μικρό μονόπρακτο

για δυο φωνές

 

Του Κωνσταντίνου Καραγιαννόπουλου*

Πρώτη φωνή:

 Υπάρχουν κάτι στιγμές

που ακόμα και τα όνειρα

φτωχαίνουν-

 

λες και μέσα σε μια θάλασσα

φουρτουνιασμένων αναστεναγμών

κρύβεται όλη η φαντασία της ανθρωπότητας.

 

Εκεί-

στο κρησφύγετο των εραστών-

καταργείται η κανονικότητα:

 

μέσα σε κύματα λευκού και ασημιού

σεντόνι με φεγγάρι χαϊδεύονται τρυφερά

 

κι δυο εραστές

στο φονικό σκοτάδι

εγκαταλειμμένοι

 

σκορπούν στάχτη και λεπίδα.

 

Αν ανοίξεις το παράθυρο

και κοιτάξεις προσεχτικά

τον ουρανό

 

μπορείς να τους διακρίνεις.

 

Απόλυτα συνδεδεμένοι

μέσα στην τόση απόσταση

του μελανού κενού

 

ίχνη σπερματικά φωτίζουν

την ύστατή τους συντριβή

 

σε στρόβιλο αστρικό μπλεγμένα

 

δασύτριχα τέρατα

της νύχτας

συνείδηση του ύπνου

των θνητών.

 

Δεύτερη φωνή:

καθώς κι ο θάνατος

έτσι κι ετούτος

 

ο μυστικός παλμός

της νύχτας

 

κρύβει

στις μέσα του ραφές

κραυγές αρχέγονων

θαυμάτων

 

οράματα γύρω από την φωτιά

στρατιά πνευμάτων

χέρια να χουφτώνουν γυμνά

κορμιά

 

εραστές σαν παράτολμη

ζωγραφιά από χέρι

νεκρού ή τρελού ή ζητιάνου

ή φονιά

 

λιμάνια ενός κόσμου

που για πάντα

έχει χαθεί.

 

 

χαμένοι κι εμείς

 

γύρω κάτοπτρα

αστραφτερά

να παραμορφώνουν

την κάθε μας πτυχή

 

φαντάσματα μιας μεταμοντέρνας

σκοπιμότητας

γυαλί αγκράφα μάρκα αεροζόλ

πούτσα φτηνή παζάρι τζογάρισμα

τσιγάρο μπύρα κλάσιμο

 

ύπνος δουλειά ύπνος δουλειά

ύπνος δουλειά ύπνος δουλειά

 

και μ’ ένα στιγμιαίο κλικ μόνος

ανάμεσα σε μόνους

στο πέλαγος της τρέλας

μάρκετιγκ ηλεκτρονικά μηνύματα

ηλεκτρονικά πηδήματα       έμπλεος

από την ηδονή της αφθονίας

 

…κι εσύ

να μ’ ακολουθείς πιο πέρα…

 

ο χρόνος διαβατάρης φελάχος

δίχως επικυρωμένο διαβατήριο

 

ρευστός

 

εισβάλεις λαθραία μέσα μου

πόνος ερπετό

η ένωσή μας χρονοκάψουλα

 

τα πάντα καταρρέουν

η άλωση δαχτυλήθρα

στα δάχτυλα της μοίρας

 

σκορπούμε σαν σύννεφο

μέσα στην δίνη

 

και κάπου

εκεί

η

προγονική

φωτιά

τα

πνεύματα

εσύ

εγώ

 

κι

όλα

όσα

σβήνουν

μαζί

μας…

 

Εκκρεμές Πρώτο:

Θυμάσαι εκείνη την μάντισσα που είχαμε βρει στην παραλία; Ήταν βράδυ. Ερημιά. Εμείς. Το φεγγάρι. Κι εκείνη…

Απλώσαμε κι οι δυο τα χέρια μας. Πρώτα μας έχυσε στις παλάμες ρευστό κερί κι έπειτα –μ’ έναν πόνο ηδονικό- τα έκλεισε μέσα στα δικά της. Ερωτική ενόραση. Σφραγισμένη μοίρα.

Μετά, γονάτισε κάτω στην άμμο. Και με το δάχτυλό της σχεδίασε τα ίχνη μας μέσα στα πλέγματα του ζωδιακού χάρτη. Καράβια τα μάτια μας ταξίδευαν στις αρχαίες ατραπούς. Συναντήσαμε παράξενα πλάσματα. Τερατόμορφα. Και αθάνατες υποσχέσεις αμοιβαίας ένωσης. Το θεωρήσαμε καλό σημάδι-  αυτό το τελευταίο. Η μάντισσα άρχισε να ψέλνει σε μια γλώσσα παράξενη. Τα μάτια της είχαν γίνει λευκά. Τα χείλη της μπλαβιά φτύναν τις λέξεις με βία. Και ξάφνου μια τρομερή οιμωγή άχνισε, λες και ξεκίναγε από την πιο βαθιά ρίζα της μήτρας της.

Σύννεφο από αστρική σκόνη μας τύλιξε. Ρίγησαν τα κορμιά μας κι ένας θερμός παλμός ερέθισε τις αισθήσεις. «Ο αρραβώνας σας χαράχθηκε αιώνιος σε αιμάτινη κλωστή», είπε κι όλα διαλύθηκαν.

