Η Ειρήνη, ή αλλιώς η Ρένα η Σμυρνιά, δεν καταγόταν από τη Σμύρνη. Ο επεξηγηματικός αυτός προσδιορισμός, της δόθηκε χρόνια αργότερα από τη γέννησή της, για λόγους  περίεργους αλλά σίγουρα ερωτικούς. Από μάνα πόρνη και πατέρα άφαντο, η μικρή Ρένα, έπαιξε, χαϊδεύτηκε και μεγάλωσε ανάμεσα σε κορίτσια που ζούσαν πουλώντας το κορμί τους, το οποίο ζήτημα να ξεπερνούσε τα είκοσι χρόνια ζωής.

Ένα «μπουρδέλο» λοιπόν, στέγαζε τα κορίτσια που πάσχιζαν να επιβιώσουν και φυσικά και τη Ρένα που ’χε γαλουχηθεί με τα μυστικά της «πιάτσας» και τα κόλπα της δουλειάς. Παρόλο που ποτέ δεν έμαθε γραφή και ανάγνωση, η όμορφη κοπέλα, πριν ακόμη συμπληρώσει τα δεκατέσσερα, γνώριζε πώς να αποφεύγει τα αφροδίσια νοσήματα, να μην φοβάται τους αγριεμένους πελάτες και να αγνοεί τα λογής λογής πειράγματα και σχόλια. Στα δώδεκά της  χρόνια, επισήμως, «βγήκε» στη δουλειά. Δεν ήταν κάτι που δεν περίμενε, ενώ μετέπειτα συχνά έλεγε και πίστευε πως αυτή ήταν η μοίρα, το γραμμένο της.

Τα χρόνια που η ομορφιά και η χάρη της Ρένας γίνονταν ολοένα και πιο έντονες και η ίδια «ξεκλείδωνε» το επάγγελμα, η Μικρά Ασία βίωνε συνταρακτικές αλλαγές και επεμβάσεις που γρήγορα και νομοτελειακά είχαν τον αντίκτυπό τους στον ελλαδικό χώρο. Μια πτυχή του αντίκτυπου αυτού, εκδηλώθηκε στη ζωή της Ρένας, ένα χειμωνιάτικο πρωινό. Το όνομα αυτής, Μάρκος. Όμορφος, γεροδεμένος και πρόσφυγας. Την πολιόρκησε, την κυνήγησε, τον λάτρεψε. Στα χέρια του Μάρκου η Ρένα, έμαθε τι σημαίνει έρωτας. Τι πάει να πει να λαχταράς να αγαπηθείς και να αγαπήσεις.

Ο πόθος, ο έρωτας, η συνύπαρξη, ο γάμος, τα δεσμά που έβαλαν και τα οποία μόνο συναισθηματικά μπορούσαν να  είναι και τίποτε άλλο, διότι η Ρένα δύσκολα δαμαζόταν αλλά κι ο Μάρκος δυστυχισμένη γυναίκα δεν ήθελε, αποτελούσαν το σύμπαν του ερωτευμένου ζευγαριού. Εκτός όμως από τα δώρα του έρωτα, ο άνθρωπος έχει να αντιμετωπίσει και την ίδια τη ζωή. Η απώλεια της ρίζας, η οικονομική κατάρρευση, τα πολιτικά καθεστώτα, ήταν και είναι παράγοντες που κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να παραβλέψει. Πόσο μάλλον μια μεροκαματιάρα πόρνη και ένας κομμουνιστής μάγειρας!

Μια πόλη και μια απεργία που έγιναν ποίημα και τραγούδι, έφεραν το ζευγάρι κοντά στον θάνατο. Τόσο κοντά που, λίγο πιο πολύ αν τον κόντευαν, θα του παρέδιδαν τις ψυχές τους δια στόματος. Ο έρωτας όμως κι ο θάνατος, φουσκώνουν πολλές φορές την καρδιά και το νου πιο πολύ από όσο πρέπει.

