[..] ‘’Μαθαίνουμε λοιπόν εκεί ότι ο Ύπνος, γιος της Νύχτας και του Ερέβους, μικρότερος αδελφός του Θανάτου, νυμφεύεται τη γλυκιά Πασιθέη, θεά της χαλάρωσης και της ξεκούρασης, και μαζί θα αποκτήσουν τέσσερα φοβερά και εκπληκτικά παιδιά, τους Όνειρους: ο Μορφεύς, ο Φοβήτωρ, ο Φάντασος και ο Ίκελος. Ο Μορφέας παίρνει φυσικά το όνομά του από τη λέξη «μορφή» και δουλειά του είναι, τί άλλο, να δίνει οποιαδήποτε ανθρώπινη μορφή στα όνειρα και στα οράματα των ανθρώπων, να διαμορφώνει τις εικόνες και τα όντα που κατοικούν μέσα σ’αυτά. Ως πιο ισχυρός από τα υπόλοιπα αδέλφια του, ήταν και ο μοναδικός θεός που μπορούσε λέει να επέμβει στα όνειρα των βασιλέων και των ηρώων, ενώ επίσης μετέφερε τα μηνύματα των θεών στους θνητούς με τη μορφή ονείρων’’.
Κάπως έτσι, η Ζυράννα Ζατέλη, μας εξηγεί τι περίπου πίστευαν οι άνθρωποι για τον ύπνο και αυτό που φέρνει αυτός μαζί του, τα όνειρα.
Μέσα από δικές της σκηνές, οι οποίες έλαβαν χώρα στο σανίδι που γεννιέται κάθε βράδυ στο υποσυνείδητο και ποτέ ξανά δεν εμφανίζονται με τον ίδιο τρόπο και την ίδια μορφή, η συγγραφέας μας παρουσιάζει ιστορίες, αποκόμματα, στιγμιότυπα που από παιδί της έκαναν εντύπωση, την τρόμαζαν, της γεννούσαν ιδέες ή απλώς την προβλημάτιζαν.
Το πρώτο όνειρο που μας αποκαλύπτει, φιλοξενεί δυο φάλαινες. Ένας αγώνας ανάμεσα στα κητώδη θηλαστικά και στα κύματα. Κι η αφηγήτρια, να παρακολουθεί αγωνιωδώς τη μάχη αυτή, να ανησυχεί μήπως κι η στεριά παραπλανήσει τις φάλαινες και τους απομυζήσει κάθε ίχνος ζωής.
Κάπου ανάμεσα στο πλήθος, ένας ηλικιωμένος άντρας, πλησιάζει και απλά, ανώδυνα, προσφέρεται να κουβαλήσει λίγο από το βάρος της ψυχής της.
Όταν κατάλαβε πως το έντονο χρώμα των νυχιών της είχε χαθεί, είχε ξεβάψει, έντρομη, ζητά από τους θαμώνες ενός καπηλειού να της επιβεβαιώσουν πως δεν κοιμάται, πως είναι ζωντανή. Πως το όνειρό της, ήταν η πραγματικότητα, ενώ παράλληλα κοιμόταν.
Ζητώντας ξανά βοήθεια, αυτή τη φορά για να κατευνάσει έναν τρομερό πονοκέφαλο, συναντά τον Νίτσε. Ή έστω, κάποιον του οποίου τα μάτια της θυμίζουν εκείνον. Μονάχα που δεν θυμάται τα λόγια τους, ίσως εκείνα να τη διαβεβαίωναν.
Σε ένα άλλο πάλι όνειρο, ένας άντρας, μαυροντυμένος αγγελιαφόρος, την πληροφορεί πως πέθανε ο Μάρκες. Αλήθεια ή ψέματα, μονάχα το ποτάμι και τα καρύδια στις χούφτες του το ήξεραν!
Εγκλωβισμένη σε ένα τοπίο από κοκκινωπά βουνά και στις ίδιες της τις κινήσεις, προσπαθεί να αποτρέψει έναν κίνδυνο. Μια απροσδιόριστη αίσθηση κάποιου κινδύνου που ερχόταν . Κι εκείνη, κάτι πρέπει να κάνει. Δε φοβάται, πιο πολύ η γοητεία του άγνωστου αυτού φόβου την κινητοποιεί. Την αναγκάζει να πιέσει το σώμα της, το μυαλό της. Να ξυπνήσει, να βγει από το όνειρο.
