Η ώρα του ειδώλου
Γη, μάνα, γύρισε και στη στροφή σου κάνε τη μέρα να γείρει
κάνε τον ήλιο να γονατίσει και σκέπασε με θάλασσα όσα είδε το φως!
Φέρε τη νύχτα να κρύψει τους αλαλαγμούς της ανάγκης.
Πόση αγωνία παγωμένη σέρνει πίσω η βασίλισσα των μορφαλλακτών !
Κάθε τι κρύβει μέσα του και το αντίθετό του, όμως
-σαν άντρας που σέρνει τη σκευωρία που έπλεξε στου νου του τη ρουλέτα-
ξεχνώ την απαγγελία να λύσω και από το λαιμό μου την ευχή να βγάλω,
να σταθώ μέχρις ότου η αυγή χαράξει.
Το ένα φέρει μέσα του και το αντίθετό του.
Η γη με ξέβρασε για να βρω που ανήκω
και για αυτούς που αγαπώ παραμύθια θα πω, ιστορώντας τις κοφτές ανάσες που παίρνουν ακόμα στης ψυχής τους τα χαλιφάτα.
Οι δικοί μου ήρωες γνωρίζουν πότε κερδήθηκε μια ήττα και πότε θα ματαιωθεί μια νίκη.
Οι δικοί μου τραγικοί την πολύφυλλη κρούστα της γης διέρρηξαν για να βρουν
πού αρχίζει το νόημα, πού λήγει η αναμονή.
Πόσο ανακουφιστική η πίστη τους στην ευταξία των μελλούμενών τους !
(όσο και ο ίμερος του ήμερου ανιμισμού μου)
Τι μένει όταν το τέλος σημαίνει;
Αναρωτιέσαι η σκιά της αγάπης σου πού διαμένει.
Εισέπνευσε την όψη όσων στην καρδιά σου έγειραν και χάραξαν το μερίδιό τους.
Ξέπλυνε τη στιγμή που το μαχαίρι απ’ τα χέρια τους άρπαξες και αντ’ αυτού το έμπηξες μέσα
κι άλλο!
κι άλλο!
Σαν μαύρη τρύπα να έγινε το κορμί που όταν έπρεπε σε τέλμα δεν υπεχώρησε,
με νύχια και σίδηρο ο όλεθρος να διασπαρεί
και η σάρκα να ανοίξει την ψυχή μου να δω ποιο κομμάτι λείπει.
Γυρνώ στον καθρέφτη και με κοιτάς χρόνια ήδη.
Έχεις μάτια που γνωρίζω,
έχεις σκοτωμένα μάτια που εγώ αναγνωρίζω.
Κούμπωσε το δέρμα σου και θόλωσε την υφή μου,
γείρε κοντά μου, την αύρα μου στης γης τη δύση, στράγγιξέ την και φόρα την κορώνα.
Γείρε κοντά μου, σε γνωρίζω, ένωσε τα χέρια σου με τα δικά μου.
Ο ήλιος μιμείται τη ζωή και πλαγιάζει.
Σε αυτόν προσπέφτω που σκοτώνει τις ερωτήσεις.
Κ ‘εγώ, σαν είδωλο του ραγισμένου νου δεν είμαι παρά ο απόηχος της μόνης ερώτησης που δεν τολμάς να πεις,
που απέθαντη κείτεται στα χαλάσματα του λογικού:
‘ Ποιος στα σκότωσε;’
*
Προσευχή
Περπατούσα και είδα, σαν άνθρωπος που κοιτά μόνο κάτω,
να αποσυντίθενται τα φύλλα του φθινοπώρου.
Τα άκρα τους και οι οπές στον τρυφερό κορμό τους αλείφονται από
μια κρυσταλλική, λευκή πάχνη που επεκτείνεται και τα γλύφει,
αναρριχούνται επισπεύδοντας τη φθορά.
Όπως και η ζωή σε όλα της που αγαπά.
Ευχήθηκα να ήταν έτσι και για τους ανθρώπους.
Ευχήθηκα η αποσύνθεση να ήταν τρυφερή και γενναιόδωρη.
