… ζάλη, ένα τοπίο που καταρρέει, το σώμα μου καίει, είναι ολόκληρο μια προσομοίωση πυρκαγιάς, μάτια μισόκλειστα, πρησμένα, σειρήνες ασθενοφόρων κάπου στο βάθος, δεν γνωρίζω που βρίσκομαι, από κάποια αφόρητη τύχη αναπνέω ακόμα, είμαι (είμαι;) ακόμα ζωντανός, περιμένω υποταγμένος στο βάρος των χαλασμάτων μέχρι να σβήσω, από κάποια αφόρητη τύχη αναπνέω ακόμα, χωρίς να έχω συνειδητοποιήσει
ότι κάθε στιγμή που περνάω χάνω κυριολεκτικά και μεταφορικά την ικανότητα μου να ζω, οι πιθανότητες μειώνονται, αν ζήσω τα πάντα θα έχουν αλλάξει, θα έχω γίνει ένας άλλος, θολό τοπίο, θολές σκέψεις, με πολύ αργό ρυθμό μου αποκαλύπτεται η κόλαση, εκεί, στην οριζοντίωση στην οποία με υποχρεώνουν άτακτα ριγμένες πλάκες τσιμέντου και τούβλα, από κάποια αφόρητη τύχη ο πόνος
είναι ελάχιστος, ανύπαρκτος, καθώς η ζάλη υποχωρεί, προχωρώ στον αναστοχασμό των τριών ενδείξεων του ‘εί(μ)ναι καλά’, όπως κάθε άνθρωπος που βρίσκεται κοντά στο χείλος του γκρεμού, πρώτον το μυαλό μου λειτουργεί, το κεφάλι μου είναι στη θέση του, δεύτερον αναπνέω, ο θώρακας μου κινείται ρυθμικά, με κάποια δυσκολία μεν, αλλά κινείται, τρίτον αισθητηριακά δεν πάμε καλά, μουδιασμένο όλο μου το κορμί, όπως και
οι σκέψεις μου, τέτοια ώρα δεν υπάρχουν σκέψεις πέρα από τις αναπόφευκτες αναζητήσεις της σωτηρίας ή του σωτήρα, άραγε θα με βρουν ή θα γίνουν τα χαλάσματα μιας πολυκατοικίας ο τάφος μου, έπειτα ξαφνικά γεννιέται μια άλλη σκέψη, δίδυμη αδελφή του θρήνου, φεύγω όπως ήρθα, λίγες στιγμές αφότου κάτι έλαμψε στη ζωή μου, που είναι αυτή η λάμψη, που είναι, τη φωνάζω, αλλά δεν ξέρω αν βγαίνει φωνή, απλώνω το χέρι νοερά, γιατί
το κορμί παγιδευμένο είναι, όσο ανακτώνται οι αισθήσεις παρατηρώ ότι μπορώ να κουνήσω τα είκοσι δάκτυλα που μου ανήκουν (θα μπορούσαν να ανήκουν σε άλλον;), ίσως και λίγο τα άνω άκρα μπορώ να σύρω, να τα εκτείνω σε μια αγωνιώδη προσπάθεια να βρω τη λάμψη, ν’ ακραγγίξω το άμεσο παρελθόν μου, εκείνο τον ψίθυρο του ‘Σ’αγαπώ’ που μόλις λίγες ώρες πριν άκουσα, όχι, τίποτα, ο κόσμος αυτός δεν είναι
ένας κόσμος στον οποίο η αγάπη εύκολα μπορεί να επιβιώσει, είναι ένας κόσμος που αυτοκαταστρέφεται, διαλύεται, κι εγώ, ανέλπιστα, κατέληξα συντρίμμι του, απώλεια του, χαμογελώ, χα, φαντάσου να με βρουν την επαύριον αρχαιολόγοι του μέλλοντος και να συγκλονίζονται με το πιθανό χαμόγελο μου λίγο πριν πεθάνω, τα δάκρυα θα έχουν τότε σβήσει τα ίχνη τους, θα κάνουν εικασίες για τη ζωή και τις τελευταίες μου σκέψεις, θα
