(Μέρος τρίτο)
Θα πεθάνει.
Κάποτε,
στο πολύ μέλλον.
Μέρα και τοποθεσία άγνωστη.
Πολύ άγνωστη,
όσο και η ζωή
που προσπάθησε κάποτε με τόσο κόπο να ζήσει·
άνθρωπος κλειστός και απροσάρμοστος,
από τον χρόνο πια δαρμένος,
θα αφεθεί στα κύματα κάποιας θάλασσας.
Η αυλαία της ζωής της θα έχει στερέψει από θεατές,
το φως θα τρεμοπαίζει.
Καλύτερα έτσι,
μιας και η πολυκοσμία πάντα την ενοχλούσε.
Οι τίτλοι τέλους θα πλησιάζουν
μέσα από ένα σούρουπο
που θα κουβαλάει τη μυρωδιά ενός νυχτολούλουδου,
σαν κι απο εκείνα που συναντούσε κάποτε
στα σοκάκια της νιότης της.
Με την αλμύρα να σκεπάζει το γυμνό της το κορμί,
εκείνη πια δεν θα έχει να κρυώνει.
Τον πήρε και τον κάρφωσε τον χειμώνα της
δύο τετράγωνα πιο παρακάτω,
μαζί με τις αναμνήσεις
και τα σουβενίρ
μιας ζωής
που πάντα της έμοιαζαν
σαν ανοιχτές εκκρεμότητες.

Γεννήθηκε το Φθινόπωρο του 1990. Έχει αποφοιτήσει από το Τμήμα Δημοσίων Σχέσεων και Επικοινωνίας αλλά και από το Τμήμα Ειδικής Αγωγής του Πανεπιστημίου Αιγαίου.
Ασχολείται ερασιτεχνικά με την φωτογραφία.
Αγαπά… τα παιδιά, τα βιβλία, το θέατρο, την ιταλική μουσική, την ησυχία, τη χειμωνιάτικη λιακάδα, την καλοκαιρινή βροχή, τα ταξίδια που ανανεώνουν τις ανάσες της, τη γεύση του καφέ.
Συγκινείται με… τους γενναιόδωρους ανθρώπους, την ευγένεια, τις ευχές, τα γράμματα σε σχήμα καλλιγραφικό με κόκκινο στυλό.
Επιμένει… να κοιτάζει τον ουρανό γιατί ξέρει -πια- πως δεν έχει μόνο σύννεφα αλλά έχει και ήλιο και φεγγάρι και αστέρια…
Πιστεύει… στο Αόρατο, στο Καλό, στις Συναντήσεις των ανθρώπων.
Αισθάνεται… Ευγνωμοσύνη, Εμπιστοσύνη, Ελευθερία…
Ξεκινά… και ολοκληρώνει την ημέρα της με την ίδια πάντα ευχή…
Από μικρή ονειρευόταν να σκαρώσει το δικό της περιοδικό.