Σε ένα ανάλογο τοπίο, μυστηριώδες και παράξενο. Ψάχνει η αφηγήτρια τη μητέρα της, η φιγούρα της οποίας, κατατρύχει όλα σχεδόν τα όνειρά της. Μετά από χρόνια εγκλεισμού κι ακινησίας, η μητέρα έχει πια φύγει και η κόρη την αναζητά. Μα όσο πιο πολύ την αναζητά, τόσο πιο πολύ βυθίζεται στη γη. Φτάνει ως εκεί, μα χρειάζεται βοήθεια. Την ζητά από κάποιους παριστάμενους, οι οποίοι, πρόθυμοι, της ρίχνουν φως στα πόδια, να βλέπει πού πατά. Το τοπίο, μαγικό, μυστηριακό κι αυτό. Μα η απεραντοσύνη του, προβληματίζει την κόρη. Θα μπορέσει άραγε άμεσα και κυρίως, έγκαιρα, να βρει τη χαμένη μητέρα;
Σε μια διαδρομή λεωφορείου, κάπου στη Λισσαβόνα, ο ύπνος (μέσα στον ύπνο) παίρνει την αφηγήτρια και την οδηγεί αλλού: σε μια συναυλία του Νικ Κέηβ, η παρουσία του οποίου εντοπίζεται και σε άλλα όνειρά της.
Από την άλλη, ο χειμώνας σκληρός κι αδίστακτος, καταβροχθίζει μπρος στα μάτια της, τα πάντα. Ο ποταμός φουσκωμένος κι άγριος, παρασέρνει ζώα κι ανθρώπους. Μάταια οι φωνές προσπαθούν να σωθούν.
Ένας άντρας, ασυνήθιστος στην όψη και στην ψυχή, ανοίγει την καρδιά του. Με μια του λέξη, προσφέρει στην ηρωίδα αγόγγυστα μιαν υπόσχεση, ενώ εκείνη βασανίζεται από τη σκέψη τι θα απογίνει με τους γείτονες και τα τρία διαφορετικά χρώματα.
Το αίμα που μουσκεύει τις πετσέτες, το γυμνό σώμα που στέκι σα να περιμένει κάτι, κοπέλες που πεθαίνουν από καρδιά, άνθρωποι και ζώα που χρήζουν προστασίας, είναι λίγες από τις σκηνές που «παίχτηκαν» στα όνειρα της Ζυράννας Ζατέλη.
Εικόνες παράταιρες, μελαγχολικές, απλές και σύνθετες, δημιουργούν το σύνολο ονείρων που η συγγραφέας αδιαλείπτως σημείωνε και σημειώνει σε τετράδια, χωρίς ακόμη να έχει ξεκαθαρίσει αν αυτά που βλέπει στον ύπνο επηρεάζουν όσα κάνει και είναι ή αν αυτά που κάνει και είναι, προσδιορίζουν τα ίδια της τα όνειρα.
Ένα σύνολο ιστοριών. Σεναρίων που, άλλοτε γεννά ο νους, άλλοτε η φαντασία κι άλλοτε η καρδιά μα κανείς δεν μπορεί επακριβώς να ερμηνεύσει και να καταλάβει.
Ίσως κι αυτός να΄ναι ο προορισμός του ονείρου. Να μένει πάντα ”αξεδίλιατο’’.
Μέχρι το επόμενο. –
Λίγα λόγια για τη συγγραφέα…
Η Ζυράννα Ζατέλη γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε θέατρο και εργάσθηκε ως ηθοποιός στο θέατρο και στο ραδιόφωνο. Το 1973, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, ενώ το πρώτο της βιβλίο, η «Περσινή Αρραβωνιαστικιά», έκανε την εμφάνισή του το 1984. Από εκεί κι έπειτα ακολούθησε μια σειρά βιβλίων, διηγημάτων και μυθιστορημάτων, ενώ πολλά από αυτά, βραβεύθηκαν με σημαντικά βραβεία. Διηγήματά της έχουν μεταφρασθεί σε διάφορες γλώσσες.
*Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
Γράφει η Βάσω Κωνσταντινίδου.
Γεννήθηκε και ζει στη Δράμα. Στην Κομοτηνή, σπούδασε Νομική. Ανάμεσα στις πολλές ώρες στα πολλά βιβλία και σημειώσεις για τη σχολή, έβρισκε χρόνο για να διαβάζει και τα άλλα, τα λογοτεχνικά. Αν ρωτήσει κανείς έναν φίλο της, θα την χαρακτηρίσει με δυο λέξεις: βιβλία και καφές.
Στο «Ολόγραμμα» παρουσιάζει – προτείνει βιβλία –όλων των ειδών- που αγαπά και θεωρεί άξια προσοχής.