Με τον πατέρα και τον αδερφό μου χωρίσαμε με μια σφιχτή χειραψία και μια οικογενειακή αγκαλιά.

Πριν από τρία περίπου χρόνια, στις 28 του Φλεβάρη το ΄20,  η μητέρα μου έκανε απόπειρα αυτοκτονίας. Κατάπιε, όπως μου αφηγήθηκε αργότερα, ένα κουτί Xanax. Τα έπαιρνε σε καθημερινή βάση. Δεν είχε συνταγή από γιατρό. Της τα έγραφε η επιστήθια φίλη της Ελίζα που είναι φαρμακοποιός. Λόγω της σταδιακά επιδεινούμενης κατάστασης της υγείας μου, είχε βρει διέξοδο σε αυτά τα εθιστικά ψυχοτρόπα χάπια.

Εκείνο τον καιρό, ήμουν βουτηγμένος στο αλκοόλ. Γυρνούσα στη γειτονιά και ζητιάνευα χρήματα για να εξασφαλίσω το επόμενο μπουκάλι.

Η μητέρα μου έκανε το καλύτερο δυνατό. «Ό,τι περνάει από το χέρι μου θα κάνω παιδί μου. Αρκεί να σε δω να στέκεσαι πάλι στα πόδια σου, να προοδεύεις σαν όλους τους νέους της ηλικίας σου» μου έλεγε. Παρ’ όλη την οικονομική μας κατάσταση, με είχαν τρέξει στους καλύτερους επιστήμονες. Το μόνο που μου προσέφεραν οι γιατροί ήταν συμβουλές του τύπου: «Πρέπει να το κόψεις άμεσα. Οι εξετάσεις σου έδειξαν πως το συκώτι σου έχει ήδη πειραχτεί. Πίστεψέ με δεν θέλεις να πεθάνεις στο νοσοκομείο από κύρωση του ήπατος». Και πράγματι δεν το ήθελα. Σε μια καταστροφική μου στιγμή, είχα νοσηλευτεί στην ηπατική του Ιπποκράτειου νοσοκομείου. Ο θάλαμος ήταν γεμάτος με ασθενής που έπασχαν από κύρωση. Κοιλιές τουμπανιασμένες που τους ρουφούσαν τα υγρά με σύριγγες. Δεν είχαν τη δύναμη ούτε μέχρι το μπάνιο να πάνε μόνοι τους. Τους τάιζαν στο στόμα οι συγγενείς και οι νοσοκόμοι. Ήταν ένας ζωντανός εφιάλτης κι όλοι τους ο δικός μου μελλοντικός καθρέφτης εάν συνέχιζα να πίνω με τον ίδιο ρυθμό. Φυσικά, ούτε όλα τα παραπάνω απόκοσμα που αντίκρυσα, στάθηκαν αρκετά ώστε να με αποτρέψουν να σηκώσω το επόμενο ποτήρι. Άλλοι γιατροί μου έγραφαν ολόκληρες σελίδες με ψυχοφάρμακα. Τα έπαιρνα όπως ήταν αναμενόμενο σε συνδυασμό με αλκοόλ! Με αποτέλεσμα να μεταμορφώνομαι σε ανθρωπόμορφο φυτό. Ήμουν όλη τη μέρα ξαπλωμένος στο νεκροκρέβατο – όπως χαρακτηριστικά το έλεγε η μάνα μου. Σηκωνόμουν για τουαλέτα και πήγαινα στο σαλόνι. Άνοιγα την τηλεόραση και κατουρούσα στο βάζο με τα λουλούδια. «Μαμά τα λουλούδια μην μπεις στον κόπο να τα ποτίσεις σήμερα. Το έκανα εγώ για εσένα» της έλεγα και πήγαινα στο δωμάτιό μου ψάχνοντας το ψυγείο. Άνοιγα την ντουλάπα με τα ρούχα και έψαχνα ψωμί και τυρί για να φτιάξω σάντουιτς!

