Κάνω την ιντερνετική μου ομάδα αυτή την ώρα. Η μέρα έχει μεγαλώσει αισθητά, ωστόσο είναι οκτώ και μισή και το φως άρχισε να ξεφτίζει. Τριζόνια και αηδόνια ακούγονται από την αυλή όσο πίνω τον καφέ μου και καπνίζω. Οι γονείς μου κάθονται στην κουζίνα παρακολουθώντας τα αγαπημένα τους σήριαλ. Τους ακούω που μιλάνε, αργότερα αρπάζονται από κάτι και καυγαδίζουν. Όταν οι διαφημίσεις τελειώνουν, επανέρχονται στην πρότερη τους κατάσταση.
Η ομάδα συνεχίζεται κανονικά. Η συντονίστρια δίνει τον τόνο και άτομα από όλη τη χώρα μοιράζονται το κοινό μας πρόβλημα. Τους αφουγκράζομαι, όταν την προσοχή μου αποσπά η μουσική της τηλεόρασης. Κλείνω τα μάτια και την ίδια στιγμή τ’ ανοίγω αφήνοντας τα στο θαμπό φως της λάμπας.
Θα έδινα τα πάντα αν κατάφερνα να γυρίσω τον χρόνο μερικές ώρες πίσω. -Το λέω από μέσα μου. Σαν την προσευχή της γαλήνης ένα πράγμα.
Πίσω, εκεί που οι τρεις μας ξεκινήσαμε για τη δουλειά της Λίας.
Μπήκαμε στο αυτοκίνητο γύρω στις δυόμιση το μεσημέρι. Προορισμός μας η διπλανή πόλη, στο κέντρο υγείας όπου εργάζεται η Λία. Ήταν ένα όμορφο απριλιάτικο μεσημέρι. Το ίδιο πρωί είχα φτάσει στο χωριό και με προϋπάντησε ο πατέρας μου. Όλοι μας είχαμε αρκετά καλή διάθεση.
Στο δρόμο έκανε ζέστη. Φορούσα χειμωνιάτικο μπουφάν και παρόλο που δεν οδηγούσα, ένιωσα τη ζώνη ασφαλείας σαν μια ζωντανή περικοκλάδα να αγκαλιάζει την κοιλιά μου, έπειτα τον λαιμό. Με έπιασε έντονη δυσφορία και κατέληξε σε ναυτία. Τη χαλάρωσα διακριτικά. Δεν ήθελα επ’ ουδενί οι δικοί μου να αντιληφθούν την κατάστασή μου.
Ήμουν εύθραυστος ακόμη στα μάτια τους. Και στα δικά μου επίσης. Ο πατέρας οδηγούσε και σφύριζε αμέριμνος, όσο η Λία κάπνιζε στο πίσω κάθισμα το ‘’προεόρτιο τσιγάρο!’’ Έτσι αποκαλεί το τελευταίο προτού από τη δουλειά της. Το πρώτο φανάρι της πόλης άναψε πορτοκαλί. Ο πατέρας πατώντας απότομα φρένο, είχε ως αποτέλεσμα και οι τρεις να τρανταχτούμε έντονα στις θέσεις μας. Το τσιγάρο αναμμένο έφυγε από το στόμα της Λίας και έπεσε κάτω από το κάθισμά μου. Εκεί ήταν το σημείο όπου διάφορες ευφάνταστες βρισιές, -σχετικά με τον τρόπο που κατάφερε ο πατέρας να πάρει το δίπλωμά του-, ακούστηκαν από το κραγιοναρισμένο στοματάκι της. Ο καπνός πρόδωσε την ακριβή τοποθεσία του τσιγάρου κι έτσι καθώς άναβε το πράσινο, αφήνοντας πίσω μας το συμβάν συνεχίσαμε για το κέντρο υγείας. Είχα χαλαρώσει και απολάμβανα τη διαδρομή. Μονοκατοικίες ασβεστωμένες με όμορφους κήπους. Παιδιά στις αυλές και τα πάρκα. Μαγαζάκια διάσπαρτα. Από κάτω μας το επιχρυσωμένο μεγαλείο της θάλασσας απλωνόταν κόντρα στον ήλιο. Μικρά καΐκια και τράτες και βαπόρια, αραγμένα στο μικρό λιμάνι. Είχαμε φτάσει. Όμως προτού την αφήσουμε, μπήκαμε στο super market για μερικά τελευταία ψώνια, μιας και μεσολαβούσε τριήμερο. Στον γυρισμό οδήγησα εγώ. Αφού αγοράσαμε ό,τι χρειαζόμασταν, ξεκινήσαμε για το σπίτι. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο με τον πατέρα μου. Ήμασταν σχεδόν μόνοι μας στον καταπράσινο δρόμο. Ήταν νευρικός ως συνήθως και γιατί αυτό… γιατί βρισκόταν στη θέση του συνοδηγού. Τον έβλεπες να πατάει τα φανταστικά πεντάλ κάτω από τα πόδια του. Επίσης έδινε οδηγίες και έκανε χειρονομίες με τα δύο χέρια σαν τροχονόμος του τύπου: Πρόσεχε έχει μεγάλη στροφή, ή μην του κολλάς πολύ, δεν βλέπεις τι είναι το άτομο! Και άλλα τέτοια με λαβές στον αέρα και τόνο που τον ανέβαζε πολλά ντεσιμπέλ, σε πλήρη αντιδιαστολή με την ήρεμή του φωνή.