Ο αγωνιστής Μάρκος κι από δίπλα η ζαλισμένη από τον έρωτα Ρένα, μπήκαν σε ένα γαϊτανάκι διωγμού και πόνου. Διωγμός για τον Μάρκο που τον κυνηγούσαν ως συμμορίτη, πόνος για τη Ρένα που αγωνιούσε. Αγώνας στο μέτωπο και στην Αντίσταση για τον Μάρκο, τρόμος για τη Ρένα μην ακούσει τα μαντάτα τα άσχημα.

Με ανθρώπους και προσωπικά προβλήματα να τη συντροφεύουν και να την ταλαιπωρούν, η Ρένα πέρασε από την περίοδο της ξενοιασιάς και του πάθους, στη μίζερη καθημερινότητα της αβεβαιότητας. Να χάνει το κουράγιο της τόσο χώρια όσο και μαζί του, όταν η Τύχη της χαμογελούσε η Τύχη και τον έφερνε κοντά της. Αυτή ήταν η κατάρα του πολέμου που πλέον τους είχε κλέψει την ανεμελιά.

Όταν το αίμα τον Δεκεμβριανών κυλούσε, απαιτούσε να πάρει την πρωτοκαθεδρία στη ζωή των ανθρώπων, μια διαχωριστική κόκκινη γραμμή βάφτηκε στην καρδιά της Ρένας. Εκείνη του τέλους.

Τα χρόνια που πέρασαν, βρήκαν τη Ρένα δίπλα σ’έναν ναύτη «χασικλή», ενώ η ίδια είχε περάσει το κατώφλι της τέταρτης δεκαετίας της ζωής της. Ο ναύτης αυτός, έμαθε στη Ρένα από την τέχνη του χασίς, ως τη μαγεία της θάλασσας. Με αφορμή τον ναύτη, εν ονόματι Ανέστης, η Ρένα έρχεται αντιμέτωπη με το “αγωνιστικό” της παρελθόν. Βασανίζεται και απειλείται  προκειμένου να απαρνηθεί το πιο βαθύ και ουσιαστικό της συναίσθημα: τον Μάρκο και ό, τι εκείνος πρέσβευε, αυτό για το οποίο εκείνος πάλευε και αφιέρωσε τη ζωή του.

Κάπως έτσι, με τη Ρένα να μη λυγίζει, ξεκίνησε μια ανηφόρα δύσκολη για την ηρωίδα μας. Μόνο που αυτή η ανηφόρα δεν οδηγούσε σε κάποιον λόφο ή βουνό, μα στη θάλασσα, σε ένα ξερονήσι, με το όνομα Γιούρα. Γνώρισε την πείνα, την αφόρητη δίψα, την καυτή ανάσα των ξερών βράχων και του ήλιου. Αντάμα, σώματα τσακισμένα από τις κακουχίες, μετρούσαν τις ώρες της εξορίας. Μαζί και η Ρένα, να μετρά τις ταλαιπωρίες του κορμιού και του μυαλού της. Για τις ταλαιπωρίες της ψυχής, τα λόγια περιττεύουν.

Μεγαλύτερη κατά μία δεκαετία, με λίγες  λίρες στην τσέπη, έπιασε ένα σπίτι και προσπάθησε να σταθεί στα πόδια της. Χωρίς ωστόσο να έχει απαρνηθεί τη φύση της, λαχταρούσε τα πάθη όπως ο άρρωστος τη γιατρειά του, έβαλε μπρος για καινούρια. Ακόμη κι αν δεν το είχε επιδιώξει.

Δυο ζάρια και μια γυναίκα, έμελλε να αφήσουν το σημάδι τους στην πολύπαθη πλέον σάρκα της Ρένας. Ώσπου έφτασαν τα χρόνια της δικτατορίας του Παπαδόπουλου και η Ρένα πηγαίνει πότε στην ασφάλεια για ανάκριση ως σεσημασμένη και πότε στο μπουρδέλο που είχε τελευταία πιάσει δουλειά. Στη “διαδρομή” αυτή, γνωρίζει τον Βασίλη τον Ανάρχα.

