«… Η πρώτη υποψία χαράς ήταν κυριολεκτικός κεραυνός εν αιθρία, βροντή κάπου μακριά σε μια ανύποπτη στιγμή, ο ουρανός έχασκε καταγάλανος, δεν ήταν αυτός η πηγή της αλλά κάτι άλλο, κάτι διαφορετικό, κάτι που έσπειρε παροδικά τον φόβο ότι ο πόλεμος με πήρε στο κατόπι. Όμως για εμάς, τους τυχάρπαστους λιλιπούτειους που τους πέταξε η μοίρα σε ένα νησί κατοικημένο από ελάχιστους φίλους και πολλούς εχθρούς αναγκασμένους να μας ανέχονται, όλοι οι θόρυβοι ήταν τρομακτικοί, ξένοι, οιωνοί κακών μαντάτων ή μανιασμένων επιδρομών (είχαμε προλάβει ήδη να ζήσουμε μία την οποία, σχετικά ανόρεχτα, σχετικά ευσυνείδητα, είχαν απωθήσει οι αρχές του τόπου). Κι έπειτα, ήταν τέτοιες οι κακουχίες που για πρώτη φορά στη ζωή μου ένιωθα πώς είναι το να μην νιώθεις, να στερείσαι των βασικών σου παραθύρων με τον κόσμο, των αισθήσεων και του συναισθήματος, η ακοή μου βάρυνε, η όραση μου επίσης (έβλεπα θολά πίσω από μια πηχτή κουρτίνα που κάλυπτε τις κόρες των ματιών μου), η γεύση χάθηκε (εντάξει, δεν ήμουν ποτέ γευσιγνώστης, αλλά αυτό μπορεί να οφείλεται στις απροσδιόριστες μάζες φαγητού που μας σέρβιραν, διατηρώ μια κάποια ελπίδα ότι εύκολα η γεύση μου θα αναστηθεί από τις στάχτες της), τα χέρια μου είχαν ξεραθεί σαν άνυδρο χωράφι, η μύτη μου μύριζε μόνο καπνούς, εμετούς, κατουρλιά και χεσίματα, αν πεις τώρα για το συναίσθημα, φυλακισμένο, δεμένο χειροπόδαρα οδηγούνταν μόνο από τη σκέψη του αύριο, της προσδοκίας να ελευθερωθούμε, να χαρούμε επιτέλους το καταγάλανο του ουρανού και να μην μας πικραίνει η ομορφιά του κόσμου, παρόλο που, αχάριστοι δεν είμαστε, ως λιλιπούτειοι φιλοξενούμενοι αυτού του τόπου περνούσαμε δυο και τρεις φορές καλύτερα από την μαραμένη μας πατρίδα.

Η βροντή επαναλήφθηκε μερικές φορές και δεν ήταν βροντή, αλλά ο ήχος που προέκυπτε από το άχαρο στήσιμο ενός νέου κοντέινερ που προστέθηκε στο κέντρο του καταυλισμού μας, ποιος ξέρει για ποιον λόγο ‘διευκόλυνσης’ της προσωρινής μας παραμονής σε έναν χώρο που με δυσκολία είχαν χωρέσει μερικές βρώμικες σκηνές για να στοιβαχτούμε σαν τα σφαχτάρια. Ωστόσο, ούτε αυτός ο ήχος δικαιολογούσε τον βρόντο που αντηχούσε στα αυτιά μου, καθώς, όταν πλησίασα τον χώρο εγκατάστασης του κοντέινερ, η βροντή ξαναχτύπησε, αυτή τη φορά ως αποτέλεσμα της θέασης ενός βλέμματος που με πήγε πίσω στη πρώτη μέρα αυτού του μαρτυρίου.