Ήταν πέντε το πρωί. Στις 28 του Φλεβάρη το ΄20. Οι γονείς μου κοιμόντουσαν. Είχα ξυπνήσει με στερητικά – σύνηθες τα τελευταία πέντε χρόνια. Άνοιξα την πόρτα της κρεβατοκάμαρά τους και με τρεμάμενο χέρι ξύπνησα τη μάνα μου. Τη ρώτησα εάν είχε μείνει κάτι από την περασμένη νύχτα για να πιώ. Η απάντηση ήταν αρνητική. Με έντονο ύφος σχεδόν την διέταξα να μου δώσει χρήματα για να βγω να αγοράσω αλκοόλ. Εκείνη αρνήθηκε και τότε, όπως στεκόταν όρθια δίπλα μου, της έδωσα μια μπουνιά στο αριστερό πλευρό που δίπλωσε από τον πόνο. Ο πατέρας μου ξύπνησε και με έσπρωξε έξω από το δωμάτιο βρίζοντάς με και χτυπώντας με στο κεφάλι και το πρόσωπο. Δεν ήμουν σε θέση να αντιληφθώ τα επακόλουθα αυτού του συμβάντος. Εκείνο το πρωινό έμελλε να είναι το τελευταίο όσον αφορά τη θυματοποίηση της μητέρας μου. Σαν να υπήρχε όλα αυτά τα χρόνια μέσα στο σπίτι μια ωρολογιακή βόμβα και είχε φτάσει η ώρα της να κάνει το μπαμ.

Την επόμενη μέρα, ξύπνησα μόνος στο διπλό κρεβάτι, στο διαμέρισμα του αδερφού μου. Τρόμαξα από το δυνατό χτύπημα της πόρτας. Κάποιος κλωτσούσε την εξώπορτα με δύναμη και βαρούσε επίμονα το κουδούνι. Το τηλέφωνο χτύπησε μία φορά, έπειτα δεύτερη, στην τρίτη, όταν στάθηκα από πάνω του για να το σηκώσω σταμάτησε. Ήμουν στα χαμένα. Δεν ήξερα εάν ήταν πρωί ή βράδυ – ήταν κλειστά τα παντζούρια.  Άνοιξα τον σύρτη και την πόρτα. Ήταν ο αδερφός μου αναψοκοκκινισμένος. Τα μάτια του ήταν κόκκινα και υγρά. Εάν δεν τον γνώριζα τόσο καλά, θα στοιχημάτιζα πως πριν από μερικά λεπτά έκλαιγε. Μπήκε και χτύπησε με δύναμη την πόρτα πίσω του. Εγώ ήμουν με το εσώρουχο. Κρύωσα και άρπαξα ένα μπουρνούζι από μια στοίβα με ρούχα. Ήμουν γυρισμένος πλάτη στον αδελφό μου, όταν ένιωσα τα χέρια του στους καρπούς μου και την ανάσα του στον λαιμό μου. Γύρισα απότομα. Έκλαιγε όντως. Με είχε γραπώσει με δύναμη και με ταρακουνούσε επί τόπου. «Μαλακισμένο» μου είπε «Το έκανες πάλι το θαύμα σου. Όμως αυτή τη φορά την έχεις βάψει για τα καλά αδερφέ» Σκούπισε με το εσωτερικό της δεξιάς του παλάμης το πρόσωπό του και με άφησε. «Τί έκανα ρε συ; Τί έπαθες; Γιατί είσαι έτσι;» ρώτησα σαστισμένος. Έκανε μια βόλτα στο σπίτι και στο διάβα του κλωτσούσε μπουκάλια και χάρτινα κουτιά που βρίσκονταν παντού στο πάτωμα. «Μπες να κάνεις ένα μπάνιο να ξεσουρώσεις και σε μισή ώρα θα περάσω με το αυτοκίνητο. Να είσαι έτοιμος» είπε και έφυγε. Ξεκίνησα να συμμαζεύω την ανακατωσούρα. Σε δέκα λεπτά κουράστηκα. Ένιωσα ταχυκαρδία και ίδρωσα. Τα χέρια μου, όταν πήγα στο μπάνιο να πλένω το πρόσωπό μου, έτρεμαν. Έπρεπε να πιώ πάση θυσία μια γουλιά αλκοόλ για να καταφέρω να σταματήσω τα στερητικά. Στο σπίτι δεν είχε μείνει τίποτα από την προηγούμενη νύχτα. Έψαξα μέχρι και στο ντουλαπάκι του μπάνιου – Συνήθως άφηνα εκεί ένα μπουκάλι πλακέ για τέτοιες περιπτώσεις ανάγκης. Για κακή μου τύχη υπήρχε μόνον ιώδιο και φωτιστικό οινόπνευμα. Δεν ήμουν τόσο απελπισμένος ώστε να το πιώ. Μπήκα κάτω από το ντους μπας και συνέλθω. Όταν βγήκα έτρεμα περισσότερο.

