Αρχική Ετικέτες Ποίηση

Ετικέτα: Ποίηση

Μεσονύχτι, Νίκος Καρούζος

Μικρή γυναίκα βλέποντας τη συμφορά έχουν μεθύσει τα μέλη σου από έρωτα που θύεται αγνότερος αντίκρυ στ’ άστρα. Κ’ εγώ θα μείνω μια βρόμικη προσευχή με κρύσταλλα χρωματιστά ψηλά...

Εκείνη, Χρίστος Λάσκαρης

Τα χείλη της σε λόγια ερωτικά με παρασύρουν πάντοτε καθώς και τα μαλλιά της τα πολλά κι αμάζευτα. Μόνο τα χέρια της, έτσι δεμένα που σωπαίνουνε στο στήθος της, με...

Όταν σε περιμένω, Ντίνος Χριστιανόπουλος

Ὅταν σὲ περιμένω καὶ δὲν ἔρχεσαι, ὁ νοῦς μου πάει στοὺς τσαλακωμένους, σ᾿ αὐτοὺς ποὺ ὧρες στέκονται σὲ μία οὐρά, ἔξω ἀπὸ μία πόρτα ἢ μπροστὰ σ᾿...

Όλα τα βράδια, Τζόυς Μανσούρ

Θέλω να κοιμηθώ πλάι πλάι μαζί σου Μαλλιά μπερδεμένα Αιδοία γαντζωμένα Με το στόμα σου για προσκεφάλι Θέλω να κοιμηθώ μαζί σου ράχη ράχη Δίχως να μας χωρίζει ανάσα Δίχως...

Ελιγμός, Οδυσσέας Ελύτης

Στα μαβιά κρόσσια της οδύνης Στʹ αγάλματα της αγωνίας Στις υγρές σιωπές Υπάρχει ένα πρόσωπο Τόσο πολύ βγαλμένο από τα δάκρυα… Η θητεία του καλοκαιριού Στα πεύκα και στα κύματα Ένας...

Τρία ποιήματα της Μίνας Πατρινού

Ι Με πέντε λέξεις θα κόψω τον ασβεστωμένο τοίχο, ομφαλός πορφύρες σεντεφένια αγριοπούλια ίριδα ό,τι πέτρωσε να βγει στον αέρα τον ζεστό και να ρουφήξει τη νύχτα σαν να 'ναι βυσσινάδα. Λεπτολόγο το φεγγάρι κεντά μ' ασημόχρωμα τις...

Aγαπώ Άρα Κινδυνεύω, Μάρκος Μέσκος

Aγαπώ άρα κινδυνεύω γιατί βαδίζω μέσα στην καρδιά μου   και νά το μεσημέρι βόδι κουρασμένο αμίλητο νερό μορφή του κόσμου μαλαματένια στο δέντρο απάνω το πουλί τσιούρ-τσιούρ απομεσήμερο και...

O χαμένος καιρός δε χάνεται, Γιάννης Αγγελάκας

Ο χαμένος καιρός δε χάνεται Οι ώρες που σκοτώνουμε επιζούν Κάποιος θεός τις συμμαζεύει Ζητά πίστη για λύτρα Και μεις πληρώνουμε Όλα τελικά Επιστρέφουν σε μας Τα δάκρυα σαν εξατμίζονται δε...

Μικρές Βελτιώσεις, Κική Δημουλά

Ν’ αγκαλιάσω θέλω. Όχι, δεν εννοώ αυτό που υπαινίσσεται το θέλω. Αντίθετα, δε θέλω να έχει αυτή η κίνηση κανένα περιεχόμενο ελεύθερη να είναι αδέσμευτη. σε κανένα αίσθημα να μην έχει καμιάν...

Ἡ ἔναστρη φωτεινότητα, Νίκος Καρούζος

Ὁ ἄνθρωπος ποὺ εἰσόρμησε πιὰ στὴν ἀπώτερη θλίψη μὲ δίχως ἔστω ἕνα τριαντάφυλλο μ᾿ ἐκεῖνα τ᾿ ἀκατέργαστα στὴν ὤχρα μεινεσμένα μάτια στὸ μισοσκέπαστο ἐρημόκκλησο σέρνοντας τὴ μεγάλη ἀνάπηρη...

Top

Γυμνό σώμα, Γιάννης Ρίτσος

(απόσπασμα)   Κείνη η καρέκλα. Πάντα. Εκεί που καθόσουν. Αμετακίνητη. Έλεγες: είμαι εσύ, εσύ, εσύ. Κι εγώ; Εσύ κ’ ήρθες. Χιλιάδες φορές ξανάπα τ’ όνομά σου.   Δεν σε είπα. Τ’ όνομά σου ανεξάντλητο.