Δαυίδ Ναχμίας
«Στη ζωή υπάρχει χρόνος μόνο για ένα πράγμα – όσο κι αν οι αποτυχημένοι επιμένουν, πως όλα πρέπει να τα δοκιμάσει ο άνθρωπος»
Συνέντευξη στον Κωνσταντίνο Σύρμο.
Ο Δαυίδ Ναχμίας είναι μία ιδιαίτερη μορφή στην ελληνική μουσική. Υπηρετεί και ζωντανεύει ξανά και ξανά, μέσα από τις μουσικές του παραστάσεις, τα τραγούδια μιας άλλης εποχής. Αξεπέραστοι καλλιτέχνες όπως ο Αττίκ, δηλώνουν παρών και μας ταξιδεύουν μελαγχολικά, ερωτικά και στοχαστικά, μέσα από το πιάνο και τις ενορχηστρώσεις του Δαυίδ Ναχμία. Στην συνέντευξη που μου παραχώρησε, μιλήσαμε για τις καλλιτεχνικές ποιότητες της εποχής του μεσοπολέμου, την ανιδιοτέλεια των τότε δημιουργών και τις αντιθέσεις με την μουσική του σήμερα. Ήταν τιμή μου η συζήτηση με έναν άνθρωπο υψηλής αισθητικής, που παράλληλα δεν φιλτράρει τα λόγια του.
Στα τραγούδια εποχής που ονομάζουμε «ελαφρό» τραγούδι, βρίσκει ο ακροατής βαθιά φιλοσοφημένους στίχους, που ασχολούνται με θέματα όπως ο θάνατος, ο έρωτας και ο χρόνος. Πως «μιλούν» οι στίχοι αυτοί σε εσάς;
Θα ξεκινήσω με μία φράση του Καβάφη: «Οι ελαφροί ας με λέγουν ελαφρόν».
Ξέρετε, από τότε που η γραμματική θυμάται τον εαυτό της, τα επίθετα επιθέτονται και επιτίθενται. Στη περίπτωση αυτή, υποψιάζομαι πως η λέξη «ελαφρό», αποτελεί πονηρό εύρημα κάποιου τραγουδέμπορου, που προσπάθησε για αρκετά χρόνια να μολύνει την αγάπη του απαράσημου κόσμου, γι’ αυτά τα υπέροχα τραγουδάκια που τον συνόδευαν τόσα χρόνια στους καημούς και τις αγάπες του.
Στην πραγματικότητα, «ελαφρό» είναι η αντιδιαστολή του «βαρέως», του γλιστερού, του αμανετζίδικου τραγουδιού, που χρησιμοποιήθηκε απ’ τους πονηρούς ως όχημα για τη λιπαρή διαβουκόληση ενός χαζού και ευκολόπιστου κοινού.
Εμένα, οι διαστάσεις αυτών των τραγουδιών – τις οποίες πολύ σωστά αναπτύξατε – με συνθλίβουν κάθε μέρα απ’ την αρχή. Αυτά τα τραγούδια, έχουν ύλη για να καλύψουν κάθε αληθινό συναίσθημα, αλλά μηδενική ύλη για να καλύψουν έστω και ένα ψεύτικο.
Πόσο είναι το ενδιαφέρον του νεανικού κοινού για την «ρετρό» ελληνική μουσική και τι σχόλια λαμβάνετε από τους νέους;
Θα είμαι ειλικρινής μαζί σας. Αρχικά, το ενδιαφέρον του νεανικού κοινού δε μ’ αφορά περισσότερο απ’ το ενδιαφέρον οποιασδήποτε άλλης κοινωνικής κατηγορίας. Αυτή η νεότητα, δεν διαφέρει από καμίας άλλης εποχής τη νεότητα, και φυσικά δεν υψώνεται ούτε υπερτερεί, ένεκα τεχνολογίας. Τα παιδιά αυτά, πρώτα θα πρέπει να κοιτάξουν το μέσα τοπίο τους και αν δούνε κάτι που τους αρέσει, ν’ αρχίσουν να σκάβουν βαθύτερα. Ενώ θα σκάβουν, κάποια στιγμή ενδέχεται να συναντηθούν με το υψιπετές και το λεπτεπίλεπτο. Η μεγάλη τέχνη βρίσκεται εκεί και προχωράει προς το μέρος τους. Σταματάει όμως στη μέση της διαδρομής και περιμένει. Την άλλη μισή διαδρομή, οφείλουν να την διανύσουν μόνοι τους. Για να επιστρέψω όμως σ’ αυτό που με ρωτήσατε, να σας πω πως ένα κομμάτι νεολαίας πνευματικής προτεραιότητας, ακολουθεί πιστά την επιλογή μου, κρατώντας ανοιχτούς τους πόρους για να δεχθεί αυτό που αρχικά δυσκολεύεται να το κατανοήσει, και που τελικά δυσκολεύεται ν’ αποχωριστεί.