Στο αυτοκίνητο προετοιμάστηκα να του μιλήσω. Δε βαριέσαι, είπα στον εαυτό μου. Όσο παλαβή και να ήταν η συμπεριφορά του, ήμουν αποφασισμένος να του μιλήσω. Καθώς μπαίναμε στον μεγάλο δρόμο για το σπίτι, τελευταία στιγμή μου έκανε να ανάψω αριστερό φλας. Αφού το έβγαλα του είπα κάπως διστακτικά: ‘’Τι δουλειά έχουμε στην παραλία τέτοια ώρα;’’ ‘’Η μάνα σου μου παρήγγειλε το πρωί να μαζέψω μερικά ξύλα για το σπίτι, δεν θα κάνουμε πολύ’’ μου απάντησε με άνεση. Συνέχιζε το τικ με τα χείλη που είχε κολλήσει το τελευταίο διάστημα. Το μιμούμαι πολλές φορές για να τον εκνευρίζω. Φτάνοντας στην παραλία, η υγρασία με τρύπησε ενώ από ΄κεί που ζεσταινόμουν, τώρα ένιωθα ρίγος και τυλίχτηκα μέσα στο μπουφάν μου. Βγήκαμε από το αμάξι και αμέσως άρχισε να μαζεύει ξερά κλαδιά, να τα σπάει σε μικρότερα κομμάτια και να τα τοποθετεί στο πορτ μπαγκάζ. Εγώ είχα ξεμακρύνει. Λίγο πιο πέρα διέκρινα έναν τεράστιο θάμνο μερικά μέτρα από την ακροθαλασσιά. Προφανώς όλα του τα θρεπτικά συστατικά τα έπαιρνε από το νερό της θάλασσας. Και από κάτω του υπήρχε μια εγκαταλελειμμένη βάρκα, φορτωμένη με λογής ναυτικά αντικείμενα. Το μέρος ήταν ειδυλλιακό! Παρά τα όσα στροβιλίζονταν στο κεφάλι μου σχετικά με αυτά που ήθελα να του πω, δεν μπορούσα να σταματήσω τον εαυτό μου με τις φωτογραφίες.
Όταν ξεκόλλησα από τις λήψεις, πήγα προς το μέρος του και του είπα να πηγαίνουμε σιγά σιγά. Η ώρα είχε περάσει, είχα αρχίσει να πεινάω και του διευκρίνησα πως αν συνεχίζαμε έτσι μας έβλεπα να πηγαίναμε απευθείας από τη δουλειά της Λίας. Πάλευε με ένα μακρύ, ευλύγιστο κλαδί. Όσο το πίεζε, τόσο εκείνο σε πείσμα του δεν έσπαζε. ‘’Επιτέλους μπαμπά, πάμε να φύγουμε. Άφησέ το, έχεις ήδη μαζέψει αρκετά.’’ του είπα απορημένος με την υπομονή του.
