Συχνά πολλοί ρωτούν πώς θα φανταζόσασταν τον εαυτό σας αν δεν υπήρχατε στο τώρα ως είστε, μα σε κάποιο παρελθόν ή μέλλον, ο χρόνος άλλωστε κατέχει λίγη σημασία σε ένα τέτοιο ζήτημα. Σε μένα η απάντηση δόθηκε σχεδόν αδιόρατα ώστε κατέληξα με σιγουριά πως βαθιά μέσα μου η φύση της επιστήμης μου, της Ψυχολογίας πορευόμενη με την ποίηση δε νομίζω πως θα με εγκατέλειπε, μα θα επέλεγα να τη στεγάσω γύρω από τα αχανή φαντασιακά όρια ενός βιβλιοπωλείου. Έχει αναρωτηθεί κανείς πέρα από την κλασική τους λειτουργία ποιες άλλες όψεις έχουν τούτα τα μέρη; Αυτό επιχείρησα να προσδιορίσω στο παρόν κείμενο.
Κάθε βιβλιοπωλείο λοιπόν μικρό ή μεγάλο, σε Ελλάδα, Βιέννη, Ρώμη, σε κάθε γωνία της οικουμένης, τακτοποιημένο ή ασυμμάζευτο, με πίνακες, πολυθρόνες, αναγνωστήριο ή μικρές αφίσες, σκαμπό, φωτάκια ανάγνωσης κρύβει ανεκτίμητους θησαυρούς και πολλές αποκαλύψεις, αρκεί να έχεις την ατέρμονη διάθεση-ευλογία κάθε βιβλιόφιλου να τα εντοπίσεις και να χαθείς στους κόσμους που ανοίγονται μπροστά σου. Αυτά τα μέρη είναι ιερά. Στα πανύψηλα ράφια τους συναντά κανείς μορφές απ’ το ακοίμητο πνεύμα δημιουργών που αιώνες πριν τη δική μας εποχή χάραξαν το δρόμο της δικής τους ζωής η οποία στην τέλεια* πια μορφή της ίσως και να ολοκλήρωνε τον κύκλο της επεισοδιακής μνήμης και να χανόταν. Διόλου απίθανο, αν δε σημαδευόταν από τα έργα τους ή και το αντίστροφο, άλλωστε είναι κάτι που δεν έχει ακόμη απαντηθεί. Έτσι, ο μέγας Σωκράτης ο οποίος όσο έζησε τίποτα γραπτό άφησε δεσπόζει μέσω των κειμένων του Πλάτωνα και φτάνει μέχρι την άκρη του τελευταίου αιώνα τούτης της υλικής μάζας που μας πλαισιώνει και μας συγκροτεί αγγίζοντας με τον τρόπο αυτό την αθανασία.
Τούτη η αξία του «γράφειν», του «ποιεῖν» και «γεννᾶν» τέκνα* ισχυρότερα από την ίδια την ύπαρξή του, καθώς ο δημιουργός εγκαταλείποντας τον κόσμο δίνει μιαν αέναη εντολή: να μη περάσει ποτέ στη λήθη, αλλά να γεννάται ξανά και ξανά μέσω της γραφής του. Την εντολή αυτή φέρνουν εις πέρας με την άλλη όψη και τον ξεχωριστό τους ρόλο τα βιβλιοπωλεία. Κάθε φορά που τα διασχίζεις, που χάνεσαι στους δαιδαλώδεις διαδρόμους τους αποχαυνωμένος από τα αναρίθμητα εξώφυλλα τα οποία αντικρίζεις, τις ξύλινες σκάλες που ως γέφυρες δεσπόζουν μεταξύ νέων ανεξερεύνητων ηπείρων σου δίνεται μια μεγάλη ευκαιρία. Μέσα από κάθε σελίδα, κάθε παράγραφο, κάθε λέξη όποιου βιβλίου και αν πιάσεις στα χέρια σου, φτάνει να έχει την ουσία και ποιότητα των μεγάλων δημιουργών, μα και όσων επηρεασμένοι από τούτους και με τη δική τους ακριβή πένα άφησαν και αφήνουν κειμήλια, έχεις την ευκαιρία να συνομιλήσεις μαζί τους, να τους εξομολογηθείς σκέψεις που βαραίνουν κάθε συνειδητή και ασυνείδητη πλευρά, να ταυτιστείς με κάποιο από τα δικά τους παιδιά. Και εκείνοι θα είναι πάντα εκεί, δεν έχει σημασία αν η κουβέντα αυτή κρατήσει ώρες ή μοναχά λίγα λεπτά, αν γίνει μονομιάς ή σταδιακά, ξέρεις πως θα βρίσκονται εκεί να σου πουν και να ακούσουν μια ιστορία.
