλούσαν γλυκά στα χείλη κοπέλες μελαχρινές και στρουμπουλές. Παιδιά τέντωναν τα χέρια τους με τις πατούσες πάνω από τη γη για να φτάσουν το κόκκινο μήλο που κρεμόταν από ένα κλαδί. Και όλοι αυτοί, άγνωστοι – γνωστοί, να μου χαμογελούν και να μου στέλνουν περίεργα σημάδια.

Έμπαινα τότε στην παρέα τους ∙ γινόμουν ένα μαζί τους κι εγώ. Έβγαζα φτερά και πετούσα μαζί με τα πολύχρωμα πουλιά στα λουλούδια ∙ έπαιζα με τα παιδιά και προσπαθούσα να φτάσω το κόκκινο μήλο.

Ξέχναγα την «απόδρασή» μου. Έπιανα το μπλοκ ζωγραφικής και με το μολύβι Faber Νούμερο 9 τραβούσα γραμμές, πολλές γραμμές. Τα κουφώματα της ξύλινης πόρτας είναι από τότε στο μπλοκ μου.

Πέρασαν εκείνα τα καλοκαίρια που χάζευα τις πεταλούδες και κυνηγούσα τις πασχαλίτσες. Ήρθαν άλλα, πιο μεγάλα και πιο ζεστά. Ήρθε, όμως, και η μέρα εκείνη που η τσιριχτή μεταλλική φωνή της μητέρας μου ακούγεται γλυκιά και μελωδική.


Ν.Μ. 2/4/2021

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους της αναρτήσεως είτε ολόκληρης, με οποιαδήποτε μεταβολή του ανωτέρω κειμένου και χωρίς την παράθεση του απευθείας συνδέσμου στην ανάρτηση αυτή που είναι: www.ologramma.art

Οι απόψεις των συντακτών είναι προσωπικές και το ologramma.art δεν φέρει καμία ευθύνη.

Το ologramma.art επιφυλάσσεται για την άσκηση των νομίμων δικαιωμάτων του.
Προηγούμενο άρθροΣυνδαιτυμόνες της σιωπής, Γιάννης Μπερούκας
Επόμενο άρθροΆτιτλο, Σωτήρης Ρούσσης
Γεννήθηκε το Φθινόπωρο του 1990. Έχει αποφοιτήσει από το Τμήμα Δημοσίων Σχέσεων και Επικοινωνίας αλλά και από το Τμήμα Ειδικής Αγωγής του Πανεπιστημίου Αιγαίου. Ασχολείται ερασιτεχνικά με την φωτογραφία. Η πρώτη της φωτογραφική έκθεση είχε θέμα το νησί της Φολεγάνδρου και παρουσιάστηκε στη Θεσσαλονίκη το 2017. Έχει λάβει μέρος σε ομαδικές εκθέσεις και έργα της εκτίθενται στην «Ολυμπιακή Δημοτική Πινακοθήκη Σπύρος Λούης» στο Μαρούσι στα πλαίσια της εκδήλωσης «2ο Φεστιβάλ Εικόνας Τέχνης και Πολιτισμού» για το 2017. Αγαπά… τα παιδιά, τα βιβλία, το θέατρο, την ιταλική μουσική, την ησυχία, τη χειμωνιάτικη λιακάδα, την καλοκαιρινή βροχή, τα ταξίδια που ανανεώνουν τις ανάσες της, τη γεύση του καφέ. Συγκινείται με… τους γενναιόδωρους ανθρώπους, την ευγένεια, τις ευχές, τα γράμματα σε σχήμα καλλιγραφικό με κόκκινο στυλό. Επιμένει… να κοιτάζει τον ουρανό γιατί ξέρει -πια- πως δεν έχει μόνο σύννεφα αλλά έχει και ήλιο και φεγγάρι και αστέρια... Πιστεύει… στο Αόρατο, στο Καλό, στις Συναντήσεις των ανθρώπων. Αισθάνεται… Ευγνωμοσύνη, Εμπιστοσύνη, Ελευθερία… Ξεκινά… και ολοκληρώνει την ημέρα της με την ίδια πάντα ευχή… Από μικρή ονειρευόταν να σκαρώσει το δικό της περιοδικό.