– Κλαις;
– Όχι, αποκρίθηκα. Καμιά φορά όταν η ψυχή πονάει, το κουράγιο περισσεύει και βγαίνει μέσα από τα δάκρυα μου. Η πίεση κυλάει σαν νεράκι πάνω στα μάγουλα εξωτερικεύοντας φόβους. Ξεσπάς και συγκεντρώνεις και πάλι την δύναμη που έχεις ανάγκη.
– Μην κλαις..
– Δεν κλαίω, απλώς ξεσπάω. Μέσα από αυτό το ξέσπασμα θα βγω πιο δυνατή. Κι όταν σκουπίσω τα μάτια, θα φανεί ένα δειλό χαμόγελο, θα ωριμάσει με την πάροδο του χρόνου κι έπειτα θα βρει την θέση του στο πρόσωπο μου.
– Μα κλαίγοντας πονάς.
– Ναι, μα ο πόνος είναι μουδιασμένος κι αναπόφευκτος. Θα σκεφτώ, θα υποχωρήσω, θα μετανιώσω ίσως αλλά θα ‘μαι εδώ για να βλέπω να σωστά σε όλα αυτά τα λάθος πράγματα.
– Τότε δεν πειράζει που κλαις.
– Όχι δεν πειράζει, γιατί ακόμα κι αν λένε πως όσοι κλαίνε χάνουν την λάμψη τους απλά παίρνουν μια ανάσα για να την αποκτήσουν ξανά. Με ή δίχως αγκαλιά για παρηγοριά.
– Κλάψε..
– Θα το κάνω γιατί το έχω ανάγκη. Κλείνω τα μάτια και σκέφτομαι. Δεν παύω να τρέχω στις σκέψεις. Θυμάμαι ακόμα όλα εκείνα που σαν σφαίρες διείσδυσαν μέσα μου και πλήγωσαν το φως που εκπέμπω. Είμαι εγώ που άλλη μία φορά σε άφησα να διαβείς το κατώφλι της σκέψης μου. Κι έτσι σαν απλός επισκέπτης σε βλέπω πάλι να χάνεσαι.
Υποσχέθηκα να μην κλαίω. Μα και τις στιγμές που δεν το κάνω, εκείνα τα δάκρυα έχουν ποτίσει την καρδιά κι ας στέγνωσαν στο πρόσωπο. Έγιναν λόγια χαραγμένα, μοιρασμένες ευθύνες, επιλογές απαλλαγμένες από συναισθήματα.
Κι αυτές οι σιωπές που χάθηκαν μέσα σε κλάματα και μουσκεμένα μαξιλάρια ίσως αποκτήσουν φωνή και μιλήσουν κάποτε. Και θα έχουν πολλά να πουν.
Γράφει η Μαίρη Νταουξή.