Εδώ έρχεται και η άλλη μορφή των βιβλιοπωλείων που ως διατηρητές αναμνήσεων έχουν τη μαγική ιδιότητα να θάβουν σιωπηλά όλες αυτές τις συζητήσεις σε έναν ιδεατό χρόνο, αφού στα μέρη αυτά οι δείκτες παγώνουν, τα λεπτά δεν κυλούν ποτέ και αν επιχειρήσεις να ρωτήσεις την ώρα όσοι βρίσκονται θα σου πουν πως αυτό είναι κάτι που μόνος ο καθένας μπορεί να ορίσει, ανάλογα με το ταξίδι του, στο παρελθόν, το παρόν ή το μέλλον, λίγη αξία έχει εξάλλου. Για αυτό συνεπώς από πολλά άλλη μέρη ξεχωρίζω τα βιβλιοπωλεία. Κατορθώνουν ως κατασκευασμένες υπάρξεις κάτι κατασκευαστικά ακατόρθωτο: Να εξαφανίζουν τη δύναμη του χρόνου και να τον ωθούν κατά το αφήγημα του Προυστ στο να χάνεται μπλεγμένος στους φεγγίτες του ασυνειδήτου γαντζώνοντας φευγαλέα αναμνήσεις και στοχασμούς σε σελίδες του Αριστοτέλη, του Θερβάντες, του Γκαίτε.
Γράφει η Βαλέρια Σιβούδη.
Γεννήθηκε το Φθινόπωρο του 1990. Έχει αποφοιτήσει από το Τμήμα Δημοσίων Σχέσεων και Επικοινωνίας αλλά και από το Τμήμα Ειδικής Αγωγής του Πανεπιστημίου Αιγαίου.
Ασχολείται ερασιτεχνικά με την φωτογραφία. Η πρώτη της φωτογραφική έκθεση είχε θέμα το νησί της Φολεγάνδρου και παρουσιάστηκε στη Θεσσαλονίκη το 2017. Έχει λάβει μέρος σε ομαδικές εκθέσεις και έργα της εκτίθενται στην «Ολυμπιακή Δημοτική Πινακοθήκη Σπύρος Λούης» στο Μαρούσι στα πλαίσια της εκδήλωσης «2ο Φεστιβάλ Εικόνας Τέχνης και Πολιτισμού» για το 2017.
Αγαπά… τα παιδιά, τα βιβλία, το θέατρο, την ιταλική μουσική, την ησυχία, τη χειμωνιάτικη λιακάδα, την καλοκαιρινή βροχή, τα ταξίδια που ανανεώνουν τις ανάσες της, τη γεύση του καφέ.
Συγκινείται με… τους γενναιόδωρους ανθρώπους, την ευγένεια, τις ευχές, τα γράμματα σε σχήμα καλλιγραφικό με κόκκινο στυλό.
Επιμένει… να κοιτάζει τον ουρανό γιατί ξέρει -πια- πως δεν έχει μόνο σύννεφα αλλά έχει και ήλιο και φεγγάρι και αστέρια…
Πιστεύει… στο Αόρατο, στο Καλό, στις Συναντήσεις των ανθρώπων.
Αισθάνεται… Ευγνωμοσύνη, Εμπιστοσύνη, Ελευθερία…
Ξεκινά… και ολοκληρώνει την ημέρα της με την ίδια πάντα ευχή…
Από μικρή ονειρευόταν να σκαρώσει το δικό της περιοδικό.