Αλμπέρ Καμύ: Περπατώντας σ’ έναν παράλογο κόσμο

Κάθε άνθρωπος είναι και ένας Σίσυφος, ο οποίος σπρώχνει ατέρμονα έναν βράχο, χωρίς λόγο και αιτία. Κι όμως κάπου εκεί, σ’ αυτή την αέναη μάχη, βρίσκει -έστω και για λίγο- έναν λόγο να ζει, να συνεχίσει να υπάρχει ανάμεσα στη σιωπηλή βοή του πλήθους, δείχνοντας με αυτόν τον τρόπο τη δύναμή του, τη γενναιότητά, καθώς σύμφωνα με τον Καμύ το να ζήσει κανείς είναι πολύ πιο γενναίο από το να βρει έναν τρόπο να πεθάνει.

Ο Αμπέρ Καμύ γεννήθηκε στις 7 Νοεμβρίου του 1913, λίγους μήνες πριν ξεσπάσει ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, στη Μοντοβί, μια μικρή πόλη της Αλγερίας. Δεν ήταν γόνος κάποιας πλούσιας οικογένειας, ούτε είχε ποτέ το προνόμιο να μεγαλώσει με ανέσεις και δάφνες. Αντιθέτως από τη μία μεριά ο πατέρας του ήταν φτωχός βιοπαλαιστής, ο οποίος κατέφθασε στην Αλγερία προς αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής και τελικά σκοτώθηκε στον πόλεμο, και από την άλλη μεριά η ισπανικής καταγωγής μητέρα του δούλευε ως καθαρίστρια για να μεγαλώσει αυτόν και τον μεγαλύτερο αδελφό του. Η οικογένεια του, μετά τον θάνατό του πατέρα του, έζησε σε ένα μικρό δυάρι με την γιαγιά από την πλευρά της μητέρας του και έναν παράλυτο θείο του.

Παρά τις αντιξοότητες ο Καμύ είχε έφεση στα γράμματα κι αυτό δεν άργησε να φανεί. Παράλληλα με τις σπουδές του ασχολήθηκε ενεργά και με το ποδόσφαιρό, όμως η έκρηξη της φυματίωσης έδωσε τέλος στα αθλητικά όνειρά του, ανοίγοντας το παράθυρο της διανόησης. Γράφεται στην Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου του Αλγερίου, από την οποία αποφοίτησε το 1936 -παρά την ασθένειά του- με μια εργασία για την σχέση της ελληνικής και χριστιανικής σκέψης στα κείμενα του Πλωτίνου και του Αυγουστίνου.
Εκεί κάνει τα πρώτα του βήματα ως συγγραφέας, καλλιεργεί την προσωπικότητά του, διαβάζει Νίτσε και Κάφκα και παντρεύεται για πρώτη φορά, σε ηλικία 21 ετών, την πρώτη του γυναίκα, την Σιμόν Ιέ, με την οποία παίρνει διαζύγιο λίγα χρόνια αργότερα μετά από απανωτές απιστίες και των δύο. Στο Αλγέρι ενισχύεται μεταξύ άλλων και το πολιτικό του αίσθημα, τάσσετε υπέρ του Κ.Κ Γαλλίας, όμως το 1937 διαχώρισε τη θέση του. Την ίδια περίοδο δημοσιογραφεί ως πολιτικός συντάκτης και λογοτεχνικός κριτικός στην εφημερίδα Alger Républicain και με αυτόν τον τρόπο δίνει «φωνή» σε όσους δεν είχαν.

Κατά την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου λαμβάνει ενεργά μέρος στην Αντίσταση και παράλληλα γράφει και ένα από τα σημαντικότερα έργα του, τον Ξένο το 1942. Μέσα από τον αντι-ηρωικό- ήρωα «Μερσό», καταφέρνει να μας κάνει μέρος μιας περιπλάνησης ενός-καταδικασμένου σε θάνατο- ανθρώπου, ο οποίος νιώθει ξένος και αρνείται να συμμορφωθεί με τους κανόνες της κοινωνίας στην οποία ζει. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι ένα σιωπηλό κλείσιμο του ματιού στη ζωή του Καμύ, καθώς και στον τρόπο που αφουγκραζόταν την ύπαρξή του στο Αλγέρι, σαν ένας δυνάμει Μερσό, ο οποίος νιώθει «ξένος» στη χώρα όπου ζει και επιβιώνει.

Τον ίδιο χρόνο εκδίδει και ένα πιο φιλοσοφικό δοκίμιο, το οποίο έμελλε να τον καθιερώσει στους πνευματικούς κύκλους και να του προσδώσει -δικαίως- τον τίτλο του σύγχρονου φιλοσόφου και αυτό δεν είναι άλλο από τον Μύθο του Σισύφου. Εκεί παραθέτει την έννοια του «Παραλόγου», τα είδη του θανάτου, αλλά και το ερώτημα, γιατί δεν αυτοκτονούμε εφόσον ζούμε σε έναν κόσμο τόσο παράλογο; Άραγε να βρέθηκε απάντηση στο ερώτημα ή ακόμη την ψάχνουμε;

Και ενώ συγγράφει μερικά από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας σύγχρονης φιλοσοφίας και λογοτεχνίας, παντρεύεται για δεύτερη φορά, αυτή τη φορά την μαθηματικό Φρανσίν Φορ, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά. Και στη δεύτερη σύζυγό του δεν έμεινε ποτέ πιστός, μάλιστα η παράλληλη σχέση του με την ηθοποιό Μαρία Καζαρές, ήταν συχνά αιτία τσακωμού και εντάσεων με τη γυναίκα του. Εν συνεχεία συγγράφει την Πανούκλα (1943), το θεατρικό έργο Καλιγούλας (1944), τον Επαναστατημένο άνθρωπο (1951), βιβλίο που προκάλεσε τη ρήξη με τον Σαρτρ, και λίγα χρόνια αργότερα την Πτώση (1956), που αναδείχθηκαν κάποια από τα σπουδαιότερα έργα του.

