Αν μπορούσαμε να κάνουμε ένα στοπ καρέ και να απαθανατίσουμε τον 20ο αιώνα σε μια φωτογραφία, αυτή θα ήταν σίγουρα η εικόνα της Λούλα Μέη, κατά κόσμον Όντρεϊ Χέπμπορν, να τρώει το κρουασάν της έξω από το φημισμένο Τίφανις. Να φοράει πέρλες στο λαιμό και τα χαρακτηριστικά μαύρα γυαλιά, να μιλάει για την αγάπη μέσα σε ένα αμάξι, ένα βροχερό απόγευμα στη Νέα Υόρκη, με τη κοκκινοπή γάτα της αγκαλιά, και ακόμα να χαμογελάει πονηρά στο φακό μετά από μια πετυχημένη λήψη.
Η Όντρεϊ Χέπμπορν δεν σημάδεψε μόνο το σινεμά με το αδιαμφισβήτητο ταλέντο της αλλά και έναν ολόκληρο αιώνα. Η ομορφιά, το απαράμιλλο στιλ της αλλά και ολόκληρη η ύπαρξη της, μας έκανε να πιστέψουμε ότι τα αστέρια καμιά φορά κατεβαίνουν από τον ουρανό, για να μας κάνουν να ονειρευτούμε με τα μάτια ανοιχτά.
Η Όντρεϊ Κάθλιν Ράστον, γεννήθηκε λίγο πριν την εκπνοή της άνοιξης, στις 4 Μαΐου του 1929 στις Βρυξέλλες. Με γονίδια αριστοκρατικά από τη μεριά της μητέρας της, έλαβε επιμελημένη μόρφωση και σπούδασε στην Αγγλία και την Ολλανδία, τόπος καταγωγής της.
Οι γονείς της ήταν μέλη της αγγλικής ένωσης φασιστών, την οποία υποστήριζαν έμπρακτα, μέσω δωρεών. Μάλιστα η μητέρα της, Έλεν φαν Χέμστρα, λέγεται ότι ήταν φίλη της γυναίκας του Όσβαλντ Μόσλι, τον οποίο στα μέσα της δεκαετία του ’30 ακολούθησαν, οικογενειακώς, σε μία περιοδεία στη Γερμανία, όπου συνάντησαν τον Αδόλφο Χίτλερ.
Όταν το ζεύγος Ράστον επέστρεψε στα πάτρια εδάφη ο Τζόζεφ, πατέρας της Χέπμπορν, εγκατέλειψε την οικογένειά του, γεγονός που τραυμάτισε για πάντα την ψυχή της νεαρής Όντρεϊ.
Μετά το διαζύγιο η Έλεν φαν Χέμστρα, πήρε την κόρη της από το χέρι και έφυγαν για την Ολλανδία, όπου και πέρασαν τα χρόνια της κατοχής, χρόνια δύσκολα και απαιτητικά. Η μικρή Όντρεϊ, εκείνη την περίοδο, νόσησε από λιμό, εμφάνισε οξεία αναιμία, έχασε πολλά κιλά και επέζησε τρώγοντας βολβούς τουλίπας, όπως και πολλοί εκείνη την περίοδο.
Η εμπειρία αυτή, καθώς επίσης και η εικόνα των εβραίων να μπαίνουν στα τρένα του θανάτου και η εκτέλεση του θείου της, την στιγμάτισαν για πάντα.
«Δεν ήμουν ποτέ η ίδια» είχε πει χαρακτηριστικά.
Η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος με την Άννα Φρανκ, σύμφωνα με την ίδια. Έβλεπε πολλές ομοιότητες με την εβραιοπούλα σύμβολο. Σε συνέντευξή της είχε πει: «Είχαμε ακριβώς την ίδια ηλικία, είμασταν και οι δύο δέκα ετών όταν ξέσπασε ο πόλεμος», συμπληρώνοντας, «αυτό το πνεύμα επιβίωσης είναι τόσο δυνατό στα λόγια της Άννας Φρανκ. Σε μια στιγμή γράφει «Έχω πέσει σε μεγάλη κατάθλιψη». Την επόμενη πως θα ήθελε να καβαλήσει ένα ποδήλατο. Είναι σίγουρα σύμβολο του παιδιού σε πολύ δύσκολες περιστάσεις, που είναι αυτό στο οποίο αφιερώνω όλο μου τον χρόνο. Υπερβαίνει τον θάνατό της».
Μέσα σε αυτούς, τους χαλεπούς καιρούς, το άστρο της τέχνης ξεπρόβαλλε με θράσος και έδωσε χρώμα στην μουντή πραγματικότητα.
Η αγάπη της για τον χορό μεγάλη, μάλιστα κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής έκανε μπαλέτο, για να μαζέψει χρήματα για την Ολλανδική αντίσταση, στην οποία διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο, ως βοηθός γιατρού μετά τη μάχη του Άρνεμ, σε ηλικία μόλις 15 ετών.
Η πολυσχιδής προσωπικότητα της φάνηκε σε όλο της το μεγαλείο, όταν η κάμερα άνοιγε για να καταγράψει κάποιο πλάνο της. Ήταν η πριγκίπισσα Άννα, η Σαμπρίνα, η Χόλι ή Λούλα, η Ελάιζα, η Χαπ. Έγινε η Χέπμπορν, η ηθοποιός όλης της υφηλίου, σημείο αναφοράς μέχρι και σήμερα, σφραγίδα στον κινηματογραφικό, και όχι μόνο, κόσμο.