Έναν ιδεαλιστή που ο κόσμος τον απογοήτευε μέρα με τη μέρα και στα μάτια της Ρένας βρήκε την αγωνίστρια που αναζητούσε. Άρχισαν έτσι, ένας έρωτας, ένα καραβάνι από νέους ανθρώπους που αγαπούσαν και φρόντιζαν τη Ρένα και μια περίοδος αφιερωμένη στις προσωπικές της ανάγκες, χωρίς ωστόσο να έχει κατακτήσει την απόλυτη ηρεμία.

Όταν τη νύχτα του πολυτεχνείου, η Ρένα βγήκε στους δρόμους να ψάξει τον Βασίλη, μαζί με εκείνον, αναζητούσε και τη ζωή της, τα όνειρα, τις προσδοκίες και φυσικά τον άνθρωπο που ποτέ δεν πέθανε μέσα της, τον Μάρκο. Φυσικά, εκείνο το βράδυ, δε μπορούσε να προβλέψει πού θα ξημερωνόταν το επόμενο πρωί. Η καθημερινότητά της είχε οριοθετηθεί από τον περίβολο του Δρομοκαϊτειου, άλλοτε δεμένη, άλλοτε όχι, να παλεύει, –ποια- εκείνη που τραγουδούσε κι έλιωναν οι πλάκες, να ξαναβρεί τη μιλιά της.

Αρχές της δεκαετίας του ’80 κι έχοντας βρει τη μιλιά της, πήρε το δρόμο της επιστροφής. Δεμένη καθώς ήταν η Μοίρα της με τα μπουρδέλα, γύρισε σε αυτά. Γερασμένη πια και χωρίς πολλά πολλά να περιμένει από τη ζωή της, μονάχα ένα πάθος άσβεστο είχε και ποτέ δε θα το παρατούσε. Να βρει το Μάρκο της, να δει τι απέγινε. Μερικές απέλπιδες προσπάθειες, έσπρωξαν το Χρόνο ως τη στιγμή που το ανέλπιστο συνέβη.

Η Τύχη της χαμογέλασε, με τη μορφή ενός λαχνού. Της δόθηκε η ευκαιρία να αποκτήσει όλα όσα ήθελε, όλα όσα για να αποκτήσει έπρεπε να πουλήσει το κορμί της. Μα η Ρένα, γεννημένη μέσα από τους αφρούς του πάθους και της αγάπης, έκανε τα λεφτά αγάπη και αλληλεγγύη και βοήθησε όποιον είχε ανάγκη. Έτσι κι αλλιώς, φαίνεται πως απαρχής, από τη γέννησή της, η γυναίκα αυτή φτιάχτηκε για να αγαπήσει και να αγαπηθεί. Σε πολλές μορφές, με δεκάδες τρόπους, με πτυχές ερωτικές και μη.

Αγάπη, πόθος, πάθη, ηδονή. Εκστρατείες, πόλεμοι, αγώνες, ταλαιπωρίες και βάσανα. Πόνος, αγωνία, αγανάκτηση. Συναισθήματα που διατρέχουν όλη την ιστορία της Ρένας της Σμυρνιάς. Μιας γυναίκας που ήταν ένα προσωποποιημένο πάθος, για ζωή για χαρά, για έρωτα. Μπορούν άλλωστε να επιβεβαιώσουν τον ισχυρισμό αυτόν κι ένας ποιητής, ένας ζωγράφος, μια ρεμπέτισσα κι ένας μουσικός που υμνήθηκαν και θα υμνούνται στους αιώνες.

Όπως ακριβώς και το Πάθος.

Όπως ακριβώς και η Ρένα η Σμυρνιά.


*To βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.

 

Γράφει η Βάσω Κωνσταντινίδου.

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους της αναρτήσεως είτε ολόκληρης, με οποιαδήποτε μεταβολή του ανωτέρω κειμένου και χωρίς την παράθεση του απευθείας συνδέσμου στην ανάρτηση αυτή που είναι: www.ologramma.art

Οι απόψεις των συντακτών είναι προσωπικές και το ologramma.art δεν φέρει καμία ευθύνη.

Το ologramma.art επιφυλάσσεται για την άσκηση των νομίμων δικαιωμάτων του.