Πάρε μου το ψωμί, αν θες,
πάρε μου τον αγέρα, μα
μη μου παίρνεις το γέλιο σου.
Μη μου παίρνεις το ρόδο,
τη λόγχη που τινάζεις,
το νερό που ξάφνου
χυμά απ’ τη χαρά σου,
το απότομο κύμα
το αργυρό που σε γεννά.
Είναι σκληρός ο αγώνας μου και γυρνώ
με μάτια κουρασμένα
θωρώντας κάποτε
τη γη που δεν αλλάζει,
μα έρχεται το γέλιο σου
αναθρώσκωντας στον ουρανό γυρεύοντάς με
και μου ανοίγει τις πόρτες
όλες της ζωής.
Αγάπη μου, στις πιο μαύρες
ώρες μου τινάζεται
το γέλιο σου, κι όταν ξάφνου
δεις το αίμα μου
να λεκιάζει τις πέτρες του δρόμου,
γέλα, γιατί το γέλιο σου
θα ‘ναι στα χέρια μου
σα δροσερό σπαθί.
Δίπλα στη θάλασσα του φθινοπώρου,
το γέλιο σου ας αναβρύσει
σα σιντριβάνι, όλο αφρό
και την άνοιξη, αγάπη μου,
θέλω το γέλιο σου σαν
τον ανθό που πρόσμενα,
τον γαλανό ανθό, το ρόδο
της βουερής πατρίδας μου.
Γέλα στη νύχτα,
στη μέρα στο φεγγάρι,
γέλα στις στριφτές
στράτες του νησιού,
γέλα σ’ αυτό το άγαρμπο
αγόρι που σ’ αγαπά,
μα όταν ανοίγω τα μάτια και τα κλείνω,
όταν τα βήματά μου φεύγουν,
όταν γυρνούν τα βήματά μου,
αρνήσου μου το ψωμί, τον αγέρα,
το φως, την άνοιξη,
μα ποτέ το γέλιο σου
γιατί θα πέθαινα.
Τu risa, Pablo Neruda
Quítame el pan, si quieres,
quítame el aire, pero
no me quites tu risa
No me quites la rosa,
la lanza que desgranas,
el agua que de pronto
estalla en tu alegría,
la repentina ola
de plata que te nace.
Mi lucha es dura y vuelvo
con los ojos cansados
a veces de haber visto
la tierra que no cambia,
pero al entrar tu risa
sube al cielo buscándome
y abre para mí todas
las puertas de la vida.
Amor mío, en la hora
más oscura desgrana
tu risa, y si de pronto
ves que mi sangre mancha
las piedras de la calle,
ríe, porque tu risa
será para mis manos
como una espada fresca.
Junto al mar en otoño,
tu risa debe alzar
su cascada de espuma,
y en primavera, amor,
quiero tu risa como
la flor que yo esperaba,
la flor azul, la rosa
de mi patria sonora.
Ríete de la noche,
del día, de la luna,
ríete de las calles
torcidas de la isla,
ríete de este torpe
muchacho que te quiere,
pero cuando yo abro
los ojos y los cierro,
cuando mis pasos van,
cuando vuelven mis pasos,
niégame el pan, el aire,
la luz, la primavera,
pero tu risa nunca
porque me moriría.
Γεννήθηκε το Φθινόπωρο του 1990. Έχει αποφοιτήσει από το Τμήμα Δημοσίων Σχέσεων και Επικοινωνίας αλλά και από το Τμήμα Ειδικής Αγωγής του Πανεπιστημίου Αιγαίου.
Ασχολείται ερασιτεχνικά με την φωτογραφία. Η πρώτη της φωτογραφική έκθεση είχε θέμα το νησί της Φολεγάνδρου και παρουσιάστηκε στη Θεσσαλονίκη το 2017. Έχει λάβει μέρος σε ομαδικές εκθέσεις και έργα της εκτίθενται στην «Ολυμπιακή Δημοτική Πινακοθήκη Σπύρος Λούης» στο Μαρούσι στα πλαίσια της εκδήλωσης «2ο Φεστιβάλ Εικόνας Τέχνης και Πολιτισμού» για το 2017.
Αγαπά… τα παιδιά, τα βιβλία, το θέατρο, την ιταλική μουσική, την ησυχία, τη χειμωνιάτικη λιακάδα, την καλοκαιρινή βροχή, τα ταξίδια που ανανεώνουν τις ανάσες της, τη γεύση του καφέ.
Συγκινείται με… τους γενναιόδωρους ανθρώπους, την ευγένεια, τις ευχές, τα γράμματα σε σχήμα καλλιγραφικό με κόκκινο στυλό.
Επιμένει… να κοιτάζει τον ουρανό γιατί ξέρει -πια- πως δεν έχει μόνο σύννεφα αλλά έχει και ήλιο και φεγγάρι και αστέρια…
Πιστεύει… στο Αόρατο, στο Καλό, στις Συναντήσεις των ανθρώπων.
Αισθάνεται… Ευγνωμοσύνη, Εμπιστοσύνη, Ελευθερία…
Ξεκινά… και ολοκληρώνει την ημέρα της με την ίδια πάντα ευχή…
Από μικρή ονειρευόταν να σκαρώσει το δικό της περιοδικό.