Ξάφνου γέμισε ο θόλος

με ρόδα κόκκινα, βαμμένα,

σαν σμήνος από καρδινάλιους πορφυρούς,

λουσμένους με το αίμα της ανάγκης,

να πεταρίζουν στον αιθέρα.

 

Στο χώμα το βρεγμένο,

από την βροχή το δακρυσμένο,

ένα φτερό χαμένο, ξεριζωμένο

λάφυρο του ουρανού δοσμένο.

 

Ένας ήλιος γευματίζει,

σαν τύχει να ασπρίζει

τα ξωκλήσια της τύχης, της ασάλευτης.

 

Σκόρπισαν οι φόβοι και έγιναν χαλί

να το διαβούν οι μυροφόροι, οι χρυσοφορεμένοι,

 οι κελευστές του Ήλιου και του Θάρρους.

 

Απόκρημνα τα ελαιόδεντρα έγειραν

στης ανάγκης τον βαθύ τον ίσκιο,

μέχρι να γίνουν της σκιάς το συναπάντημα.

Μαζί με τα ρόδα, τα κόκκινα,

ροδαλός και ο ήλιος της αυγής.


Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους της αναρτήσεως είτε ολόκληρης, με οποιαδήποτε μεταβολή του ανωτέρω κειμένου και χωρίς την παράθεση του απευθείας συνδέσμου στην ανάρτηση αυτή που είναι: www.ologramma.art

Οι απόψεις των συντακτών είναι προσωπικές και το ologramma.art δεν φέρει καμία ευθύνη.

Το ologramma.art επιφυλάσσεται για την άσκηση των νομίμων δικαιωμάτων του.