Όμως πώς αυτό το αστέρι, ονόματι Όντρεϊ, βγήκε και εδραιώθηκε στον ουρανό; Ήταν η ζωή της τόσο ονειρική και φανταχτερή όσο ήταν οι κινηματογραφικές της εμφανίσεις και επιτυχίες; Ή μήπως κάποιο γκρίζο σύννεφο παραμόνευε στον καταγάλανο, κατά τα άλλα, ουρανό για να κάνει την εμφάνισή του και να προκαλέσει ανεξέλεγκτη μπόρα;
Το 1945, μετά το τέλος του πολέμου, η Χέπμπορν παρακολούθησε μαθήματα μπαλέτου και εξελίχθηκε σε θαυμάσια μπαλαρίνα. Ίσως να γινόταν η επόμενη Ουλάνοβα ή ακόμη η Μίστι Κόπλαντ να την είχε ως χορευτικό πρότυπο, αν δεν ακολουθούσε τον δρόμο της υποκριτικής.
Όταν ρώτησε την δασκάλα της Μαρί Ράμπερτ, αν θα είχε μέλλον στον χώρο του μπαλέτου, εκείνη δεν δίστασε να της πει ότι, λόγω της κακής της διατροφής και του ύψους της δεν θα μπορούσε ποτέ να ανέλθει σε πρίμα μπαλαρίνα. Ήταν η στιγμή που ένας νέος ορίζοντας ανοίχτηκε μπροστά της, το θεατρικό ταρτάν ήταν εκεί για εκείνη και σύντομα θα ξεχώριζε.
Έκανε την πρώτη της εμφάνιση στο σανίδι το 1940 στο Λονδίνο και στον Κινηματογράφο το 1951 με την ταινία «Laughter in Paradise». Ακολούθησαν μεγάλες επιτυχίες και ένα Όσκαρ με άρωμα Ιταλίας, ως Πριγκίπισσα Άννα, στην ταινία «Roman Holidays», σε σκηνοθεσία Γουίλιαμ Γουάιλντερ.
Στην ανθοστόλιστη κινηματογραφική διαδρομή της ακολούθησαν οι ταινίες, «Sabrina» (1954), «War and Peace» (1956), «Fanny Face» (1957), «Love in the Afternoon» (1957), «The Nun’s Story» (19559), «The Unforgiven» (1960), «Breakfast at Tiffany’s» (1961), «My Fair Lady» (1964) κ.α.
Τελευταία της εμφάνιση στην μεγάλη οθόνη ήταν ο πρωταγωνιστικός ρόλος στην ταινία, «They All Laughed» το 1981, σε σκηνοθεσία Πίτερ Μπογκντάνοβιτς, καθώς και το σύντομο πέρασμά της από την ταινία, «Always» σε σκηνοθεσία Στίβεν Σπίλμπεργκ το 1988.
Τους τελευταίους μήνες πριν φύγει από τη ζωή ολοκλήρωσε ένα ντοκιμαντέρ με τίτλο «Gardens of the World with Audrey Hepburn» και ένα άλμπουμ αφηγήσεων κλασικών ιστοριών για παιδιά το «Audrey Hepburn’s Enchanted Tales», το οποίο βραβεύτηκε, μετά τον θάνατό της, με Γκράμι.
Εκτός από μια πλούσια κινηματογραφική διαδρομή βίωσε και μια γεμάτη προσωπική ζωή. Παντρεύτηκε δύο φορές, πρώτη με τον Μάικλ Φέρερ, όπου απέκτησε τον γιό της Σον, και δεύτερη φορά με τον Ιταλό γιατρό Αντρέα Ντότι, με τον οποίο απέκτησε τον γιό της Λούκα. Ωστόσο μέχρι να φτάσει να βιώσει το θαύμα της μητρότητας, η ζωή, της επιφύλασσε δοκιμασίες, πράγμα γνωστό από τα παιδικά της, κιόλας, χρόνια.
Πίσω στα μέσα της δεκαετίας του ’50, η Χέπμπορν στα γυρίσματα της ταινίας «The Unforgiven» έπεσε από το άλογο που ίππευε με αποτέλεσμα να διακοπεί η κύησή της. Μετά την δύσκολη ψυχικά και σωματικά αποβολή, ο Φέρερ της έφερε στο σπίτι ένα ελάφι, από την ταινία «Green Mansions» και εκείνη το κράτησε σαν κατοικίδιο και σαν παρηγοριά.
Γεννήθηκε ένα ανοιξιάτικο πρωινό του 2001 στην Αθήνα. Μεγάλωσε στα Βόρεια Προάστεια απέναντι από ένα αθλητικό κέντρο μαζί με τους γονείς της , τη γιαγιά της και το σκύλο της, Φοίβο. Αποφοίτησε από Καλλιτεχνικό σχολείο και τον προηγούμενο Σεπτέμβριο ξεκίνησε να φοιτά στο τμήμα Θεατρικών Σπουδών στην Αθήνα. Θα έλεγε κανείς ότι ήταν φυσική εξέλιξη καθώς από τότε που θυμάται τον εαυτό της υποδυόταν ρόλους που έβλεπε σε ταινίες και σειρές και καθόταν άπειρες ώρες μπροστά από έναν καθρέφτη τραγουδώντας και χορεύοντας.