Γεννήθηκε το Φθινόπωρο του 1990. Έχει αποφοιτήσει από το Τμήμα Δημοσίων Σχέσεων και Επικοινωνίας αλλά και από το Τμήμα Ειδικής Αγωγής του Πανεπιστημίου Αιγαίου.
Ασχολείται ερασιτεχνικά με την φωτογραφία. Η πρώτη της φωτογραφική έκθεση είχε θέμα το νησί της Φολεγάνδρου και παρουσιάστηκε στη Θεσσαλονίκη το 2017. Έχει λάβει μέρος σε ομαδικές εκθέσεις και έργα της εκτίθενται στην «Ολυμπιακή Δημοτική Πινακοθήκη Σπύρος Λούης» στο Μαρούσι στα πλαίσια της εκδήλωσης «2ο Φεστιβάλ Εικόνας Τέχνης και Πολιτισμού» για το 2017.
Αγαπά… τα παιδιά, τα βιβλία, το θέατρο, την ιταλική μουσική, την ησυχία, τη χειμωνιάτικη λιακάδα, την καλοκαιρινή βροχή, τα ταξίδια που ανανεώνουν τις ανάσες της, τη γεύση του καφέ.
Συγκινείται με… τους γενναιόδωρους ανθρώπους, την ευγένεια, τις ευχές, τα γράμματα σε σχήμα καλλιγραφικό με κόκκινο στυλό.
Επιμένει… να κοιτάζει τον ουρανό γιατί ξέρει -πια- πως δεν έχει μόνο σύννεφα αλλά έχει και ήλιο και φεγγάρι και αστέρια…
Πιστεύει… στο Αόρατο, στο Καλό, στις Συναντήσεις των ανθρώπων.
Αισθάνεται… Ευγνωμοσύνη, Εμπιστοσύνη, Ελευθερία…
Ξεκινά… και ολοκληρώνει την ημέρα της με την ίδια πάντα ευχή…
Από μικρή ονειρευόταν να σκαρώσει το δικό της περιοδικό.
Όλα μοιάζουν στο σκοτάδι, κυρίως τα πάρκα:
Είχε μείνει μόνος του παντελώς. Σαν τον stand up comedian που προσβάλλει για να εισπράξει γέλιο όσο τον σιχαίνονται και καταριούνται. Χτυπημένος από τη δική του επάρατο, κάποιο του είπαν οι γιατροί, που δεν τους γούσταρε κιόλας, μικρόβιο που είχε παρεισφρήσει μέσα του σαν εξάρτηση που τον καθημερινά έλιωνε. Ήταν εξαρτημένος ή προτιμότερο εθισμένος στη μοναξιά. Τόσο που έφτασε σε σημείο να τον ακολουθούν άτομα κι αυτός να τα διώχνει επίτηδες. Έβαζαν κρυφά ραβασάκια στις τσέπες του κι αυτός τα περνούσε για πέτρες που ολοένα τον βύθιζαν στον πάτο κάποιας κόλασης – φυλακής. Είχε όλα τα συμπτώματα. Στερητικά που τον έκαναν τα χέρια του να τρέμουν το πρωί, και με δυσκολία κρατούσε ακόμη και το φλιτζάνι με τον καφέ. Ντυμένος απλά, όπως απλά αντιμετώπιζε τη ζωή, όπως απλά τον αντιμετώπιζαν οι ξένοι. Στην εκκλησία όταν πήγαινε (κυρίως για το αντίδωρο, του άρεσε έλεγε η γεύση του πολύ όμως ήταν και αρκετά θρησκόληπτος) στεκόταν στην πόρτα, με το ένα πόδι μέσα, με το άλλο έξω. Πνιγόταν από τις αναθυμιάσεις και τον κόσμο. Από τον κόσμο και του ιερέα το λόγο: «Αγαπάτε αλλήλους». Όταν βάφτιση είχε, παρέμενε πίσω από την κεντρική του ναού κολώνα