Τα ποιήματά της αφήνουν ένα αποτύπωμα νοσταλγίας, μια μικρή, γλαφυρή περιγραφή του κόσμου γύρω μας και ένα αναπάντητο γιατί.
Την Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ δεν την συνάντησα ποτέ από κοντά, κι όμως νιώθω μια βαθιά συγγένεια μαζί της, ίσως γιατί η γιαγιά μου την γνώριζε προσωπικά και την επισκεπτόταν στο σπίτι της στην Αίγινα για να την θαυμάσει στις απαγγελίες των ποιημάτων της. Διαβάζοντας την ποίησή της, νιώθω με κάποιον τρόπο σαν να την ξέρω και ακούγοντας τις συνεντεύξεις της, το γάργαρο γέλιο της με κάνει να πιστεύω ότι το έχω ακούσει από κοντά, στο σαλόνι της με θέα το απέραντο γαλάζιο.
Γεννήθηκε τον Φεβρουάριο του 1939 στα Εξάρχεια, Μεταξά και Μεσολογγίου, έντονα καλλιτεχνική περιοχή, με αύρα πνευματική. Ωστόσο ο παράδεισός της ήταν ένα νησί του Αργοσαρωνικού, η Αίγινα. Ο πατέρα της, Γιάννης Αγγελάκης, ήταν δικηγόρος πρόσφυγας από τη Μικρά Ασία και η μητέρα της, Ελένη Σταμάτη, από την Πάτρα, τα δύο άκρα του ελληνισμού που ενώθηκαν για να φέρουν στον κόσμο το άστρο της ποίησης. Οι γονείς της ανοιχτόμυαλοι και προοδευτικοί της άνοιξαν τον δρόμο της γνώσης και της καλλιέργειας. Σπούδασε Αγγλική φιλολογία στην Αθήνα και ύστερα έφυγε για τη Νότια Γαλλία και τη Γενεύη. Γνώριζε αγγλικά, γαλλικά και ρωσικά και είχε μεταφράσει, μεταξύ άλλων, Πούσκιν, Μαγιακόφκι, Σαίξπηρ, Μπέκετ κ.α.
Πάντα χαμογελαστή, με αύρα που θυμίζει δροσοσταλίδα της άνοιξης, ήρθε στη ζωή “πληρώνοντας ακριβό εισιτήριο”, όπως έχει πει η ίδια για την αναπηρία που προκλήθηκε έπειτα από την ασθένεια του σταφυλόκοκκου. Τραγική ειρωνεία αποτελεί το γεγονός ότι αν είχε γεννηθεί έξι μήνες αργότερα θα είχε εφευρεθεί η πενικιλίνη. Παρόλ’αυτα ποτέ και με κανέναν τρόπο δεν θεώρησε ότι ήταν άτυχη αλλά έβλεπε σαν δώρο την διαφορετικότητά της, καθώς είναι εκείνο που την διαμόρφωσε σαν άνθρωπο αλλά και σαν καλλιτέχνη.
“Εφόσον δεν ήμουν ξαπλωμένη στο κρεβάτι και μπορούσα και χόρευα και κολυμπούσα, άρα η αναπηρία μου ήταν κάτι που δεν μου έβαζε εμπόδιο στη ζωή”
Τα λόγια της Αγγελάκη-Ρουκ από ομιλία της στο Ted-x.
Το πρώτο της ποίημα το έγραψε πολύ νωρίς σε ηλικία μόλις 16-17 ετών και είχε τον τίτλο Μοναξιά. Ο νονός της, Νίκος Καζαντζάκης, ξεχώρισε την νεαρή τότε ποιήτρια, Κατερίνα, και την προσκάλεσε στο Παρίσι να πάει να σπουδάσει δίπλα του και γιατί όχι, όπως έχει γράψει ο ίδιος, να τον παραμερίσει, καθώς είχε ξεχωρίσει το ταλέντο της. Το ταξίδι αυτό δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, καθώς ο Καζαντζάκης έφυγε από τη ζωή λίγο πριν η Κατερίνα πετάξει για την Πόλη του Φωτός.
Οι ποιητικές τις συλλογές, περίπου τριάντα, δεν έχουν στάλα χιούμορ, κάτι που η ίδια διέθετε σε αφθονία. Μιλούν για τον φόβο του θανάτου, για την μοναξιά, τον ανεκπλήρωτο έρωτα, τα γηρατειά αλλά και την αναπηρία, στο ποίημα Ουλή.
