όταν αποχαιρέτησα τις κάλπικες φιγούρες
στο βάθος του δειλινού
τι λες τώρα για τα σαλπίσματα
όλα πρέπει να αποσιωπηθούν
ενώ δεν θα έπρεπε να πεθαίνει κανείς
για πράγματα ακαθόριστα
ή έστω απλώς δύσκολο να καθοριστούν
ονειρεύομαι ακόμα ώρες φθινοπώρου
που δεν μπορείς να βρεις δρόμους αγαλμάτινους
ή μιαν ανεμώνη που να μην ξυπνάει
το μάταιο της θύμησης
ή ένα άστρο σε δόσεις μεγάλων λέξεων
αλλά μικρότερο από το σχέδιο του ανέφικτου
τι να υπάρχει στη γλώσσα μου
παρά το ακατάληπτο του ποιήματος
ποιος να μας διαβάσει
και να μην αποσχιστεί από τον κόσμο
θέλω να σχεδιάσω εδώ ένα μεγάλο έργο
δεν θυμάσαι πως είναι να τα δίνεις όλα
δεν υπήρχε τίποτα να δοθεί
υπήρξα νύχτα και κίνδυνος
και μέσα σε υπεραστικούς ελέγχους
δεν βρήκα τίποτα να περισώσει έστω μια ιδέα
από τα πάλαι ποτέ οράματα
όπου ο κόσμος υπάρχει για να ανθίζει
τα τραγούδια μας μεγάλωσαν
γέρασαν ανεπίδοτα σε σπασμένα γραμμόφωνα
ενδιάμεσα στις λέξεις βρίσκω την τύψη
μη με συγχέεις με την τύχη
έχω ακόμα την περιφρόνηση του παιδιού
απέναντι στην σκληρότητα του κόσμου
σε χρονολογίες ακαθόριστες
τα χρονικά μου άλλωστε είναι διαγραμμένα
από τις σελίδες αυτού του τετραδίου
προς τα που να πάω
να γλιτώσω από τον διάβολο μέσα μου
μια μεγάλη σκέψη
σε ένα τόσο δα αδιόρατο ημερολόγιο
για μια λησμονημένη άνοιξη
που μου πυροβόλησαν όταν δεν κοίταζα
στο παρόν ανοίγω τις ομπρέλες μου
στο διάκενο μιας ακατανόητης εποχής
Ο Βαγγέλης Ρουσσάκης γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κάρπαθο. Αποφοίτησε από το τμήμα ιστορίας και αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης. Αγάπησε από παιδί τη Λογοτεχνία, γιατί μέσα από εκείνην ξέφευγε από τον κόσμο που πολλές φορές επιβάλλεται στους ανθρώπους. Έκτοτε ανακάλυψε κι άλλες αγάπες. Όλες είχαν να κάνουν με μικρά – μικρά κομμάτια που κρύβονται μέσα σε ψυχές και περιμένουν να αναδυθούν. Πολλές από τις αγάπες του, τις εφηύρε γιατί ήταν εκείνες που χρειαζόταν, για να μην επιβιώνει μόνο. Τώρα, ξανά μαθαίνει να ψάχνει για χρώματα, και στιγμές και κομμάτια μικρά. Με την γνώση πως δεν θα τα βρει ποτέ όλα. Του αρκεί. Ταξιδεύει.