Μπήκαμε στο αμάξι και έβαλα μπρος τη μηχανή. Στα πενήντα μέτρα τράβηξα απότομα το χειρόφρενο και πεταχτήκαμε στις θέσεις μας, ενώ η μηχανή έσβησε. Έδειξε απορημένος με την κίνησή μου. ‘’Τι συμβαίνει; Χάλασε;’’ μου είπε. Παίρνοντας βαθιά αναπνοή από το διάφραγμα του είπα. ‘’Πατέρα θέλω να σου μιλήσω, όμως σε εμένα τουλάχιστον θέλω να πεις την αλήθεια.’’ ‘’Δεν καταλαβαίνω. Το γνωρίζεις πολύ καλά πως απεχθάνομαι τα ψέματα. Μπορώ να σου πω ό,τι θέλεις…’’ ‘’Γιατί παράτησες τη ζωγραφική; Εσύ γι’ αυτή ξυπνούσες και έπειτα όταν έπεφτες να κοιμηθείς, πάλι σε αυτή προσευχόσουν’’ είπα. Ο πατέρας μου είχε σκύψει το κεφάλι σα να λογοδοτούσε για κάτι ή σε κάποιον. Μετά από λίγο το σήκωσε. ‘’Αγόρι μου, η τέχνη μόνον μπελάδες μου έφερε. Φασαρίες, κρατητήρια και ψυχιατρεία. Εσύ δεν έχεις συναντήσει καλλιτέχνη και το κυριότερο δεν έχεις συγχρωτιστεί με κάποιον. Όμως εγώ επέλεξα τη ζωή από το να είμαι καλλιτέχνης’’ Η απάντησή του με άδειασε από επιχειρήματα, αλλά πάλι επέμεινα. ‘’Μια ζωή όλα αυτά με τα οποία τώρα ασχολείσαι τα σνόμπαρες. Να κάνεις τον σοφέρ της Λίας και να μαζεύεις ξύλα για τη σόμπα και να φτιάνεις γλυκά προς τέρψη δεν ξέρω κι εγώ ποιανού καπρίτσιου. Εκείνος χάζευε τις αλυκές με το επιβλητικό αλάτινο βουνό και τον υδροβιότοπο με τους κορμοράνους να κυνηγούν. Άπλωσε το χέρι του στον ώμο μου και τον χάιδεψε ελαφρά. Με τα μάτια του μου φάνηκε σα να έκανε νεύμα να φύγουμε, αλλά συνέχισε. ‘’Αυτά με τα οποία ασχολούμαι με εκφράζουν απόλυτα. Δεν κάνω τίποτα με το ζόρι, ειδικά αν ένιωθα πως πιέζομαι θα σταματούσα απευθείας και θα έβρισκα κάτι άλλο. Δεν ξέρω τί σε ‘χει πιάσει σήμερα. Αλήθεια, γιατί όλα αυτά δεν μου τα έχεις αναφέρει στο παρελθόν;’’ ‘’Τα χέρια σου είναι χάρακας! Οι γραμμές σου και τα χρώματα τόσο όσο… θυμάσαι που το λέγαμε; Τόσο όσο σαν τον Βαν Γκονγκ! Δεν μπορώ να σε βλέπω να αναλώνεσαι σε διάφορες μαλακίες και να έχεις κρεμάσει τα πινέλα σου ανεπιστρεπτί. Δεν το χωράει ο νους μου. Από τη στιγμή που το έκοψες, η ζωγραφική σου απέκτησε καθαρότητα. Η τελευταία σου έκθεση έσκισε’’ του αντέτεινα. Ο πατέρας μου έδειχνε μπερδεμένος. Δεν με έπειθε γι’ αυτά που αράδιαζε τόση ώρα και αυτό θα αποδεικνυόταν το ίδιο βράδυ. ‘’Δεν τα αναπολώ, πόσο δε μάλλον να τα νοσταλγώ. Μιλάς για ταλέντο. Ωστόσο σε διαβεβαιώ πως το ταλέντο υπάρχει άπλετο στην ατμόσφαιρα. Κάτι σαν το οξυγόνο φαντάσου, με τη διαφορά ότι το εισπνέουν μονάχα λίγοι και εκλεκτοί. Αυτοί λοιπόν στραβώνονται από τις υπεριώδεις ακτίνες του και με μαθηματική ακρίβεια τρώνε τα μούτρα τους. Αν τύχει και κάποιος επιζήσει από τα χαρακώματα, τότε τον παρασημοφορούν με κάποιο Πούλιτζερ ή Μπούκερ ή Νόμπελ ή Κρατικό βραβείο και πάει λέγοντας…
Τα χέρια μου στο δερμάτινο τιμόνι που το κρατούσα τόση ώρα είχαν ιδρώσει, με αποτέλεσμα όταν τα ξεκόλλησα να αφήσουν ένα είδος αποτυπώματος. Τα σκούπισα στα γόνατα του τζιν παντελονιού μου. Εκείνη την ώρα, μα τω Θεώ ήθελα να παρατήσω τη θέση του οδηγού, να βγω και να αρπάξω ένα από τα ξύλα που είχε μαζέψει, και να τον αρχίσω στο κυνήγι. Ήταν το σημείο όπου πεθύμησα με όλη μου την ψυχή ένα σκληρό ποτό. Ήμουν σίγουρος πως δεν θα με άφηνε να το πιώ. Το πιθανότερο να το άδειαζα στον τεράστιο θάμνο, ή να το πρόσφερα στον πρώτο κορμοράνο που θα με ζύγωνε. Κι έπειτα θα μέναμε σταθερά να παρακολουθούμε το μεθυσμένο του πέταγμα, το γκρέμισμά του στο αλάτινο βουνό της αλυκής. Ο πατέρας μου κι εγώ θα ήμασταν εκεί λυμένοι στα γέλια με την απότομή του προσγείωση. Τη δική μας προσγείωση.