Ο αδερφός μου θα έφτανε σε ένα τέταρτο. Δεν έλεγχα τα χέρια μου. Ένιωθα την αναπνοή μου να κόβεται και να επανέρχεται ύστερα από βαθιές εισπνοές και εκπνοές που έκανα. Κοίταξα μέσα στο σπίτι. Ήταν σωστό αχούρι. Βρήκα μια φόρμα παντελόνι και ένα τσαλακωμένο πουκάμισο και τα φόρεσα. Έβαλα το μπουφάν μου και βγήκα από το σπίτι. Έξω μόλις άρχισε να χαράζει. Οι δρόμοι ήταν άδειοι από κόσμο. Μόνο μια παρέα νέων, προφανώς γύριζαν από νυχτερινή διασκέδαση, παραπατούσαν και γελούσαν δυνατά. Τα μαγαζιά της γειτονιάς ήταν όλα κλειστά. Οι λάμπες του δημοσίου δεν είχαν σβήσει. Η ομίχλη τις περικύκλωνε και σαν ρίζες δέντρου που σκαρφάλωναν, τις αγκάλιαζε ώσπου έφτανε στο έντονο φως εξασθενώντας το. Περπάτησα προς τον κεντρικό δρόμο. Το στομάχι μου ήταν άδειο και βαρύ μαζί. Έκανα εμετό τα υγρά του αλκοόλ. Ζαλιζόμουν, διψούσα και η διακοπτόμενη ανάσα με κούραζε στο περπάτημα. Βρήκα νερό σε ένα κατάστημα που μόλις είχε ανοίξει. Περπάτησα λίγο ακόμα και σταμάτησα μπροστά από την ενορία. Μπήκα. Ο χώρος μύριζε έντονα λιβάνι, παρόλα αυτά το στομάχι μου ήταν καλύτερα και η αναπνοή μου είχε κάπως σταθεροποιηθεί. Υπήρχαν τρεις γυναίκες που κάθονταν διάσπαρτες στον χώρο. Δύο στον γυναικωνίτη, ενώ η τρίτη στην πλευρά των ανδρών. Πήγα και κάθισα τρεις θέσεις δίπλα της. Ένας ηλικιωμένος ψάλτης διάβαζε κάτι από ένα βιβλίο και ο παπάς βρισκόταν μέσα στο ιερό.

