Δεν ξέρω πια, πώς να σε φέρω εδώ.
Γιατί είναι μέρες που δεν φτάνουνε τα ποιήματα και τα τραγούδια.
Και οι ζακέτες και το μαγαζί
που εκεί περνάω την ώρα μου και κρύβομαι,
τώρα δεν φτάνουν.
Γιατί είναι η εποχή, οι μέρες, εσύ και οι φίλοι μας.
Που πια πέρασαν και δεν έχουμε και δεν έχω.

Που εσύ φρόντισες να φανείς σιωπηλός,
κι εγώ φρόντισα να σωπάσω.
Που ναι, ζηλεύω όσους είναι μαζί και αγαπιούνται,
όμως εμείς που είμαστε χώρια, θα αγαπιόμασταν πιο πολύ.
Που οι άνθρωποι απομακρύνονται γιατί ξεχνιούνται,
όμως εγώ δεν σε ξεχνώ, κι είσαι τόσο μακριά μου.

Κι όταν οι δρόμοι μου θυμίζουν εσένα,
με συγχωρώ.
Επειδή ο πόνος μας κάνει ταπεινούς και το λάθος μας κάνει σοφούς,
και αυτό με ανακουφίζει για τώρα.

Και επειδή διάλεξα να περπατήσω στο σκοτάδι,
τώρα πεινάω και φοβάμαι.
Όμως θα σε περιμένω στο φως.
Και ξέρω πως δεν χρειάζομαι ρούχα και νόστιμα φαγητά,
διότι όλα αυτά παλιώνουν και χωνεύονται.
Καθώς το ρούχο δεν με ντύνει αρκετά, και το φαΐ με σκάει.

Διότι κάποια πράγματα δεν έγιναν,
αλλά εξακολουθούν να σημαίνουν.
Που σε κάνω συνέχεια ποίημα, για να πάρεις μορφή.
Για να σε διαβάσω και να σε κρατήσω και να με ταϊσω,
και δεν χορταίνω.
Και έχει φτάσει αυτό το ποίημα να σε ξεπερνά,
κι εγώ λιμοκτονώ ακόμα.
Διότι όσα έγιναν δεν επαρκούν κι όσα δεν έγιναν σημαίνουν κάτι.

*Σημείωμα συγγραφέα:

Το ποίημα αυτό αφορά μια κατάθεση συναισθημάτων γύρω από την απώλεια, τη μνήμη και την μάταιη προσπάθεια να κρατήσουμε κάτι που έχει φύγει. Μία απώλεια που πολλές φορές σηματοδοτεί την αλλαγή στην ζωή μας και εμείς αρνούμαστε να δεχτούμε.
Συνδέει την απώλεια με τον καταναλωτισμό. Τα υλικά αγαθά είναι προσωρινά, δεν μπορούν να καλύψουν την πραγματική μας έλλειψη.
Ακόμα και η γραφή, γίνεται ένας τρόπος να κρατηθεί κοντά κάτι που έχει φύγει. Όπως και τα ρούχα και το φαγητό, το ποίημα δεν μπορεί να “ταϊσει”, δεν μπορεί να “χορτάσει”. Ούτε πρακτικά, ούτε συναισθηματικά.

Ποια είναι η ουσία; Ποιο είναι το πόιντ;
Ότι όλα όσα υπάρχουν γύρω μας, μετά από ένα διάστημα χάνονται. Το μόνο που μπορεί να μείνει είναι το συναίσθημά μας. Η ψυχή μας. Αυτό που νικά τον χρόνο και την απόσταση. Που δεν χορταίνει με ένα ρούχο ή ένα ποίημα. Που έχει την ανάγκη να αγαπά κάποιον, ακόμα και σε καιρό απουσίας. Που μέσα από τον πόνο γυμνάζεται και μέσα από το λάθος μαθαίνει.
Η ψυχή.

Άρα τελικά, από πού πρέπει κανείς να ξεκινά να καλύπτει μία έλλειψη; Και πόσο η ανάγκη μας για συνεχή καταναλωτισμό, σηματοδοτεί την ανάγκη μας να κλείσουμε ένα κενό;

 

 


Σ.
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους της αναρτήσεως είτε ολόκληρης, με οποιαδήποτε μεταβολή του ανωτέρω κειμένου και χωρίς την παράθεση του απευθείας συνδέσμου στην ανάρτηση αυτή που είναι: www.ologramma.art

Οι απόψεις των συντακτών είναι προσωπικές και το ologramma.art δεν φέρει καμία ευθύνη.

Το ologramma.art επιφυλάσσεται για την άσκηση των νομίμων δικαιωμάτων του.
Προηγούμενο άρθρο|Ralph Waldo Emerson
Επόμενο άρθρο|Richard Bach
Γεννήθηκε το Φθινόπωρο του 1990. Έχει αποφοιτήσει από το Τμήμα Δημοσίων Σχέσεων και Επικοινωνίας αλλά και από το Τμήμα Ειδικής Αγωγής του Πανεπιστημίου Αιγαίου. Ασχολείται ερασιτεχνικά με την φωτογραφία. Αγαπά… τα παιδιά, τα βιβλία, το θέατρο, την ιταλική μουσική, την ησυχία, τη χειμωνιάτικη λιακάδα, την καλοκαιρινή βροχή, τα ταξίδια που ανανεώνουν τις ανάσες της, τη γεύση του καφέ. Συγκινείται με… τους γενναιόδωρους ανθρώπους, την ευγένεια, τις ευχές, τα γράμματα σε σχήμα καλλιγραφικό με κόκκινο στυλό. Επιμένει… να κοιτάζει τον ουρανό γιατί ξέρει -πια- πως δεν έχει μόνο σύννεφα αλλά έχει και ήλιο και φεγγάρι και αστέρια... Πιστεύει… στο Αόρατο, στο Καλό, στις Συναντήσεις των ανθρώπων. Αισθάνεται… Ευγνωμοσύνη, Εμπιστοσύνη, Ελευθερία… Ξεκινά… και ολοκληρώνει την ημέρα της με την ίδια πάντα ευχή… Από μικρή ονειρευόταν να σκαρώσει το δικό της περιοδικό.