Κρατάτε ζωντανές μουσικές τεράστιων καλλιτεχνών, όπως ο Αττίκ και ο Γούναρης. Μοιάζετε σαν «Άτλας» που στηρίζετε έναν μουσικό πλανήτη. Εσείς πως αισθάνεστε γι’ αυτό;
Σας ευχαριστώ που το βλέπετε έτσι, αλλά πρέπει να σας διαβεβαιώσω πως υπάρχει ένας πελώριος βαθμός ιδιοτέλειας από μέρους μου. Δεν έκανα ποτέ τίποτα μέχρι τώρα, που να μην το αγαπήσω βαθιά πρώτα. Όταν αγαπήσεις μία τέχνη τόσο πολύ, αυτομάτως σου αποκαλύπτει αφειδώς τα μυστικά της. Το θέμα όμως είναι, να την αγαπήσεις εμπράκτως και να προσπαθήσεις ν’ ανακαλύψεις όχι την τέχνη μέσα απ’ τον εαυτό σου, αλλά τον εαυτό σου μέσα απ’ την τέχνη.
Ένας άλλος Δαυίδ Ναχμίας, του μακρινού μέλλοντος, τι θα επέλεγε από την σημερινή μουσική πραγματικότητα, για να το διατηρήσει στην δική του εποχή και γιατί;
Με αυτή την έξυπνη ερώτησή σας, με εξαναγκάζετε να σας αποκαλύψω πως όλα αυτά τα χρόνια, απ’ το 2000 μέχρι σήμερα, ζω σε έναν διαφορετικό και απόμακρο χωροχρόνο. Δεν θέλω να έχω κάποια ιδιαίτερη επαφή με την κινητικότητα της σύγχρονης μουσικής. Αν όμως επιμένετε να σας δώσω τη δική μου άποψη – που δεν είναι απαραίτητα σωστή – δεν θα επέλεγα απολύτως τίποτα, εξηγώντας, όπως πιστεύω, πως αυτή, μία ολόκληρη γενιά ήταν κούφια από καλλιτεχνική προκοπή, διότι ζούσε στην ψευδαίσθηση του πλαστικού πληκτρολογίου. Τίποτα λοιπόν.
Μιλήστε μας για την πρόσφατη μουσική σας παράσταση «Ένα τραγούδι για την Αθήνα», στον «Φιλολογικό Σύλλογο Παρνασσός».
Αυτή η παράσταση, ήταν το αποτέλεσμα ενός αριστοκρατικού πειραματισμού, δύο καλών πλέον φίλων, παραγωγών. Του Αργύρη Ναστόπουλου και του Γιάννη Περίδη, οι οποίοι επέλεξαν αυτόν τον ιστορικό χώρο, για να την στεγάσουν. Χρειάζεται τόλμη ένας τέτοιος πειραματισμός, αλλά η καλλιεργημένη πυξίδα αυτών των παιδιών, τους έδειξε αυτό τον ειδικό βορρά και όπως φαίνεται, δεν το μετάνιωσαν. Η παράσταση θύμισε στον κόσμο ένα ανοιχτόκαρδο τραγούδι για την Αθήνα, που γραφόταν κάθε μέρα ενός αιώνα, που δεν τέλειωσε ποτέ. Και μία καντάδα που συμπλήρωναν εκείνα τα ωραία χρόνια την ομορφιά της Αθήνας, την αρχιτεκτονική, την ησυχία και τις ευωδιές των λουλουδιών της…
Είναι βέβαιο πως έχετε μελετήσει και το κοινωνικοπολιτικό κομμάτι της εποχής του μεσοπολέμου, όπου και μεσουρανούσε το «ελαφρό» τραγούδι. Υπό ποιες συνθήκες ζωής γράφονταν αυτά τα τραγούδια;
Η μηδενική παρέμβαση στη φυσικότητα είναι ο κεντρικός πυλώνας, αν ατενίσουμε τα τραγούδια ως ανεπανάληπτα καλλιτεχνικά οικοδομήματα. Αυτό που καθίσταται δύσκολο όμως να κατανοήσουμε από αυτή τη θέση που βρισκόμαστε, είναι πως εκείνα τα χρόνια του πρώτου μισού του εικοστού αιώνα, οι άνθρωποι δεν εφεύρισκαν σενάρια και ονειροφαντασίες για να μπαλώσουν τρύπες. Η ζωή, τους προμήθευε αφειδώς με συντριπτικά ζητήματα… πόλεμο, θανάτους, ατελέσφορους έρωτες κλπ. Τα τραγούδια ήταν κι αυτά ιάματα, που προορίζονταν να κλείσουν χαίνουσες πληγές, να παρηγορήσουν και να προειδοποιήσουν τον άνθρωπο. Δε σκαρωνόντουσαν τα τραγούδια, για να φτιάξει ένα ακόμα χρυσό πόμολο στη βίλλα του, κάποιος πονηρός έμπορος με χοντρά δάχτυλα.