Όταν τελείωσε η λειτουργία ήμασταν τα ίδια άτομα. Οι τρεις γυναίκες, ο ψάλτης, ο παπάς κι εγώ. Μετέλαβα. Αρκέστηκα στη μηδαμινή ποσότητα αλκοόλ που περιείχε το κουταλάκι της θείας κοινωνίας. Πήρα δύο κομμάτια πρόσφορο από το πανέρι και στράφηκα προς την έξοδο, όταν άκουσα μια αντρική φωνή από μια σκιερή γωνιά του ναού να με προσφωνεί με το όνομά μου, καλώντας με κοντά του. Δεν διέκρινα το πρόσωπο. Έκανα μερικά βήματα μπροστά και φανερώθηκε το στεγνό πρόσωπο του αγοριού που πρόσεχε την εκκλησία. Ένα ξανθό, αδύνατο παλικάρι κοντά στα είκοσι. Φορούσε γυαλιά και τα μάτια του ήταν γαλανά. Πολλές φορές γυρνώντας από τις κραιπάλες μου με περιέθαλπε. Μου έδινε φαγητό και άλλες τσιγάρα. Καθόμαστε και μιλούσαμε με τις ώρες – όσο μου επέτρεπε τον διάλογο η κατάσταση στην οποία βρισκόμουν. Συνήθως τον άκουγα. Μιλούσε για το Θεό και τα θαύματα των αγίων. Τον πλησίασα και έδειχνε ευδιάθετος. «Τί κάνεις φίλε μου; Πώς είσαι σήμερα;» με ρώτησε, ενώ ταυτόχρονα, χωρίς να με κοιτάζει, τακτοποιούσε τα κεριά στο μανουάλι. «Πώς να είμαι; Δεν με βλέπεις; Ράκος και σήμερα. Κόκκαλο!». Ο παπάς βγήκε από το ιερό. Τον πλησίασε και του είπε κάτι στο αυτί. Μετά μας χαιρέτισε και έφυγε. Ξαφνικά ένιωσα μια έντονη δυσφορία. Είχα τα ίδια συμπτώματα με πριν. Προσπαθούσα να εισπνέω από τη μύτη και να εκπνέω από το στόμα, δίχως αποτέλεσμα. Στη χούφτα το αγόρι κρατούσε κεριά. Τα πέταξε σε ένα καλάθι και μου είπε να τον ακολουθήσω στο μικρό δωματιάκι που βρισκόταν δίπλα από την μεγάλη πόρτα της εισόδου. Μπήκαμε. Έσκυψε μπροστά από το πλαστικό τραπέζι και από κάτω τράβηξε ένα μπουκάλι με κρασί. Έβγαλε ένα κλειδί από το ντουλάπι και το άνοιξε. Γέμισε ένα νεροπότηρο ως επάνω και το έσπρωξε προς το μέρος μου. «Πιες το. Αυτή τη στιγμή το χρειάζεσαι. Άντε λοιπόν, πιες το» μου είπε και το πρόσωπό του έλαμψε. Σήκωσα το ποτήρι. Το ήπια μονορούφι. Ένιωσα αμέσως τη θέρμη του αλκοόλ να κατακλύζει το στομάχι μου. Κάτι μέσα μου σκίρτησε, ζωντάνεψε και τα άκρα μου τα ένιωσα να μακραίνουν. Ζήτησα και δεύτερο ποτήρι. Μου το αρνήθηκε ευγενικά. «Καλύτερα να πας σπίτι σου» μου είπε. «Είσαι εξουθενωμένος. Είναι προτιμότερο να πας να ξαπλώσεις». Ήμουν έτοιμος να του εξιστορήσω το πρωινό συμβάν με τον αδελφό μου στο σπίτι. Το μετάνιωσα. Είχα βαρεθεί να ακούω συμβουλές. Ήξερα από πριν τί επρόκειτο να μου πει και ειλικρινά είχα κουραστεί με τους λογής και από κάθε τομέα συμβουλάτορες. Ήμουν πολύ άρρωστος και τη διάγνωση την είχα κάνει από μόνος μου. Δεν χρειαζόμουν τις εμμονές ανθρώπων οι οποίοι δεν κατάφερναν να λύσουν τα δικά τους προβλήματα και, αμέσως, έσπευδαν να αλαφρώσουν τους άλλους – εν προκειμένω εμένα. Βάδιζαν και εκείνοι ζωσμένοι τα δικά τους εκρηκτικά και των πυροκροτητή ακόμη τον έψαχναν. Τον ευχαρίστησα και βγήκα από την εκκλησία.

