Θέλω να σας μιλήσω γι’ αυτή την γυναίκα. Με τα ξανθοκόκκινα μαλλιά και τα γαλάζια μάτια. Με τα βλέφαρα γεμάτα ρυτίδες στα 24 χρόνια της. Για την κραυγή, που στάζει ασταμάτητα από την ίριδα κάθε που σε κοιτάει, και για τα άδεια από φροντίδα χέρια της.

Θέλω να σας μιλήσω για το χαμόγελο που όλο γερνάει στο στόμα της, χωμάτινο, άνυδρο και κρυωμένο. Οι ρωγμές στα χείλη της μαρτυρούν την ανάγκη για φίλημα. Λίγη βροχή να πέσει επάνω τους, να σωθούνε. Απ’ την πληγή, απ’ την ματαίωση, από την αχρηστία της ύπαρξης. Το σώμα της είναι φαρδύ κι ανήλιαγο και μόνιμα θλιμμένο. Δεν ξέρει τι να κάνει την τόση αναπνοή.

Αν πλησιάσεις, διακρίνεις πάντα το συρματόπλεγμα, και στις ματωμένες γωνίες του κίτρινα αγκάθια έχουν φυτρώσει. Τα ρούχα της  – πάντα στο χρώμα του μπλε – μου θυμίζουν νερό που έχει πάψει να ρέει. Στην λευκή καρέκλα της τα κενά απ’ τις ενώσεις, θαρρείς πως έγιναν για να δραπετεύσει. Μα δεν γυρίζει ποτέ να τα δει. Μόνο κοιτάει παράταιρα και όλο κάτι σφυρίζει.

Την ακούω συνέχεια να λέει το ίδιο τραγούδι· σαν να μιλάει στα πουλιά και να ζητάει να φτάσουν. Έχω την αίσθηση πως μόνο περιμένει. Τα πάντα. Κι όλο φοβάται να τα δεχτεί. Οι τρύπες απ’ τα παπούτσια της όσο πάνε και μεγαλώνουν. Παράξενο για έναν άνθρωπο που ποτέ δεν κουνιέται. Κι εκείνη να κάνει πως δεν το γνωρίζει, μην τυχόν χρειαστεί να κλάψει, γι’ αυτά που αφήνει και πάντα της φεύγουν.

Έχει ομίχλη ο ουρανός και στο βουνό εδώ και μέρες συνέχεια βρέχει. Μα δεν μοιάζει να την ενοχλεί. Στέκομαι μπροστά της, δείχνοντας με το δάχτυλο το απέναντι σπίτι στο δάσος. Ακολουθεί με το κεφάλι της την φορά απ’ το χέρι μου, όμως λίγο πριν φτάσει το βλέμμα της, σφίγγει με πόνο τα μάτια.

Μια λέξη πνίγεται στο λαρύγγι μου και με κάνει να βήχω. Βήχω τόσο πολύ, που η ανάσα μου κόβεται και στο τέλος λιποθυμώ. Νιώθω μια ζέστη να με περπατάει. Ανοίγω τα μάτια και βλέπω γύρω μου ένα χαλί από λέξεις. Όμως δεν είναι δικές μου. Τις σχηματίζουν τα νύχια της που το δέρμα μου γραντζουνάνε. Χαμογελάω κι ακίνητη την κοιτώ.

Άρχισε να σουρουπώνει. Ανοίγει το στόμα της και σχηματίζει με την φωνή της έναν αλλόκοτο ήχο. Ένα κοράκι πετάει κοντά της και με τα πόδια του τα μαλλιά της αγγίζει. «Είναι η φωλιά του», μου λέει. «Εδώ γεννήθηκε και εδώ θα πεθάνει». Κι ύστερα αίφνης έγινε ολόκληρη ένα μαύρο πουλί.

Ήθελα να σας πω γι’ αυτή την γυναίκα κι αλήθεια προσπάθησα. Μα δεν ξέρω αν η ψυχή σας κατάλαβε, για ποιόν καθρέφτη από όλους σας μιλούσα.


Μαρία Χρονιάρη
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους της αναρτήσεως είτε ολόκληρης, με οποιαδήποτε μεταβολή του ανωτέρω κειμένου και χωρίς την παράθεση του απευθείας συνδέσμου στην ανάρτηση αυτή που είναι: www.ologramma.art

Οι απόψεις των συντακτών είναι προσωπικές και το ologramma.art δεν φέρει καμία ευθύνη.

Το ologramma.art επιφυλάσσεται για την άσκηση των νομίμων δικαιωμάτων του.
Προηγούμενο άρθροΑβέβαιον (Ungewiß) |Erich Fried
Επόμενο άρθροΒρες χρόνο, Γιάννης Ρίτσος
Η Μαρία Χρονιάρη γεννήθηκε στην Αθήνα και κατάγεται από τα Ανώγεια της Κρήτης. Σπούδασε τηλεόραση, έκανε σεμινάρια σκηνοθεσίας και εργάστηκε ως οπερατέρ. Έχει συγγράψει τρεις προσωπικές ποιητικές συλλογές, μια συλλογή πεζών κειμένων και έχει συμμετάσχει στην συγγραφή μιας συλλογικής ποιητικής έκδοσης. Στο θέατρο έχει σκηνοθετήσει την παράσταση της ομάδας IlluminArti Το ροκ που παίζουν τα μάτια σου, από το ομώνυμο βιβλίο του Σταύρου Σταυρόπουλου. Τον Μάιο του 2019 παρουσιάστηκε στο θέατρο ΜΠΙΠ η παράσταση «Αγέννητη Γη» σε σκηνοθεσία της ίδιας. Ένας θεατρικός μονόλογος βασισμένος στην ομότιτλη ποιητική συλλογή της, που κυκλοφορεί από τις Εκδ. Σοκόλη. Η «Αγέννητη γη» βραβεύτηκε ως «Βιβλίο της χρονιάς» από τον Ε.Π.Ο.Κ (Ελληνικό Πολιτιστικό Όμιλο Κυπρίων) σε Παγκόσμιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό. Για την παράσταση «Αγέννητη Γη» βραβεύτηκε από τον Πρόεδρο του Ομίλου UNESCO Πειραιώς και Νήσων για την προσφορά της στον πολιτισμό. Το Μετά από αυτό που προηγήθηκε είναι το έκτο βιβλίο της.