Να μην παρελαύνει με τρόμο αλλά με δέος.
Να σιμώνει τους ανθρώπους ευλαβικά, με λατρεία, να τους άγγιζε με θάμπος.
Και όπως ακριβώς το κύμα κυλά και καταπίνεται όταν η άμμος εκπνέει,
έτσι και τα κύτταρα να δέονται τη φθορά,
σε ρίγη να αναλύονται όταν αυτή διεισδύει στο δέρμα.
Ο άνθρωπός μου να μετατρέπεται σε κάτι κατανυκτικά όμορφο που
από την αγωνία και το φόβο τον άνθρωπο θα ανακουφίζει.
Ή αγάλματα να γινόμασταν, έργα τέχνης,
μαρμάρινοι και απαστράπτοντες και αιώνιοι
για να λέμε ότι η ψυχή είχε επάξιο θηκάρι.
*
Τα Ύστερα του κόσμου
Ευώδυνος βαθιά είναι ο ύπνος.
Η ημέρα δύει και το λήθαργο ανατέλλει.
Ο ήλιος λίγο πεθαίνει και με πείθει ότι
στην επαύριον η ζωή μου θα αναγεννηθεί.
Για αυτό και μόνο σε καθημερινή απατηλή προσευχή κοιμάμαι
όσο κι αν τον ύπνο φοβάμαι
σαν λαβωμένο ζώο που τρέμει το χέρι που το ταΐζει και προσπαθεί να σωθεί.
Και περισσότερο δεν σώνει η προσευχή από το ποίημα που γράφω.
Όπως σε πληγή αίμα δεν αλείφω
έτσι και τις κλαγγές του μυαλού μου με βοές ονείρων δεν μπορώ να τις ξεπλύνω.
Και προς ειρωνεία όλων και εμπαιγμό δικό μου, τη φήμη τους επιβεβαιώνουν τα όνειρά μου πως των άκρων είναι, αφού είναι δικά μου.
* Ιωσηφίνα Περδικίδου
Γεννήθηκε το Φθινόπωρο του 1990. Έχει αποφοιτήσει από το Τμήμα Δημοσίων Σχέσεων και Επικοινωνίας αλλά και από το Τμήμα Ειδικής Αγωγής του Πανεπιστημίου Αιγαίου.
Ασχολείται ερασιτεχνικά με την φωτογραφία. Η πρώτη της φωτογραφική έκθεση είχε θέμα το νησί της Φολεγάνδρου και παρουσιάστηκε στη Θεσσαλονίκη το 2017. Έχει λάβει μέρος σε ομαδικές εκθέσεις και έργα της εκτίθενται στην «Ολυμπιακή Δημοτική Πινακοθήκη Σπύρος Λούης» στο Μαρούσι στα πλαίσια της εκδήλωσης «2ο Φεστιβάλ Εικόνας Τέχνης και Πολιτισμού» για το 2017.
Αγαπά… τα παιδιά, τα βιβλία, το θέατρο, την ιταλική μουσική, την ησυχία, τη χειμωνιάτικη λιακάδα, την καλοκαιρινή βροχή, τα ταξίδια που ανανεώνουν τις ανάσες της, τη γεύση του καφέ.
Συγκινείται με… τους γενναιόδωρους ανθρώπους, την ευγένεια, τις ευχές, τα γράμματα σε σχήμα καλλιγραφικό με κόκκινο στυλό.
Επιμένει… να κοιτάζει τον ουρανό γιατί ξέρει -πια- πως δεν έχει μόνο σύννεφα αλλά έχει και ήλιο και φεγγάρι και αστέρια…
Πιστεύει… στο Αόρατο, στο Καλό, στις Συναντήσεις των ανθρώπων.
Αισθάνεται… Ευγνωμοσύνη, Εμπιστοσύνη, Ελευθερία…
Ξεκινά… και ολοκληρώνει την ημέρα της με την ίδια πάντα ευχή…
Από μικρή ονειρευόταν να σκαρώσει το δικό της περιοδικό.