“Βρήκα διέξοδο στο διάβασμα και την ποίηση για να μπορέσω να καταλάβω τί μου συνέβαινε”
Ο έρωτας κινητήριος δύναμη της ύπαρξής της διαφαίνεται με γλαφυρότητα και διακριτικότητα στα ποιήματά της. Σίγουρα σε αυτό έπαιξε ρόλο ο σύζυγός της Ρόντνεϊ Ρουκ, με τον οποίο ζήσανε σαράντα-πέντε χρόνια, ο ένας πλάι στον άλλον, μέχρι τον θάνατό του. Η πρόταση γάμου σαν αγγλικό αστείο, τα καλοκαίρια μύριζαν Αργοσαρωνικό και οι χειμώνες είχαν αύρα αθηναϊκή με χρώματα κοντά στο γκρι και το σωμών.
Παιδιά δεν έκανε ποτέ αλλά απέκτησε εγγόνι, από την γυναίκα που την φρόντιζε και φέρει το όνομα Νικόλας, του αγαπημένου της νονού.
Η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ σε αντίθεση με άλλους ποιητές φέρει με την ποίησή της ένα κύμα αισιοδοξίας μέσα στην απόλυτη απαισιοδοξία και την αδυσώπητη μοναξιά. Η επίγευση κάθε ποιήματός της έχει κάτι από την τελευταία μπουκιά ενός αγαπημένου γλυκού, μια ελπίδα, ότι όλα θα πάνε καλά.
Ίσως σε αυτό συνέβαλε το θετικό χαμόγελο που χάριζε σε κάθε πέρασμά της και το κλείσιμο του ματιού στην πάντα απρόβλεπτη ζωή. Και παρόλο που ο θάνατος φαίνεται να την τρόμαζε, άλλωστε ποιον δεν τρομάζει αυτός ο άγνωστος Θεός, η Ρουκ δεν το έβαλε ποτέ κάτω συνέχιζε να ερωτεύεται, να γράφει και να ελπίζει.
Έλεγε για τον χρόνο που περνά:
“Τώρα τον λίγο χρόνο που μου μένει, είμαι λίγο τρομοκρατημένη” και συμπλήρωνε “έχει φύγει το «θα» από τη ζωή μου. Εμένα το «θα» δεν είναι παραπάνω από μία εβδομάδα, έναν μήνα” .
*Λόγια από την εκπομπή Το Μαγικό των Ανθρώπων.
Έφυγε για τη χώρα του τίποτα με ελάχιστα, στις 21 Ιανουαρίου του 2020, σε ηλικία 80 ετών. Άφησε τον παράδεισό της την Αίγινα, για να βρει έναν άλλον εκεί ψηλά, δίπλα στον άνδρα της και τους γονείς της, αφήνοντας παρακαταθήκη τα ποιήματά της. Τα ποιήματα που θα την ξαναζωντανεύουν κάθε φορά που κάποιος από εμάς διαβάζει έναν στίχο τους.
Χρωστάω τη σοφία μου στο φόβο∙
πέταλα, αναστεναγμούς, αποχρώσεις
τα πετάω.
Χώμα, αέρα, ρίζες κρατάω∙
να φεύγουν τα περιττά λέω
να μπω στον ουρανό τού τίποτα
με ελάχιστα.
*Απόσπασμα από το ποίημα, Στον ουρανό του τίποτα με ελάχιστα.
*Γράφει η Δανάη Καλογερή.
Γεννήθηκε ένα ανοιξιάτικο πρωινό του 2001 στην Αθήνα. Μεγάλωσε στα Βόρεια Προάστεια απέναντι από ένα αθλητικό κέντρο μαζί με τους γονείς της , τη γιαγιά της και το σκύλο της, Φοίβο. Αποφοίτησε από Καλλιτεχνικό σχολείο και τον προηγούμενο Σεπτέμβριο ξεκίνησε να φοιτά στο τμήμα Θεατρικών Σπουδών στην Αθήνα. Θα έλεγε κανείς ότι ήταν φυσική εξέλιξη καθώς από τότε που θυμάται τον εαυτό της υποδυόταν ρόλους που έβλεπε σε ταινίες και σειρές και καθόταν άπειρες ώρες μπροστά από έναν καθρέφτη τραγουδώντας και χορεύοντας.