Στο δρόμο άρχισε να βρέχει. Το σπίτι ήταν κοντά, ωστόσο πρόλαβα να γίνω μούσκεμα. Μπήκα. Στο σαλόνι με περίμεναν ο πατέρας μου με τον αδελφό μου. Το βλέμμα τους έβγαζε οίκτο. Ήταν περισσότερο παρηγορητικό, παρά καταγγελτικό. Ο πατέρας μου σηκώθηκε. Με κοίταξε στα μάτια και μου είπε: «Η μάνα σου είναι στο νοσοκομείο. Έκανε απόπειρα αυτοκτονίας σήμερα το πρωί. Τη βρήκε ο θείος σου στο εξοχικό. Κατάπιε ένα κουτί χάπια. Κατάφερε και τον πήρε τηλέφωνο, αφού τα είχε πάρει. Έτσι το ασθενοφόρο την πρόλαβε. Ευτυχώς τώρα είναι εκτός κινδύνου». Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια του πατέρα μου σχετικά με την απόπειρα της μάνας μου και πριν από τη νοσηλεία μου στην ψυχιατρική κλινική. Εκείνο το πρωί οι τρεις μας δώσαμε τα χέρια και αγκαλιαστήκαμε. Την επομένη ταξίδευα για τη ‘’Γαλήνη’’, όπου έμεινα για τρεις μήνες παρέα με διακόσιους ψυχικά νοσούντες.

 


Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους της αναρτήσεως είτε ολόκληρης, με οποιαδήποτε μεταβολή του ανωτέρω κειμένου και χωρίς την παράθεση του απευθείας συνδέσμου στην ανάρτηση αυτή που είναι: www.ologramma.art

Οι απόψεις των συντακτών είναι προσωπικές και το ologramma.art δεν φέρει καμία ευθύνη.

Το ologramma.art επιφυλάσσεται για την άσκηση των νομίμων δικαιωμάτων του.
Προηγούμενο άρθροΠοτέ ξανά, Χρίστος Λάσκαρης
Επόμενο άρθροΠοίηση, Θωμάς Γκόρπας
Γεννήθηκε το Φθινόπωρο του 1990. Έχει αποφοιτήσει από το Τμήμα Δημοσίων Σχέσεων και Επικοινωνίας αλλά και από το Τμήμα Ειδικής Αγωγής του Πανεπιστημίου Αιγαίου. Ασχολείται ερασιτεχνικά με την φωτογραφία. Η πρώτη της φωτογραφική έκθεση είχε θέμα το νησί της Φολεγάνδρου και παρουσιάστηκε στη Θεσσαλονίκη το 2017. Έχει λάβει μέρος σε ομαδικές εκθέσεις και έργα της εκτίθενται στην «Ολυμπιακή Δημοτική Πινακοθήκη Σπύρος Λούης» στο Μαρούσι στα πλαίσια της εκδήλωσης «2ο Φεστιβάλ Εικόνας Τέχνης και Πολιτισμού» για το 2017. Αγαπά… τα παιδιά, τα βιβλία, το θέατρο, την ιταλική μουσική, την ησυχία, τη χειμωνιάτικη λιακάδα, την καλοκαιρινή βροχή, τα ταξίδια που ανανεώνουν τις ανάσες της, τη γεύση του καφέ. Συγκινείται με… τους γενναιόδωρους ανθρώπους, την ευγένεια, τις ευχές, τα γράμματα σε σχήμα καλλιγραφικό με κόκκινο στυλό. Επιμένει… να κοιτάζει τον ουρανό γιατί ξέρει -πια- πως δεν έχει μόνο σύννεφα αλλά έχει και ήλιο και φεγγάρι και αστέρια... Πιστεύει… στο Αόρατο, στο Καλό, στις Συναντήσεις των ανθρώπων. Αισθάνεται… Ευγνωμοσύνη, Εμπιστοσύνη, Ελευθερία… Ξεκινά… και ολοκληρώνει την ημέρα της με την ίδια πάντα ευχή… Από μικρή ονειρευόταν να σκαρώσει το δικό της περιοδικό.