‘’Μη βλέπεις εμένα, μη κλαις. Εσύ είσαι η ελπίδα. Άκου θα ‘ρθεί ο καιρός που τα παιδιά θα διαλέγουν γονείς, δε θα βγαίνουν στη τύχη. Δε θα υπάρχουν πόρτες κλειστές με γερμένους απ’ έξω και τη δουλειά θα τη διαλέγουμε, δε θα ‘μαστε άλογα να μας κοιτάνε στα δόντια.’’
Έτσι με βρίσκει η σύγχρονη πολιτεία τη τελευταία και πιο ζεστή μέρα του Ιουλίου. Σε μια στάση λεωφορείου, να περιμένω με τις ώρες για να καταφέρω να γυρίσω πίσω στο καταφύγιο μου.
Πως μ΄αρέσει όταν η ζωή τα φέρνει ρομαντικά.
Σιγά σιγά σουρούπωνε και καθώς διάβαζα για τη Γώγου που ήταν πολλά περισσότερα από ένα δεύτερο ρόλο στις ταινίες της Βουγιουκλάκη και του Κωνσταντάρα, στα αυτιά μου εισχώρησε καθώς έκανε το ταξίδι της, η γλυκιά μελωδία ενός πιάνου καταδικασμένο να ζει σε κάποια τσιμεντένια πολυκατοικία της Καλαμαριάς.
Ήχος τόσο σιγανός που κάπου κάπου χανόταν μες της πόλης τη ταραχή και εμφανιζόταν εκεί που έλεγες πως χάθηκε.
Σαν σταδιακό αεράκι μες τον Αυγουστιάτικο καύσωνα.
Έκανε εμένα να αναπολώ στιγμές και το νου μου να προσπαθεί να τις εκφράσει όσο πιο ποιητικά μπορεί.
Μου ‘φερε μνήμες απ’ τη παιδική μου ηλικία. Τη μητέρα μου να μου δίνει ένα φιλί στο μάγουλο πριν με αφήσει στα δικά μου μαθήματα πιάνου.
Και τη δασκάλα μου. Μυρωδάτη να αναμασά πάντοτε την ίδια μαστίχα με γεύση δυόσμου καθόλη τη διάρκεια του μαθήματος, να γελάει δυνατά και να παίζουν τα follie follie βραχιόλια της και με τα άκρα της πάντα περιποιημένα να δαμάζει τις νότες και το δωμάτιο να γεμίζει απ’ τα χρώματα τους.
Σταματούσε συχνά για να αναφέρει πως είμαι πολύ παρατηρητική.
Από τότε με θεωρώ παρατηρητική κι ας μην είμαι στ’ αλήθεια.
Πως μ’ αρέσει όταν η ζωή τα φέρνει ρομαντικά.
Το μυαλό μου γράφει ασταμάτητα όλα εκείνα που δε θα καταφέρω ποτέ τελικά να αποτυπώσω στο χαρτί τόσο ωραία και τα μάτια μου αγναντεύουν τα φώτα που ξυπνούν συγχρονισμένα για να γεμίσουν τη νύχτα που απλώνεται.
Κάπου εκεί και συ.
Κάπου μες τα άγνωστα πρόσωπα που περνούν, σαν άγνωστος και συ εμφανίζεσαι.
Ξεθωριασμένος και θολός.
Εμφανίζεσαι σε κάθε ποιητική στιγμή του μυαλού και ας μην είσαι ποτέ εκεί στ’ αλήθεια και εγώ αμέσως σε ζωντανεύω στα κείμενα μου με περίσσιο θάρρος, σα να μου το χρωστάω.
Κι ας μην έχεις τίποτα ποιητικό.
Δεν έμαθα ποτέ πιάνο τελικά, τα παράτησα νωρίς.
Έτσι όπως και συ δεν έμαθες ποτέ να μ’ αγαπάς.
Κι ας μην ήσουν μικρός.
Όταν όμως η ζωή τα φέρνει έτσι ρομαντικά δε με πειράζει τίποτα. Εκείνη την ώρα και οι πικρές αναμνήσεις έχουν μια αίσθηση γλυκιά, σα το φιλί της μητέρας μου.
Μετάνιωσα που δεν έμαθα πιάνο τότε.
Εσύ;
Γράφει η Ιωάννα Κούρκουλου.