Μιλήστε μας για το έργο σας. Ποιά είναι η κινητήριος δύναμη και παρεπόμενα ο σκοπός σας;
Η κινητήρια δύναμη που κρύβεται πίσω από τα γραπτά μου είναι εν πολλοίς υποσυνείδητη. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Παπαδιαμάντης μιλούσε για «έργα ουχί παραδεδεγμένης χρησιμότητος».
Διδάσκετε δημιουργική γραφή. Είναι η συγγραφή κάτι που διδάσκεται από το μηδέν ή προϋπάρχει και προοδεύει με την ενασχόληση και την τριβή;
Η παρόρμηση για γράψιμο δεν διδάσκεται, όπως δεν διδάσκεται και το ταλέντο. Τεχνικές οδηγίες, όμως, μπορείς κάλλιστα να πάρεις από κάποιον γνώστη του αντικειμένου και να εξασκηθείς ακολουθώντας τες. Ωστόσο, μου κάνει εντύπωση ότι ανάλογες ερωτήσεις γίνονται σε λογοτέχνες, αλλά ποτέ σε μουσικούς, ζωγράφους ή χορευτές. Κανείς δεν αναρωτιέται γιατί υπάρχουν, κι αν λειτουργούν αποτελεσματικά, τα ωδεία και οι σχολές καλών τεχνών και χορού.
Τί σας γεννά την επιθυμία να γράφετε; Τί ελπίζετε από αυτό;
Η επιθυμία για γράψιμο προέρχεται, ασφαλώς, από τα ερεθίσματα που σου παρέχει η ίδια η ζωή. Και πολύ θα ήθελα να λέω, όπως ο Καζαντζάκης: «Δεν ελπίζω τίποτα. Δεν φοβούμαι τίποτα. Είμαι λέφτερος». Συνήθως, όμως, ελπίζω τα καλύτερα, φοβάμαι ένα σωρό πράγματα και νιώθω σκλάβος άλλων τόσων.
Αποτελεί αισιόδοξο κομμάτι σας η συγγραφή ή λύτρωση για την απαισιοδοξία των εποχών;
Γράφω εκφράζοντας και τις αισιόδοξες και τις απαισιόδοξες πλευρές μου. Και συχνά, παραδόξως, τα πράγματα λειτουργούν αντίστροφα. Έχω ξεκινήσει βυθισμένος σε καθαρόαιμη απελπισία, και γεννήθηκαν γραπτά παρηγορητικά. Κι έχω πάρει μπρος πανευτυχής, για να καταλήξω μπλεγμένος σε μια σκοτεινή δυστοπία. Το μόνο σίγουρο είναι ότι ουδέποτε αυτολογοκρίθηκα.
Θεωρείται τον εαυτό σας καλλιτέχνη, επαναστάτη ή ρεαλιστή;
Και τα τρία, κι ας είναι εν μέρει αντιφατικά. Όμως, άνθρωπος σημαίνει αντίφαση. Βεβαίως, οι περισσότεροι αρνούνται να αποδεχτούν τις αντιφατικές όψεις τους, και καταπιέζονται, με αποτέλεσμα να νιώθουν ευνουχισμένοι. Κατά τα άλλα, στο βάθος, ο αληθινός καλλιτέχνης είναι αναπόφευκτα επαναστάτης. Κι ακόμη, όσο κι αν είναι ρομαντικός ή φαντασιόπληκτος, δεν μπορεί παρά να είναι και ρεαλιστής. Αλλιώς, δεν θα κατόρθωνε να επιβιώσει ούτε για ένα εικοσιτετράωρο.
Με τί ασχολείστε αυτήν την περίοδο;
Πάντως, δεν γράφω. Για την ακρίβεια, δεν έχω γράψει γραμμή εδώ και δύο χρόνια, αφότου τελείωσα τον «Άνθρωπο που έκαψε την Ελλάδα». Λες και αγωνίζομαι να διαψεύσω όσους με αντιμετωπίζουν ως εργοστάσιο λογοτεχνικών κειμένων. Θα έλεγα ότι, απλώς, ζω. Και, προφανώς, φορτίζω άθελά μου τις ψυχικές μπαταρίες μου για κάποιο μελλοντικό γραπτό.