Το 1957 κερδίζει το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας και γίνεται ο νεότερος νομπελίστας στην ιστορία του θεσμού, ωστόσο τρία χρόνια αργότερα, στις 4 Ιανουαρίου του 1960, χάνει τη ζωή του ξαφνικά σε τροχαίο δυστύχημα στο (Πτι) Βιλμπλεβέν της Υόν, όταν ο οδηγός και συγγενής του στενού του φίλου Γκαλιμάρ παρεκκλίνει της πορείας του και ρίχνει το αυτοκίνητο σε ένα δέντρο, όπου ο Καμύ σκοτώνεται ακαριαία. Το μόνο που βρέθηκε στα συντρίμμια ήταν ένα ημιτελές δοκίμιο με τον τίτλο «Ο πρώτος άνθρωπος», το οποίο ήταν αφιερωμένο στη μητέρα του. Ο συγγραφέας τάφηκε στο Λουρμαρέν της Βωκλύζ, κατοικία του ιδίου.

Αν και πολλοί τον κατατάσσουν μεταξύ των υπαρξιστών, ο Καμύ ποτέ δεν δέχθηκε τον όρο του υπαρξιστή και ουδέποτε θεώρησε τον εαυτό του παρακλάδι της σκέψης του Ζαν-Πωλ Σαρτρ. Αντιθέτως, ο Καμύ υποστήριξε ότι, «ο κόσμος είναι παράλογος, λόγω του ανθρώπινου πνεύματος. Έτσι το παράλογο -όπως και όλα- τελειώνει με τον θάνατο. Μα ούτε μπορεί να υπάρξει παράλογο δίχως αυτόν τον κόσμο», όπως γράφει χαρακτηριστικά στον Σίσυφο.

Μακριά από δέσμιες ελευθερίες και μάταιες αποφάσεις, ο Καμύ είδε την άλλη όψη του νομίσματος, έθεσε έναν -καταδικασμένο από τους Θεούς- Σίσυφο να ανεβαίνει στην κορυφή, όχι με ματαιότητα, αλλά με ελπίδα, καθώς όπως αναφέρει ο ίδιος, «Ο αγώνας και μόνο προς την κορυφή αρκεί για να γεμίσει μιαν ανθρώπινη καρδιά. Πρέπει να φανταστούμε τον Σίσυφο ευτυχισμένο».

Τελικά υπάρχει ένα φιλοσοφικό ερώτημα πραγματικά σοβαρό κι αυτό είναι η αυτοκτονία, σύμφωνα με τον Καμύ. Όμως σ’ έναν κόσμο παράλογο γιατί επιλέγουμε να επιβιώσουμε με κάθε κόστος παρά να αυτοκτονήσουμε; Μήπως γιατί φοβόμαστε τον θάνατο ή μήπως γιατί αγαπάμε υπερβολικά τη ζωή;

 

 *

 

Το να σκοτωθείς σημαίνει, κατά μία έννοια, όπως στο μελόδραμα, ότι ομολογείς κάτι. Ομολογείς ότι νικήθηκες από τη ζωή ή ότι δεν την καταλαβαίνεις.

Αλμπέρ Καμύ, Ο Μύθος του Σισύφου.

 

 


*Γράφει η Δανάη Καλογερή.
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους της αναρτήσεως είτε ολόκληρης, με οποιαδήποτε μεταβολή του ανωτέρω κειμένου και χωρίς την παράθεση του απευθείας συνδέσμου στην ανάρτηση αυτή που είναι: www.ologramma.art

Οι απόψεις των συντακτών είναι προσωπικές και το ologramma.art δεν φέρει καμία ευθύνη.

Το ologramma.art επιφυλάσσεται για την άσκηση των νομίμων δικαιωμάτων του.
Προηγούμενο άρθρο|Gabriel Garcia Marquez
Επόμενο άρθροΛέει η Πηνελόπη, Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ
Γεννήθηκε ένα ανοιξιάτικο πρωινό του 2001 στην Αθήνα. Μεγάλωσε στα Βόρεια Προάστεια απέναντι από ένα αθλητικό κέντρο μαζί με τους γονείς της , τη γιαγιά της και το σκύλο της, Φοίβο. Αποφοίτησε από Καλλιτεχνικό σχολείο και τον προηγούμενο Σεπτέμβριο ξεκίνησε να φοιτά στο τμήμα Θεατρικών Σπουδών στην Αθήνα. Θα έλεγε κανείς ότι ήταν φυσική εξέλιξη καθώς από τότε που θυμάται τον εαυτό της υποδυόταν ρόλους που έβλεπε σε ταινίες και σειρές και καθόταν άπειρες ώρες μπροστά από έναν καθρέφτη τραγουδώντας και χορεύοντας.