αναρωτιούνται ποιας εποχής να είναι το κουφάρι μου, θα εκτιμήσουν ότι την χρονολογία και θα καταλήξουν ότι ήμουν ένα από τα εκατοντάδες πλάσματα που χάθηκαν σε μια ανούσια σύρραξη μεταξύ δύο λαών ή εξαιτίας των αποφάσεων ενός αιμοσταγούς ηγέτη ή συμφέροντος, και τότε θα πουν στα συνέδρια και τις αίθουσες διδασκαλίας τους πόσα έχει μάθει πια η ανθρωπότητα από το βάρβαρο παρελθόν της και θα χειροκροτήσουν όλοι, όμως πόσο
πιστεύω βαθιά μέσα μου ότι αυτός ο κόσμος δεν θα αλλάξει με ανούσιους θανάτους, δεν θα αλλάξει με πλαδαρά μυαλά, δεν θα αλλάξει απλά τυχαία, με πιάνει το παράπονο, έχω μερικούς βαθμούς ελευθερίας που μου επιτρέπουν να ξεσπάσω, χωρίς φωνή, αλλά με λυγμούς, τώρα βιώνω πραγματικά τον πόνο της ζωής, τη σκληρότητα του κόσμου μας, το αισθάνομαι ότι το νήμα είναι έτοιμο να κοπεί, εγώ δεν είμαι έτοιμος, δεν μπορώ να πεθάνω εγώ, όχι εγώ
εγώ θα ζούσα για πάντα, θα ήμουν ευτυχισμένος, θα κανάκευα τον εαυτό μου, θα πρόσφερα τα πενιχρά μου δώρα στην κοινωνία, θα απολάμβανα κάθε πιθανή ηδονή, θα εγώ δεν θα εγώ να όχι εγώ σαν τώρα να αφήνω το εγώ τώρα προσφεύγει στην αγκαλιά του πάντα και του ποτέ το εγώ που τόσο αγάπησα όσο κανέναν το εγώ που τόσο αγάπησα το εγώ που τώρα είναι διαφορετικό το εγώ που χανετ…
Γεννήθηκε το 1992 στην Πτολεμαΐδα. Σπούδασε ηλεκτρολόγος μηχανικός στην Θεσσαλονίκη, όπου και συνεχίζει τις σπουδές του ως υποψήφιος διδάκτορας Ιατρικής στο ερευνητικό πεδίο της Ιατρικής Πληροφορικής. Γράφει ενεργά τα τελευταία 12 χρόνια ως αποτέλεσμα της συνεχούς ενασχόλησης του με τη λογοτεχνία, την ποίηση και την φιλοσοφία. Αγαπάει ό,τι έχει να κάνει με τέχνη και κυρίως με τον γραπτό λόγο. Αντιπαθεί τη μετριότητα και το ίδιο. Αγαπάει τον «Άλλο» κι ό, τι συνεπάγεται η παρουσία του. Αγαπάει τον κόσμο και τη δυναμική του να πλάθει νησίδες ομορφιάς. Ενθουσιάζεται με την παραδοξότητα της ύπαρξης και τη μεταβολική της ροή.
Χαρακτηριστικό της γραφής του είναι το ποιητικό στοιχείο, σε μια προσπάθεια προσέγγισης της μορφικής πληρότητας του πεζού από τη μία και νοηματικής πληρότητας της ποίησης από την άλλη. Επίσης, τα κείμενα του είναι εμποτισμένα με προβληματισμούς πολιτικής και υπαρξιακής φύσης, ενώ χαρακτηριστική είναι η σχεδόν μόνιμη επιλογή του να απουσιάζουν ονόματα και εξαντλητικές περιγραφές χωροχρονικών πλαισίων (το αντίθετο μάλλον ισχύει). Ο σκοπός της δραστηριότητας του έχει παραμείνει ίδιος με το πέρασμα του χρόνου: να συμβάλλει με κάποιον τρόπο στην τέχνη του λόγου και της ποίησης, αλλά και στην κοινωνική ζύμωση με την αποτύπωση προβληματισμών και ζητημάτων που ταλανίζουν τον σύγχρονο άνθρωπο και με τον επιτονισμό της αναγκαιότητας για ανεύρεση νέων κινήτρων ενατένισης του μέλλοντος και επανεπινόησης του δημόσιου χώρου.