Του Κωνσταντίνου Καραγιαννόπουλου
Και ήρθανε και λιώσανε
Τα νύχια του αετού από την μοναξιά
Και το ράμφος του μονάχος του γύρισε
Μοναχός να πεθάνει
[…]
έπρεπε
αν ήθελα ακόμα να σωθώ
αν ήθελα ακόμα να ζήσω
να βρω έναν τρόπο να μοιάζω μ’ αυτούς
ή κάτι τέλος πάντων
να τους εξευμενίσω
[…]
Με βάραινε και το παλτό
Με βάραινε και το μυαλό
Και στάθηκα στη σιωπή
Ν’ ακούσω τη σιωπή μου
Κατερίνα Γώγου, Ο μήνας των παγωμένων σταφυλιών
Ναι, η ματιά του φθόνου δεν έχει
Γι’ αυτό και τον τιμάτε.
Καθόλου δεν τον νοιάζουν οι τιμές σας.
Έχει το αετίσιο μάτι για το μακρινό
δε βλέπει εσάς, βλέπει μονάχα άστρα, άστρα!
Φρ. Νίτσε, Δίχως Φθόνο
Το μόνο σωστό μας.
Το μόνο πιστό μας.
Το μόνο αιώνιο ρούχο μας
είναι το πετσί μας.
Και δεν ντρέπομαι αν είναι μαύρο,
άσπρο
ή μελαψό.
Ντρέπομαι για κείνους που το χωρίζουν
σε μαύρο,
άσπρο
και μελαψό.
Μενέλαος Λουντέμης, Το αληθινό μας ρούχο
Όχι. Δεν θα σε ονομάσω κτήνος. Θα σε πω όμοιό μου. Είμαστε κι δυο δολοφόνοι. Ο καθένας με τον τρόπο του. Καθρέφτης και είδωλο μέσα στην μπόχα της Κόλασης. Που την φορέσαμε Κόσμο μας. Πρεζάκια ενός μίσους. Που μας το δίδαξαν: Θρησκεία. Δίκαιο. Αγώνα. Έθνος. Κέρδος. Μας.
Φοβισμένοι αδράχνουμε ό, τι μπορέσουμε. Ό, τι βρούμε. Ό, τι ξοδεύεται. Φτύνουμε κουκούτσια τις λέξεις. Στηνόμαστε στην ουρά. Κρυβόμαστε πίσω από οθόνες. Να αντέξουμε που υπήρξαμε άλλη μια μέρα. Φαντάσματα σε λαβυρίνθους πολύχρωμους. Ακατάλληλους. Άψυχους. Αμετάβλητους. Αδιάλλακτους.
Θέτοντας όρους και όρια. Ασφάλειας. Ανασφάλειας. Ευσέβειας. Φάρμακο φαρμακερό. Του ανέραστου κορμιού μας. Διότι ο Νόμος το όρισε ρητά. Ν’ απαγορεύεται. Ό, τι τρέφεται. Ό, τι εκπορεύεται. Από τον ζωοδότη. Εαυτό. Το κάθε. Πρόσωπο. Αίσθημα. Βίωμα. Αγκάλιασμα.
Κι αφού μ’ απέρριψες. Και σ’ απέρριψα. Μπήκαμε στον αιμάτινο κύκλο. Γράφω για να πονάω. Που σ’ έκανα να με σκοτώσεις. Που μ’ έκανα να σε σκοτώσω. Που μας έριξαν –σ’ αυτό το λίθινο στάδιο- να αλληλοσπαράξουμε τις σάρκες μας. Υπέρ ενός Αγνώστου. Απρόσωπου. Αν- αίσθητου. Θεού- Δαίμονα.
Κι εμείς. Εμείς. Κτήνη. Κτήτορες. Κτήματα.
Βυθισμένοι στο σκότος. Λογική. Ενοχή. Εκσυγχρονισμένα πτώματα. Οάσεις κενού. Κι ένα γαμήσι σουβλιά. Για να ουρλιάξουμε. Να μας ακούσουν. Και ν’ ακουστούμε. Κι αν είμαστε τυχεροί. Να δούμε. Το κέρινο ομοίωμά μας. Που λαχταρίσαμε. Αγοράσαμε. Και πουλήσαμε. Σ’ ένα –απ’ τα τόσα ατυχή- δελτία ειδήσεων των εννέα και μισή.
Και χάνω γράμματα. Αλφάβητα. Και μένω δίχως λέξεις. Νοήματα. Υποδιαστολές. Στις διαστροφές. Των Άλλων μας. Εγώ. Μας.
Δεν σε μισώ. Περισσότερο απ’ ό, τι με μισώ. Και φρίττω. Που δεν έφριξα. Από το φονικό μας. Θολό το βλέμμα μας. Να μη διακρίνει. Να μην διακρίνεται. Να κρίνεται. Κι αυτό. Ασφαλές. Σαν όλες τις υπεκφυγές.
Για όσους χάθηκαν. Τόσο άδικα. Τόσο άτιμα.
Τόσο νωρίς.
Υστερόγραφο
μια φράση
ήταν λαξευμένη επάνω
στην πέτρα του θυσιαστηρίου:
«Τω Αγνώστω Θεώ»
ο αμνός
υπάκουσε στην φριχτή
εντολή
του πατέρα- σφάχτη
κι έτσι η γραφή
λερώθηκε
για πάντα
*
και για να θυμάται
η ανθρωπότητα
το πρόσωπο του δικαίου
είπεν ο κύριος:
«κόψε το κεφάλι
του όφι
και θα δικαιωθείς
γέμισε το δισκοπότηρό μου
με το αίμα των πόρνων και των μοιχών
και θα λυτρωθείς
αφάνισε στο πυρ το εξώτερον
πόρνες, αρσενοκοίτες,
μέθυσους, υβριστές
και θα κερδίσεις την βασιλεία
των ουρανών»
*
αυτά είπεν ο κύριος
και η γης κόπηκε στα δύο
κι ο Κάιν σκότωσε τον Άβελ
και χαράχτηκε στο μέτωπο
του ισχυρού
κόκκινο σημάδι
θυμητάρι
των εντολών Αυτού
*
κι απ’ τη μήτρα
των Σκοτεινών Καιρών
γεννήθηκε το ιερό βιβλίο
του Νόμου.
Ο Κωνσταντίνος Καραγιαννόπουλος γεννήθηκε στο Καρπενήσι το 1989. Ασχολείται με τη δημοσιογραφία, την κριτική λογοτεχνίας και την ποίηση. Η Βαβέλ (εκδόσεις Anima,2017) είναι η πρώτη του ποιητική συλλογή.