Η συνθήκη που γένναγε ένα τραγούδι στον μεσοπόλεμο, ήταν το γνήσιο σενάριο χωρίς εξωτερικές παρεμβάσεις.
Ποια θεωρείτε ως την σημαντικότερη στιγμή στην μέχρι τώρα καριέρα σας;
Η κορυφαία στιγμή της καριέρας μου είναι μόνο μία και δεν πιστεύω πως θα την υποκαταστήσει μεγαλύτερη.
Ήταν η πρόσκρουσή μου, πάνω σε αυτό που έμελλε να γίνει το μεσημέρι, το απόγευμα, το βράδυ και το επόμενο πρωινό μου: τα τραγούδια και οι μουσικές εκείνου του πρώτου μισού του Ελληνικού Εικοστού Αιώνα. Δεν θα με συναντήσετε ποτέ κάπου αλλού, μακριά απ’ αυτή τη μία στιγμή.
Πείτε μας δυο λόγια για τους δύο συνεργάτες σας (τον Θάνο και την Εβελίνα) και κατά πόσο είναι εύκολο ή δύσκολο να βρείτε ανθρώπους, που να θέλουν να υπηρετήσουν αυτό το είδος μουσικής;
Είναι τόσο δύσκολο να καταλήξεις σε μία μορφή, όπως είναι ο Θάνος Πολύδωρας. Για μένα, είναι ο πιο ευέλικτος και ολοκληρωμένος καλλιτέχνης που συνάντησα. Τον αγαπάω πάρα πολύ και πορεύομαι μαζί του απ’ το 1999.
Η Εβελίνα Νικόλιζα είναι επίσης ένα χρυσό πλάσμα, με μία μοναδική φωνή κι ένα εξαιρετικό ταλέντο ηθοποιού. Αισθάνομαι τυχερός. Πολύ τυχερός.
Τι θα συμβουλεύατε έναν νέο μουσικό, που θα ήθελε να σας μοιάσει;
Θα τον συμβούλευα να μη χάνει τον χρόνο του, να διαβάζει πολύ, ν’ αποφασίσει όσο το δυνατόν συντομότερα τι θα κάνει στη ζωή του και να μην κάνει από κει και πέρα τίποτε άλλο εκτός απ’ αυτό. Στη ζωή υπάρχει χρόνος μόνο για ένα πράγμα – όσο κι αν οι αποτυχημένοι επιμένουν, πως όλα πρέπει να τα δοκιμάσει ο άνθρωπος. Και να θυμάται πάντα, πως αν δεν δουλέψει σκληρά για να πραγματοποιήσει το δικό του όραμα, θ’ αναγκαστεί μια ζωή να δουλεύει σκληρά, για να πραγματοποιήσει το όραμα κάποιου άλλου – που είχε όραμα.
Ποιο τραγούδι θα προτείνατε να ακούσουν οι αναγνώστες μας, αφότου διαβάσουν την συνέντευξή σας και γιατί;
Μέσα απ’ την τεράστια φαρέτρα, προτείνω το «Μια φορά μονάχα ζούμε» του Κώστα Γιαννίδη και του Μίμη Τραϊφόρου. Για τους λόγους που φυσικά απορρέουν.
«Μια φορά μονάχα ζούμε
όλοι ερχόμαστε και γρήγορα περνούμε
μια φορά μονάχα ζούμε
στον κόσμο αυτό και γι’ αυτό
Η ζωή μας κάθε μέρα κάθε βράδυ
ας κυλάει μέσ’ το γέλιο μέσ’ το χάδι
γιατί όλοι σοβαρά ας το σκεφτούμε
μια φορά μονάχα ζούμε»
Γεννήθηκε το 1979 και πιστεύει πως στην ζωή τα πάντα είναι σχετικά. Ζει μόνιμα στην Κρήτη γράφοντας στίχους, μυθιστορήματα, διηγήματα κ.α. Από τις εκδόσεις Λυκόφως, έχει εκδοθεί το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο “Το μπλε τετράδιο”. Λόγια του έχουν τραγουδήσει ο Νίκος Ζούδιαρης, η Φωτεινή Δάρρα και ο Απόστολος Ρίζος. Λατρεύει τον τομέα της ψυχολογίας, την λογοτεχνία, και το σκάκι. Μισεί την αδικία και την αχαριστία.