Η πόλη του Κάμντεν, εκτός από τον ποταμό Ντέλαγουερ, φιλοξενούσε στα παρηκμασμένα πλέον σπλάχνα της, την οικογένεια Καμπάνη. Τον Μπέιζελ ή αλλιώς, Βασίλη, τη Σούζαν και τη Λητώ.
Πριν από αυτούς, τη δεκαετία του 1920, ένας άλλος Καμπάνης, ο Αντώνης και μετέπειτα Νώντας, έχοντας απορρίψει τη φθορά και κούραση του πρώτου σταθμού του, της Νέας Υόρκης, δοκίμαζε στο Κάμντεν την τύχη του. Ανήκε κι εκείνος στην κατηγορία των –πολλών – Ελλήνων που απέκτησαν την ιδιότητα του μετανάστη, αναζητώντας στην Αμερική το όνειρο, του οποίου βέβαια τη μορφή κανένας δεν μπόρεσε να συλλάβει απόλυτα.
Με μια βαλίτσα λοιπόν στο χέρι, με πολλές αναποδιές να τον κυνηγούν αλλά και αρκετά ευεργετήματα, ο νησιώτης Αντώνης, έπιασε στην πόλη αυτή το νήμα.
Το νήμα αυτό, οδηγούσε σε ένα κουβάρι, που αποτελούνταν αρχικά από μια οικογένεια Ιταλών κι έπειτα, από μια σαγηνευτική Μυτιληνιά που έμελλε να αλλάξει τη ζωή του.
Χρόνια αργότερα, το νήμα θα οδηγούσε στο Κάμντεν, στον Βασίλη Καμπάνη, που έπρεπε να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις και υποχρεώσεις της δικής του ζωής.
Μιας ζωής με ένα παιδί, μια γυναίκα, ένα μαγαζί, χρέη και βάρη που τον έβαζαν σε σκέψεις, μα και με ένα κορίτσι με κουτσουρεμένες κοτσίδες που είχε με έναν απρόσμενο τρόπο εισβάλει στην καθημερινότητά του.
Η ευμάρεια και η ασφάλεια είχαν από καιρό εγκαταλείψει την πόλη του Κάμντεν, ενώ ο Βασίλης, κατά κόσμον Μπέιζελ, έπρεπε να πάρει κάποιες αποφάσεις.
Οι ριζικές αλλαγές που αναπόφευκτα θα επέρχονταν, έφεραν τον Μπέιζελ αντιμέτωπο με τις ανάγκες και τα θέλω της γυναίκας του, Σούζαν, η οποία βίωνε την καινούρια κατάσταση από την ολόδική της πλευρά.
Ακόμη όμως κι όταν, θέλοντας και μη, οι ανάγκες των ανθρώπων συγκρούονται, διαφοροποιούνται και παίρνει η καθεμιά τον δικό της δρόμο, οι ιστορίες των ανθρώπων, δεν παύουν να εξελίσσονται.
Ο Χρόνος κυλά ανελέητος, αδιάφορος για τις ανάγκες του ανθρώπου, θέτει δεδομένα και διλήμματα που αλλάζουν τα πάντα γύρω μας.
Ίσως εν τέλει, η λεπτομέρεια που διαφοροποίησε τη ροή της ιστορίας αυτής, να ήταν το πόσο έγκαιρα συνειδητοποιεί ο καθένας αυτή την πάγια αλήθεια. Τη μεταβλητότητα των πάντων. Από τότε, από παλιά. Τότε που μια βαλίτσα, μια γέφυρα, κάμποσες ποσότητες γκράπας και ορισμένα τυχαία συμβάντα, καθόρισαν την πορεία της ζωής του Αντώνη και ακολούθως, του Βασίλη ή αλλιώς, Μπέιζελ Καμπάνη. –
Η Κάλλια Παπαδάκη γεννήθηκε το 1978. Σπούδασε Οικονομικά στις ΗΠΑ, στο Bard College και το Πανεπιστήμιο Brandeis. Το πρώτο της βιβλίο, η συλλογή διηγημάτων «Ο ήχος του ακάλυπτου» (εκδόσεις Πόλις) διακρίθηκε με το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα του περιοδικού «Διαβάζω», το 2010. Έχει συμμετάσχει σε συλλογές διηγημάτων και ποιήματά της έχουν δημοσιευθεί στα περιοδικά «Νέα Εστία» και «Ποιητική». Ασχολείται επαγγελματικά με τη συγγραφή σεναρίων για ταινίες μεγάλου μήκους. Το πρώτο της σενάριο ήταν για την ταινία της Πέννυς Παναγιωτοπούλου «September». Το μυθιστόρημά της «Δενδρίτες» (2015) που εκδόθηκε στο πλαίσιο του ελληνογαλλικού προγράμμτος ενίσχυσης συγγραφέων, μεταφραστών και εκδοτών του ελληνικού και του γαλλικού Εθνικού Κέντρου Βιβλίου, τιμήθηκε με το βραβείο European Union Prize for Literature το 2017.
*To βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις.
Γεννήθηκε και ζει στη Δράμα. Στην Κομοτηνή, σπούδασε Νομική. Ανάμεσα στις πολλές ώρες στα πολλά βιβλία και σημειώσεις για τη σχολή, έβρισκε χρόνο για να διαβάζει και τα άλλα, τα λογοτεχνικά. Αν ρωτήσει κανείς έναν φίλο της, θα την χαρακτηρίσει με δυο λέξεις: βιβλία και καφές.
Στο «Ολόγραμμα» παρουσιάζει – προτείνει βιβλία –όλων των ειδών- που αγαπά και θεωρεί άξια προσοχής.