Τα μάτια της ήταν ίδια με εκείνης, εκείνης που μάλλον χάθηκε για πάντα, όσο κι αν επίμονα μαχόμουν να την κρατήσω στη ζωή τουλάχιστον ως σκέψη, ως θύμηση κι ως χτύπο καρδιάς. Ήταν απολύτως ίδια, ένα βλέμμα καθαρό, απαστράπτον, ζωηρό, άτακτα περιφερόμενο στο χώρο, συνοδευόμενο από σποραδικά χαμόγελα που τύφλωναν τον ήλιο. Έμεινα να την κοιτάζω αποχαυνωμένος, παρατηρώντας κι άλλες ομοιότητες με τον αδικοχαμένο μου έρωτα, έκπληκτος που μπορεί αυτή η σαχλή κρεατοσακούλα που με συνέχει να νιώθει ακόμα εντάσεις, συγκινήσεις, κάτι, ακόμα κι υπό αυτές τις συνθήκες, όπου η ανθρωπότητα συναντά ένα από τα χειρότερα πρόσωπα της. Για μια στιγμή κατάφερα να μαγνητίσω το βλέμμα της κι ήταν αρκετό για να θυμηθώ τι σημαίνει χαρά και αντικρίσω με νέο θάρρος αυτόν τον επίμονα χάσκων ουρανό, το αύριο – σκεφτόμουν – θα ξυπνήσει καλύτερο, τι κι αν μερικά δευτερόλεπτα αργότερα βρέθηκα καταγής, σπρωγμένος από τη αγενή κι απάνθρωπη βία μερικών ανυπόμονων από τους οικοδεσπότες μας, καλυμμένος με μια παχιά κουβέρτα βωμολοχιών και – παραδόξως – ήρεμος…»

 

 


Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους της αναρτήσεως είτε ολόκληρης, με οποιαδήποτε μεταβολή του ανωτέρω κειμένου και χωρίς την παράθεση του απευθείας συνδέσμου στην ανάρτηση αυτή που είναι: www.ologramma.art

Οι απόψεις των συντακτών είναι προσωπικές και το ologramma.art δεν φέρει καμία ευθύνη.

Το ologramma.art επιφυλάσσεται για την άσκηση των νομίμων δικαιωμάτων του.
Προηγούμενο άρθροΓεννήθηκα στις 10 Οκτωβρίου 1824, Φωτεινή Θεμελή
Επόμενο άρθροΣαν σήμερα έφυγε από τη ζωή ο Friedrich Nietzsche
Γεννήθηκε το 1992 στην Πτολεμαΐδα. Σπούδασε ηλεκτρολόγος μηχανικός στην Θεσσαλονίκη, όπου και συνεχίζει τις σπουδές του ως υποψήφιος διδάκτορας Ιατρικής στο ερευνητικό πεδίο της Ιατρικής Πληροφορικής. Γράφει ενεργά τα τελευταία 12 χρόνια ως αποτέλεσμα της συνεχούς ενασχόλησης του με τη λογοτεχνία, την ποίηση και την φιλοσοφία. Αγαπάει ό,τι έχει να κάνει με τέχνη και κυρίως με τον γραπτό λόγο. Αντιπαθεί τη μετριότητα και το ίδιο. Αγαπάει τον «Άλλο» κι ό, τι συνεπάγεται η παρουσία του. Αγαπάει τον κόσμο και τη δυναμική του να πλάθει νησίδες ομορφιάς. Ενθουσιάζεται με την παραδοξότητα της ύπαρξης και τη μεταβολική της ροή. Χαρακτηριστικό της γραφής του είναι το ποιητικό στοιχείο, σε μια προσπάθεια προσέγγισης της μορφικής πληρότητας του πεζού από τη μία και νοηματικής πληρότητας της ποίησης από την άλλη. Επίσης, τα κείμενα του είναι εμποτισμένα με προβληματισμούς πολιτικής και υπαρξιακής φύσης, ενώ χαρακτηριστική είναι η σχεδόν μόνιμη επιλογή του να απουσιάζουν ονόματα και εξαντλητικές περιγραφές χωροχρονικών πλαισίων (το αντίθετο μάλλον ισχύει). Ο σκοπός της δραστηριότητας του έχει παραμείνει ίδιος με το πέρασμα του χρόνου: να συμβάλλει με κάποιον τρόπο στην τέχνη του λόγου και της ποίησης, αλλά και στην κοινωνική ζύμωση με την αποτύπωση προβληματισμών και ζητημάτων που ταλανίζουν τον σύγχρονο άνθρωπο και με τον επιτονισμό της αναγκαιότητας για ανεύρεση νέων κινήτρων ενατένισης του μέλλοντος και επανεπινόησης του δημόσιου χώρου.