ΕΙΜΑΙ ένας παλιός άνθρωπος. Σκουριασμένος. Μέσα μου εξέχουν κάτι παλιοσίδερα νύχτες, λαθραίες συναγωγές. Με ελάττωμα αγάπης. Όταν ανοίγει ο δρόμος μπροστά και ταξιδεύω, νιώθω συγγενής των πουλιών. Πετάω πολύ και φοβάμαι.
Ασκώ το επάγγελμα του παρατηρητή, του δοκιμαστή, του διακοσμητή της πραγματικότητας. Φοράω ένα μετέωρο σώμα. Του κόσμου. Της φωλιάς των ανθρώπων.
Μερικές φορές το μυαλό μου γεμίζει ερείπια – απομεινάρια βυζαντινής περιόδου. Στην άκρη του μια αρχαία βρύση, με κεφάλι φιδιού, στάζει τη λύπη. Για ό, τι πέρασε, ό, τι δεν ήρθε, ό, τι δεν θα αρχίσει ποτέ.
Το σπίτι μου είναι από πέτρα. Επειδή μ’ αρέσει να φεύγω, το κουβαλάω στη πλάτη μου συνέχεια. Ο μυς του λαιμού μου είναι κατεστραμμένος. Κολλάω όπου έχει φως, σαν κουνούπι.
Η κατάρα του ταξιδευτή είναι να κυνηγάει το φως. Το φως αρρωσταίνει τα μάτια του, στοιχίζει σε φωτιές το μυαλό του, γεμίζει με επικίνδυνο καύσιμο τη ζωή.
Παλιές μουσικές. Ένα πιάνο, ένα ακορντεόν. Μια βιόλα. Μια πνιχτή φωνή. Μέσα στον καπνό. Ανάβει σαν καντήλι. Εδώ κι εκεί, ο πλακόστρωτος δρόμος. Τα βήματα. Τα σημάδια απ’ τις ρόδες του χρόνου.
Σαν άμμος κυλούν από τα δάκτυλά μου τα γεγονότα. Κάθε φορά και άλλη κλεψύδρα. Διαφορετική. Σημασία έχει να τρέχει κανείς. Όποτε χωρίζω απ’ τη μνήμη, αισθάνομαι ότι έχω προδώσει τη μοίρα μου.
Πολλές φορές, όταν κοιμάμαι, χάνω το ένα μου πλευρό. Στη θέση του βρίσκεται μια γυναίκα. Έχει δημιουργηθεί απ’ αυτό. Οφείλω τα πάντα στο πλευρό μου.
Από τη χαλασμένη αυτή τρύπα μπαίνουν και βγαίνουν τα φαντάσματα. Τα υποδέχομαι με τιμές. Βαπτίζονται στο αίμα μου, αποκτούν ονόματα. Μετά πεθαίνουν. Είμαι αναγκασμένος να ζω μαζί τους, όσο ζουν. Τυραννισμένος.
Όταν μιλώ, ανησυχώ για την προστασία της σιωπής. Ο λόγος δεν θα είχε μέλλον χωρίς αυτήν. Έχω επτά μπερδεμένες πατρίδες μέσα μου. Κάθε μία με τη δική της σημαία. Το δικό της πολίτευμα. Τις περισσότερες φορές δεν αναγνωρίζω καμία. Είναι ο τρόπος μου για να συνεχίσω να τις ψάχνω.
Μικρός είχα φριχτές απορίες για την δημιουργία του κόσμου. Έπαιζα με τα χώματα των αυλών. Με κομμένα τα μανίκια απ’ τα μπλουζάκια μου προσπαθούσα να γίνω λουλούδι.
Αναφέρομαι συχνά στον ήλιο και τη θάλασσα γιατί είμαι βαμμένος με αυτά. Είναι τα χρώματα του πολέμου μου. Έχω μια αμμουδιά στο πρόσωπό μου και λίγα κύματα παρακάτω. Όταν φυσάει πολύ, κλαίω. Προετοιμάζομαι έτσι για τον καταυλισμό των γενναίων.
Τις νύχτες, διπλωμένος στα μαύρα σεντόνια μου, όταν σωπαίνουν οι ώρες, γυρνάω όλα τα ρήματα στην Παθητική. Από τα μάτια μου συνεχίζουν να τρέχουν οι εικόνες του κόσμου: Σαν ισχυροί σεισμοί μιας απερίγραπτης καθημερινότητας.
Αν βρω τον τρόπο να τα βγάλω, θα απαλλαγώ.
*Σταύρος Σταυρόπουλος
ΠΙΟ ΝΥΧΤΑ ΔΕΝ ΓΙΝΕΤΑΙ
Οξύ, 2011

Γεννήθηκε το Φθινόπωρο του 1990. Έχει αποφοιτήσει από το Τμήμα Δημοσίων Σχέσεων και Επικοινωνίας αλλά και από το Τμήμα Ειδικής Αγωγής του Πανεπιστημίου Αιγαίου.
Ασχολείται ερασιτεχνικά με την φωτογραφία.
Αγαπά… τα παιδιά, τα βιβλία, το θέατρο, την ιταλική μουσική, την ησυχία, τη χειμωνιάτικη λιακάδα, την καλοκαιρινή βροχή, τα ταξίδια που ανανεώνουν τις ανάσες της, τη γεύση του καφέ.
Συγκινείται με… τους γενναιόδωρους ανθρώπους, την ευγένεια, τις ευχές, τα γράμματα σε σχήμα καλλιγραφικό με κόκκινο στυλό.
Επιμένει… να κοιτάζει τον ουρανό γιατί ξέρει -πια- πως δεν έχει μόνο σύννεφα αλλά έχει και ήλιο και φεγγάρι και αστέρια…
Πιστεύει… στο Αόρατο, στο Καλό, στις Συναντήσεις των ανθρώπων.
Αισθάνεται… Ευγνωμοσύνη, Εμπιστοσύνη, Ελευθερία…
Ξεκινά… και ολοκληρώνει την ημέρα της με την ίδια πάντα ευχή…
Από μικρή ονειρευόταν να σκαρώσει το δικό της περιοδικό.