παρακολουθώντας κι έκανε πως είναι εκείνος ο νονός, έδινε στο παιδί πάντα το ίδιο όνομα. Ιησούς! Παρέα του οι λιγοστές κουβέντες που αντάλλασσε με τον άνθρωπο του μίνι μάρκετ. Αγόραζε κι έλεγε: «Εκτός αυτών που πήρα θα μου δώσεις επιπλέον τα τσιγάρα μου, ένα κουτί σπίρτα, μια χτένα και τρία λαστιχάκια, αυτά που τα κορίτσια πιάνουν τα μαλλιά τους». Έπαιρνε τα πράγματα, τα τοποθετούσε στην χάρτινή του σακούλα, έδινε τα χρήματα και, καθώς μάζευε τα ρέστα έλεγε ένα ξερό «Ευχαριστώ». Έπειτα, τραβούσε το δρόμο για το πάρκο. Οι περαστικοί που αποτελούσαν το δηλητήριο, αποφεύγονταν συστηματικά και όσο το δυνατόν με τον πιο κομψό τρόπο, σχεδόν χειρουργικό. Τις φορές τις περισσότερες το σφάλμα του ήταν η τόσο μεγάλη απέχθεια που του αλλοίωνε ακόμη και το πρόσωπο, τα χαρακτηριστικά στο «λάθος» κάποιου να τον καλημερίσει. Πατούσε στις μύτες των πελμάτων, αηδίαζε στον ήχο των παρεών, των μωρών ακόμη και στη σαγήνη μιας αιθέριας ύπαρξης που, κάποιος θεός έστελνε στο μέτωπό του όσο εκείνος στη μύτη σταματούσε. Καθόταν στο ίδιο παγκάκι. Ξεχνιόταν τόσο που έφτανε σε σημείο να μιλά με το στυγνό αηδόνι, τα πολυβόλα έντομα, τον άνεμο τον ζευγολάτη. Τα λουλούδια ήταν τα μόνα που ένιωθε οικεία. Το μοναδικό του ελάττωμα όπως το νόμισε. Τα αποκαλούσε κυρίως με ονόματα αντρικά και λιγότερο με θηλυκά. Η ώρα περνούσε. Είχε μείνει στο αχνό σκοτάδι και η λάμπα ίσα που άρχισε να δίνει. Παρέδιδε το σώμα, το σώμα όχι το πνεύμα, εκείνο το φύλαγε για τα δύσκολα. Το σώμα όμως ήταν η πανοπλία σε αντιξοότητες κοινές. Τα λουλούδια του άρχισαν να παίρνουν το γκρίζο της νύχτας, ωχριούσαν οι όμορφες ανταύγειες και τα πιτσιλωτά τους κοσμήματα. Το άρωμα παρόλαυτα γινόταν εντονότερο. Έσφιγγε στις χούφτες το μπουκέτο που είχε από νωρίς συνάξει ώσπου, τα διέλυε και τα κεφάλια τους κρέμονταν και το άρωμά τους ασφυκτιούσε τόσο που χανόταν και εμφανιζόταν διαδοχικά. Ύστερα ο άντρας έκλαιγε με λυγμούς πάνω από εκείνα. Πετούσε αλλά απάνω τους και ξεκινούσε να ψέλνει έναν επικήδειο. Συνέχιζε ακατάπαυστα να κλαίει και να κλαίει! Όταν πια σκούπιζε τα δάκρυα κι έβαζε άτσαλα το καπέλο, έτρωγε και μια μπουκιά πρόσφορο και ξεκινούσε πίσω για το σπίτι. Σφύριζε στο δρόμο, απέφευγε ξανά τα «εμπόδια» φτάνοντας στο κατώφλι του σπιτιού. Άνοιγε τη διπλοκλειδωμένη πόρτα, την κλείδωνε από μέσα τρεις πέφτοντας στο κρεβάτι με το μπουκέτο του πάρκου και μερικά τελευταία δάκρυα στα μάτια. Τέλος.