Η ομάδα κοντεύει να τελειώσει. Έχουν περάσει στο τελευταίο τέταρτο. Ανοίγω το μικρόφωνό μου και μοιράζομαι την πρωινή μου εμπειρία. Στο σαλόνι η τηλεόραση παίζει και οι γονείς μου τρώνε πατατάκια σε ένα μεγάλο μπολ. Ο πατέρας μου έχει στα χέρια μια χαρτοπετσέτα και σχεδιάζει την πρωταγωνίστρια του σίριαλ ολόγυμνη. Τον κοιτάζω. Με κοιτάζει και μου κλείνει το μάτι.
*Γράφει ο Ιωάννης Τρανίδις.
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους της αναρτήσεως είτε ολόκληρης, με οποιαδήποτε μεταβολή του ανωτέρω κειμένου και χωρίς την παράθεση του απευθείας συνδέσμου στην ανάρτηση αυτή που είναι: www.ologramma.art
Οι απόψεις των συντακτών είναι προσωπικές και το ologramma.art δεν φέρει καμία ευθύνη.
Το ologramma.art επιφυλάσσεται για την άσκηση των νομίμων δικαιωμάτων του.
|
Γεννήθηκε το Φθινόπωρο του 1990. Έχει αποφοιτήσει από το Τμήμα Δημοσίων Σχέσεων και Επικοινωνίας αλλά και από το Τμήμα Ειδικής Αγωγής του Πανεπιστημίου Αιγαίου.
Ασχολείται ερασιτεχνικά με την φωτογραφία. Η πρώτη της φωτογραφική έκθεση είχε θέμα το νησί της Φολεγάνδρου και παρουσιάστηκε στη Θεσσαλονίκη το 2017. Έχει λάβει μέρος σε ομαδικές εκθέσεις και έργα της εκτίθενται στην «Ολυμπιακή Δημοτική Πινακοθήκη Σπύρος Λούης» στο Μαρούσι στα πλαίσια της εκδήλωσης «2ο Φεστιβάλ Εικόνας Τέχνης και Πολιτισμού» για το 2017.
Αγαπά… τα παιδιά, τα βιβλία, το θέατρο, την ιταλική μουσική, την ησυχία, τη χειμωνιάτικη λιακάδα, την καλοκαιρινή βροχή, τα ταξίδια που ανανεώνουν τις ανάσες της, τη γεύση του καφέ.
Συγκινείται με… τους γενναιόδωρους ανθρώπους, την ευγένεια, τις ευχές, τα γράμματα σε σχήμα καλλιγραφικό με κόκκινο στυλό.
Επιμένει… να κοιτάζει τον ουρανό γιατί ξέρει -πια- πως δεν έχει μόνο σύννεφα αλλά έχει και ήλιο και φεγγάρι και αστέρια…
Πιστεύει… στο Αόρατο, στο Καλό, στις Συναντήσεις των ανθρώπων.
Αισθάνεται… Ευγνωμοσύνη, Εμπιστοσύνη, Ελευθερία…
Ξεκινά… και ολοκληρώνει την ημέρα της με την ίδια πάντα ευχή…
Από μικρή ονειρευόταν να σκαρώσει το δικό της περιοδικό.