H Μαρία Κάλλας ήταν αδιαμφησβήτητα μια από τις ποιο σημαντικές προσωπικότητες του 20ου αιώνα. Η φωνή, η παρουσία και η προσωπικότητά της ήταν αυτά που την έκαναν να ξεχωρίσει και να αφήσει το δικό της στίγμα ως η ποιο γνωστή παγκοσμίως ντίβα της ‘Όπερας.
H Μαρία Σοφία Άννα Καικιλία Καλογεροπούλου γεννήθηκε στις 2 Δεκεμβρίου του 1923 στη Νέα Υόρκη. Από μικρή ηλικία επέδειξε εξαιρετικά ταλέντα και έτσι η μητέρα της θέλησε να μην τα αφήσει ακαλλιέργητα. Ξεκινά μαθήματα πιάνου και φωνητικής και γίνεται δεκτή στο Εθνικό Ωδείο πριν συμπληρώσει το δέκατο έκτο έτος της ηλικίας της. Την περίοδο της κατοχής, λόγω οικονομικής δυσχέρειας, δίνει ενώπιων Γερμανών και Ιταλών συναυλίες στο σπίτι της για την επιβίωση τόσο της ίδιας, όσο και της οικογένειάς της.
Για καλή της τύχη στην Αθήνα εκείνη την εποχή βρισκόταν η ισπανικής καταγωγής σοπράνο και δασκάλα φωνητικής Ελβίρα ντε Ιντάλγκο, η οποία δέχεται να κάνει μαθήματα στη Μαρία δωρεάν. Παράλληλα ξεκινά και δίνει παραστάσεις στη λυρική «Βεατρίκη», «Τόσκα», «Καβαλερία Ρουστικάνα» είναι μόνο λίγοι από τους ρόλους που ερμήνευσε. Η καλλιτεχνική της σταδιοδρομία ξεκινά.
Ώσπου το 1944 θεωρώντας ότι στην Αθήνα δεν εκτίμησαν αρκετά το ταλέντο της, παίρνει το δρόμο για την Αμερική, ένα ταξίδι που αρχικά δεν ήταν επιτυχές. Περνά από ακρόαση στην Μετροπόλιταν Όπερα επί διευθύνσεως του Έντουαρτ Τζόνσον, οι ρόλοι όμως που της προσέφεραν δεν ικανοποιούσαν τις προσδοκίες της και έτσι εγκατέλειψε την όπερα. Η ίδια θα επιστρέψει το 1956 ως «Νόρμα», καταξιωμένη πια, μαγεύοντας το κοινό.
Απογοητευμένη από την εμπειρία της στην Αμερική αλλάζει το όνομά της σε «Κάλλας» και δοκιμάζει την τύχη της στην Ιταλία. Εμφανίζεται ως «Τζοκόντα» στην Αρένα της Βερόνας γοητεύοντας τα πλήθη. Την ίδια νύχτα μάλιστα γνωρίζει τον κατά πολύ μεγαλυτερό της Μενεγκίνι, ο οποίος αφοσιώθηκε ψυχή τε και σώματι στην καριέρα της. Έτσι ακολούθησε μια ανοδική περίοδος στην καριέρα της, από την Βενετία και το Μεξικό ως τη Σκάλα του Μιλάνου και το Ηρώδειο ερμηνεύει αξιοζήλευτους ρόλους με το κοινό να την αποθεώνει σε κάθε της εμφάνιση. Το 1961 επιστρέφει στην Ελλάδα, αυτή τη φορά στο Αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου στο αγαπημένο μου έργο του Ευριπίδη τη «Μήδεια», μια παράσταση που θα χαρακτηριστεί μετά από λίγο καιρό, μνημειώδης. Την ίδια παράσταση δίνει και στη Σκάλα του Μιλάνου, ίσως την καλύτερη παράσταση που έγινε ποτέ εκεί.
Τον Ιανουάριο του ’64 συμμετάσχει στην «Τόσκα» σε σκηνοθεσία Φράνκο Τζεφιρέλι και αποσπά διθυραμβικές κριτικές. Παράλληλα τον ίδιο χρόνο κάνει την εμφάνισή της και στο Παρίσι με την «Νόρμα», όπου και εκθειάζεται. Το ’69 πρωταγωνιστεί την ταινία «Μήδεια» σε σκηνοθεσία Πιερ Πάολο Παζολίνι και το ’73 σκηνοθετεί μαζί με τον Τζουζέπε ντι Στέφανο το έργο “Σικελικοί Εσπερινοί”. Ένα χρόνο αργότερα θα δώσει και την τελευταία της συναυλία στην πόλη Σαππόρο της Ιαπωνίας.
Αν και η Μαρία Κάλλας δεν βρίσκεται στην ζωή εδώ και πολλά χρόνια συνεχίζει και αποτελεί έμπνευση και κίνητρο τόσο για εμένα την ίδια, όσο και πολλούς ανθρώπους εκεί έξω λόγω της επιμονής, της αφοσίωσης και της πίστης που είχε σε αυτό που αγαπούσε περισσότερο, την όπερα.
Μαρία Κάλλας
2-12-1923 / 16/9/1977.
Γεννήθηκε ένα ανοιξιάτικο πρωινό του 2001 στην Αθήνα. Μεγάλωσε στα Βόρεια Προάστεια απέναντι από ένα αθλητικό κέντρο μαζί με τους γονείς της , τη γιαγιά της και το σκύλο της, Φοίβο. Αποφοίτησε από Καλλιτεχνικό σχολείο και τον προηγούμενο Σεπτέμβριο ξεκίνησε να φοιτά στο τμήμα Θεατρικών Σπουδών στην Αθήνα. Θα έλεγε κανείς ότι ήταν φυσική εξέλιξη καθώς από τότε που θυμάται τον εαυτό της υποδυόταν ρόλους που έβλεπε σε ταινίες και σειρές και καθόταν άπειρες ώρες μπροστά από έναν καθρέφτη τραγουδώντας και χορεύοντας.