Εμείς στο κρεβάτι. Το φεγγάρι ακλόνητο. Και, μονάχα, ένα επίμονο βουητό από τους σωλήνες, λέρωνε την εγκατάλειψη του δωματίου.

*

Έχουν περάσει χρόνια από τότε. Μας χωρίζει μιαν αγεφύρωτη απόσταση. Ο χρόνος που ξοδεύτηκε δίχως τίποτε να κερδηθεί ή να διεκδικηθεί. Εγώ ορκισμένο παιδί πια στον αστερισμό του Ζυγού κι εσύ μιαν ιδέα στο ακροτελεύτιο σύνορο του σύμπαντος.

Πώς ξεγελάσαμε έτσι την ζωή…

 

Εκκρεμές Δεύτερο:

δεν υπάρχεις πια ή μάλλον υπάρχεις μέσα από το τσάκισμα μιας σελίδας∙

φύλλο ημερολογίου ή τετραδίου για συνταγές της γιαγιάς ή σημειωματαρίου

για ανύποπτες συναντήσεις με μιαν ιδέα ή εικόνα ή φυγή…

 

υπάρχεις αναλλοίωτος μέσα στο ενδεχόμενο μιας μελλοντικής ανάγνωσής σου.

 

Εκκρεμεί το απρόοπτο. Σελήνη που έσβησε πίσω από τον χάρτη των ωρών.

Αρχαία δισκοθήκη λησμονημένων όρκων.

Εκκρεμεί. Σαν νιφάδα- σύμβολο κάθε χαμένης δυνατότητας.

 

Λάμνει πτερόεσσα η φωνή της καληνύχτας σου…

 

ΙΙΙ.

Κι ίσως, μετά από καιρό, όλα επιστρέψουν στην αρχική θέση των ματιών σου.

Φύγαμε από τα ναυάγια εκείνων των στιγμών.

Τίποτα δεν έχει χαθεί.

Όλα χάνονται μέσα στην ροή…

Ρέει ο κόσμος προς εσένα.

Είμαστε ήδη νεκροί σ’ εκείνη την βραδινή αγρύπνια.

Κοίτα. Το αίμα λερώνει ακόμα το χωμάτινο σημείο.

Είναι νωπό…

Κόκκινο. Κόκκινο γύρω από…

…από εμάς…

Τίποτα δεν έχει χαθεί.

Εμείς έχουμε χαθεί.

Που είμαστε;

Που είμαστε;

Φοβάμαι.

Έχει πολύ σιωπή εδώ.

Είναι σιωπή.

Μου δίνεις λίγο φως;

Δεν υπάρχει φως.

Υπήρχε. Υπήρχε κάθε πρωί που ξυπνούσαμε αγκαλιά.

Δεν υπάρχει φως.

Δεν υπάρχει;

Δεν υπάρχω.

Μα… σου μιλάω…  σου μιλάω κι εσύ απαντάς…

Εσύ μ’ απαντάς.

Άλλαξαν χρώμα τα μαλλιά σου;

Χρώμα;

Κι εκείνο το γκριζοπράσινο;

Είναι σκοτάδι. Μελανή απόχρωση της απουσίας μας.

Είμαι εδώ.

Δεν είμαι εδώ.

Σβήσε την ηχώ…

Καληνύχτα.

 

* Τα δύο πρώτα ποιήματα από τις δυο φωνές πρωτοδημοσιεύθηκαν στην σελίδα grafomichani.com, στην στήλη της Μαρία Πανούτσου «Ο Αγιώτατος Έρως». Την ευχαριστώ θερμά για την φιλοξενία. Το μικρό αυτό μονόπρακτο αποτελεί μια δική μου προσωπική μελέτη για την σύνδεση του Νάρκισσου και του εραστή. Προσπαθώ –δηλαδή- να θέσω με τον δικό μου τρόπο το ερώτημα: ποιο είναι ακριβώς το αντικείμενο του πόθου του εραστή και ποια σχέση έχει με τις προσδοκίες του ίδιου του εραστή;

Τέλος, στο ίδιο αυτό παιχνίδι των λέξεων, προσπαθώ να χτίσω έναν διαφορετικό –με τα καθιερωμένα πρότυπα- ερωτικό λόγο. Με μεγαλύτερη αναφορά τόσο στην επιθυμία όσο και στο ανεκπλήρωτο που ενυπάρχει πάντοτε σ’ αυτόν.

 

*(Στοιχεία φωτογραφίας που πλαισιώνει το άρθρο: Narcissus (1990) © Mat Collishaw)

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους της αναρτήσεως είτε ολόκληρης, με οποιαδήποτε μεταβολή του ανωτέρω κειμένου και χωρίς την παράθεση του απευθείας συνδέσμου στην ανάρτηση αυτή που είναι: www.ologramma.art

Οι απόψεις των συντακτών είναι προσωπικές και το ologramma.art δεν φέρει καμία ευθύνη.

Το ologramma.art επιφυλάσσεται για την άσκηση των νομίμων δικαιωμάτων του.