Υπάρχει, κατά τη γνώμη σας, πλέον κάτι σπουδαίο στην ελληνική κοινωνία και ειδικότερα στον Νεοέλληνα; Ποιά είναι η ανάγκη μας;
Παρότι βιώνουμε μέρες μεγάλης παρακμής, τα σπουδαία στην κοινωνία μας προέρχονται από την ίδια πηγή από την οποία αναβλύζει και η ασημαντότητά μας. Εν ολίγοις, για όλα τα καλά και τα άσχημά μας ευθύνεται ο αναρχικός εγωϊσμός που μας δέρνει εμάς τους Νεοέλληνες. Αυτός μας κάνει ανοργάνωτους αλλά και ατίθασους, ποταπούς αλλά και γενναίους, σκληρούς αλλά και συναισθηματικούς, μίζερους αλλά και μεγαλόκαρδους. Και πάει λέγοντας.
Ποιά βιβλία σας θεωρούνται απομακρυσμένα από την πεπατημένη που αγαπά το κοινό σας; Πώς γεννιέται κάτι διαφορετικό;
Τα μισά βιβλία μου είναι ακραία και άγρια, τα άλλα μισά γλυκά και τρυφερά. Σε βαθμό που ορισμένοι με αντιμετωπίζουν σαν διχασμένη προσωπικότητα. Βαυκαλίζομαι ότι και στα μεν και στα δε εκφράζω την εποχή μας. Όχι ως στεγνός χρονικογράφος της, αλλά ως ευαίσθητος δέκτης που τη μεταπλάθει ευφάνταστα και δημιουργικά. Δεν είναι τυχαίο ότι εκτός από τις αναγνώστριες και τους αναγνώστες μου που τους αρέσει η μία κατηγορία βιβλίων μου και τους απωθεί η άλλη, υπάρχουν και οι φανατικοί που τ’ αγαπάνε όλα. Οι τελευταίοι δεν είναι μόνο ότι με καταλαβαίνουν καλύτερα και ότι τους ανήκω ολοκληρωτικά. Αυτοί, όπως κι εγώ, είμαστε τα αληθινά παιδιά των ημερών μας, και θεωρώ ότι αντέχουμε να ζούμε με τα μάτια και τ’ αυτιά μας διάπλατα ανοιχτά.
«Ως γνωστόν, μπορείς να δεις το πορτρέτο μιας γενιάς, είτε όταν αυτή πρωτοβγαίνει στην ιστορική σκηνή είτε όταν βρίσκεται στην ακμή της, αλλά θα την κρίνεις εκ του ασφαλούς μόνον όταν απέρχεται. Ωστόσο, η δική μου γενιά, στην Eλλάδα τουλάχιστον, αν και ξεκινώντας διέθετε συλλογικά χαρακτηριστικά, άρχισε να τα χάνει στην πορεία. Kαι από «γενιά μου» μεταβλήθηκε σε «γενιά του «μου». Tου κτητικού «μου» πάντα, του δικού μου, του εγώ μου.»
O αγαπημένος συγγραφέας Βαγγέλης Ραπτόπουλος μιλά στην Μελπομένη Τ. Λαζαρίδου και το Ologramma.
Η Μελπομένη είναι νομικός. Αγαπάει το φθινόπωρο, τα βιβλιοπωλεία, την τηλεόραση. Πιστεύει πως οι μέρες πληθαίνουν με την αφή, την πίστη και τον άνθρωπο. Το Ολόγραμμα φιλοξενεί τις συλλογές και τις διαθέσεις της. Γεννήθηκε το ‘94, έμαθε να διαβάζει με λεξικό και να γράφει. Σκέψεις της συνοδεύουν τις φωτογραφίες σας.