Ξάφνου γέμισε ο θόλος
με ρόδα κόκκινα, βαμμένα,
σαν σμήνος από καρδινάλιους πορφυρούς,
λουσμένους με το αίμα της ανάγκης,
να πεταρίζουν στον αιθέρα.
Στο χώμα το βρεγμένο,
από την βροχή το δακρυσμένο,
ένα φτερό χαμένο, ξεριζωμένο
λάφυρο του ουρανού δοσμένο.
Ένας ήλιος γευματίζει,
σαν τύχει να ασπρίζει
τα ξωκλήσια της τύχης, της ασάλευτης.
Σκόρπισαν οι φόβοι και έγιναν χαλί
να το διαβούν οι μυροφόροι, οι χρυσοφορεμένοι,
οι κελευστές του Ήλιου και του Θάρρους.
Απόκρημνα τα ελαιόδεντρα έγειραν
στης ανάγκης τον βαθύ τον ίσκιο,
μέχρι να γίνουν της σκιάς το συναπάντημα.
Μαζί με τα ρόδα, τα κόκκινα,
ροδαλός και ο ήλιος της αυγής.