Ακόμα κι αν είσαι στο πιο χαμηλό σημείο, άσε την λάμψη να σε πάει στην κορυφή.
Στον πάτο των πιο σκοτεινών μου στιγμών βρήκα πτυχές του εαυτού μου που λάμπουν ακόμα. Πιάστηκα από την άκρη τους και άρχισα να σκαρφαλώνω δειλά στην κορυφή τους. Περπάτησα στις μύτες για να διατηρήσω την σιγή και χάζεψα τα όνειρα μου από μακριά. Πόσο όμορφα έδειχναν. Ήταν ακόμα εκεί.
Ακόμα κι αν αχνοφαίνονταν, έμοιαζαν να τρεμοπαίζουν κι ας πίστευα πως παραμένουν σβηστά. Έγνεψα καταφατικά στον εαυτό μου πως θα τα πλησιάσω ξανά. Και με πίστεψε. Δε θα τον προδώσω άλλη φορά, του το χρωστάω. Σκέφτηκα και τον καθησύχασα αφήνοντας τον πάλι στην γωνία του.
-«Θα επιστρέφω πάντα σε σένα για να σου θυμίζω πως μπορείς να τα καταφέρεις», του φώναξα αυτήν την φορά δυνατότερα.
Κουράστηκα να μένω κοιτώντας στάσιμη όλα εκείνα τα «θέλω» που μόλις με προσπέρασαν. Θα πάρω μια κόλλα χαρτί και στον άδειο της καμβά θα αρχίσω να χαράζω απαλά τις πρώτες γραμμές της δικής μου αναγέννησης.
Σιγά σιγά θα πληθαίνουν οι γραμμές και θα γεμίζει το χαρτί. Περήφανη θα σκέφτομαι πως δεν έχω ανάγκη τους ανθρώπους για να μου χαρίσουν ό, τι λείπει από μέσα μου.
Γιατί κάπου μέσα μου αυτό που μου λείπει θα ναι.
Γιατί δεν έφυγε ποτέ.
Γράφει η Μαίρη Νταουξή.

Εγώ δεν είμαι ό,τι γνωρίζεις.. Η φορά του ανέμου δεν με παρέσυρε ποτέ. Ακούω μονάχα στην αγάπη. Μια λέξη γνώριμη, γεννημένη από τα βάθη τρυφερών και άσπιλων συναισθημάτων. Μονάχα εκείνα άφησα να με καθορίσουν και να πλάσουν μέσα μου κόσμους ολόκληρους. Αν ζωγραφίσεις με τα πινέλα της ενσυναίσθησης μια αγκαλιά αληθινή, ξέχασέ με εκεί μέσα να κουρνιάσω. Μη με ξυπνήσεις αν θες να γράψω για σένα την πιο όμορφη ιστορία. Ένα παραμύθι σ’ ένα βιβλίο ανοιχτό που καθώς διαβάζεις ίσως δεις τον εαυτό σου μέσα στις ατσαλάκωτες σελίδες του.