Η υγρασία
Όλα τα υπόγεια είναι υγρά. Βεβαίως και το δικό μου. Και είναι λογικό αυτό, γιατί το υπόγειο είναι οι ρίζες του σπιτιού, και όσο πιο υγρές είναι οι ρίζες του τόσο και πιο πολύ το σπίτι ευτυχεί και θάλλει. Ωστόσο, η υπερβολή είναι κακή και, δυστυχώς, βρίσκεται πάντα εκεί και καιροφυλακτεί, την ευκαιρία για να βρει να καταλύσει κάθε μέτρο, κάθε λογική. Έτσι, χωρίς να καταλάβω πώς αρχίσανε οι τοίχοι μου να κλαίνε. Τέτοια ευαισθησία, σκέφτηκα, ποιος θα περίμενε από ντουβάρια τέτοια ευαισθησία; Όμως τα πράγματα δεν ήταν έτσι. Οι τοίχοι μου παρέμεναν αναίσθητοι, όπως η τύχη μου, αλλ’είχαν προσβληθεί απ’την ασθένεια του υπογείου. Με άλλα λόγια, το ισόγειο του σπιτιού μου όπως και ο πρώτος όροφος είχαν γίνει υπόγεια. Αν συνεχίσει αυτή η κατάσταση, αν δηλαδή η ακατάσχετη επέλαση της υγρασίας δεν ανακοπεί, σε λίγο θα βρεθώ σ’έναν επίγειο ή και υπέργειο βυθό.
Τα φαντάσματα
Μες στο υπόγειο, βρίσκουν καταφυγή ακόμη και φαντάσματα, ψυχές βασανισμένες εννοώ που προτιμούν να βρίσκονται στο σκότος, ψυχές που τις αδίκησε το φως. Κουρνιάζουν εκεί μέσα κι ωριμάζουν σαν το κρασί, σιγά σιγά κι υπομονετικά, μέχρι ν’αποκτήσουν σώμα και άρωμα, όπως το παλιό, καλό κρασί, και να περάσουν, σαν αυτό, στις φλέβες μας.
Το ποδήλατο
Το παιδικό ποδήλατό μου, ο άλλοτε απαστράπτων Πήγασος που απογειωνόταν μόλις τον καβάλαγα, έχει για πάντα τώρα υπογειωθεί. Κι ας λέω ψέματα, αδιάκοπα, στον εαυτό μου και σ’εκείνο, πως, κάποια μέρα, θα του αλλάξω λάστιχα, απ’τη σκουριά του θα το γδύσω, θα το λαδώσω και θα το γυαλίσω κι όλο τον κόσμο μαζί του θα γυρίσω. Το παιδικό μου ποδήλατο έχει για πάντα υπογειωθεί. Το ξέρω και το ξέρει.
Οι αράχνες
Ακοίμητες, αεικίνητες, υφαίνουν οι αράχνες στο υπόγειο περίτεχνα ποιήματα, υπό μορφήν ιστού, αλάνθαστες παγίδες για τους αφελείς που, γοητευμένοι, ξεχνούν τις αποστάσεις ασφαλείας και εισχωρούν για πάντα μες στην ποίηση, μεταμορφώνοντάς την έτσι σε σφαγείο. Δεν έχουν τέτοια πρόθεση οι αράχνες. Αυτές υφαίνουν τα ποιήματά τους για τη χαρά της ύφανσης και μόνο, κι έρχονται όλοι αυτοί οι ανόητοι και τα χαλούν, προσθέτοντας σ’αυτά τα πτώματά τους.
Ο μπαμπούλας
Κάποτε, κατοικούσε στο υπόγειο κι ο Μπαμπούλας που παίρνει τα κακά παιδιά. Τώρα, δεν είμαι πια κακό παιδί, δεν είμαι καν παιδί κι ούτε ο Μπαμπούλας μένει πια εκεί. Έχει μετακομίσει από καιρό. Μέσα μου μετακόμισε. Έτσι μπορώ, όποτε θέλω, στο υπόγειο να πηγαίνω.
Σημείωση
Ανέβηκα στο πιο ψηλό σημείο του σπιτιού μου, στην ταράτσα, για να ξεσκάσω λίγο από την κλεισούρα του υπογείου, να δω τ’αστέρια, αλλά ήταν τόσο μακρινά που ένιωσα ότι βρισκόμουνα ξανά στο υπόγειο. Ναι, η ταράτσα μου ήταν το υπόγειο του ουρανού.
(απόσπασμα)
Γεννήθηκε το Φθινόπωρο του 1990. Έχει αποφοιτήσει από το Τμήμα Δημοσίων Σχέσεων και Επικοινωνίας αλλά και από το Τμήμα Ειδικής Αγωγής του Πανεπιστημίου Αιγαίου.
Ασχολείται ερασιτεχνικά με την φωτογραφία. Η πρώτη της φωτογραφική έκθεση είχε θέμα το νησί της Φολεγάνδρου και παρουσιάστηκε στη Θεσσαλονίκη το 2017. Έχει λάβει μέρος σε ομαδικές εκθέσεις και έργα της εκτίθενται στην «Ολυμπιακή Δημοτική Πινακοθήκη Σπύρος Λούης» στο Μαρούσι στα πλαίσια της εκδήλωσης «2ο Φεστιβάλ Εικόνας Τέχνης και Πολιτισμού» για το 2017.
Αγαπά… τα παιδιά, τα βιβλία, το θέατρο, την ιταλική μουσική, την ησυχία, τη χειμωνιάτικη λιακάδα, την καλοκαιρινή βροχή, τα ταξίδια που ανανεώνουν τις ανάσες της, τη γεύση του καφέ.
Συγκινείται με… τους γενναιόδωρους ανθρώπους, την ευγένεια, τις ευχές, τα γράμματα σε σχήμα καλλιγραφικό με κόκκινο στυλό.
Επιμένει… να κοιτάζει τον ουρανό γιατί ξέρει -πια- πως δεν έχει μόνο σύννεφα αλλά έχει και ήλιο και φεγγάρι και αστέρια…
Πιστεύει… στο Αόρατο, στο Καλό, στις Συναντήσεις των ανθρώπων.
Αισθάνεται… Ευγνωμοσύνη, Εμπιστοσύνη, Ελευθερία…
Ξεκινά… και ολοκληρώνει την ημέρα της με την ίδια πάντα ευχή…
Από μικρή ονειρευόταν να σκαρώσει το δικό της περιοδικό.