Καθόμασταν στην αμμουδιά. Σε παραλία που βρισκόταν λίγο έξω από την πόλη. Ο ήλιος ήταν έντονος και μας έβλεπε κι εμείς τον βλέπαμε τυφλώνοντάς μας, ενώ τα γυαλιά ηλίου τα είχαμε ξεχάσει στο σπίτι. Πήγα να ανάψω τσιγάρο και ο αναπτήρας είχε μείνει από αέριο. Τότε εκείνη έψαξε τη μεγάλη της τσάντα. Βούτηξε το χέρι της βαθιά και ανάδεψε τα αντικείμενα, ώσπου βρήκε τα σπίρτα του πατέρα της -ο γέρος τα παρατούσε συχνά σε διάφορα μέρη του σπιτιού του κι εκείνη τα συμμάζευε στην τσάντα της. Μου έδωσε το κουτί. Έβγαλα ένα σπίρτο και το πέρασα επάνω από το καφέ εξωτερικό μέρος και άναψε. Ξαφνικά, στα μάτια μου, τα πάντα έγιναν ασπρόμαυρα. Ήταν λες και έπαιζα σε φιλμ νουάρ! Κράτησα το σπίρτο στο τσιγάρο κι έπειτα το άφησα να το οδηγήσει ο ζεστός άνεμος. Η φλόγα παλλόταν, έγλειψε το ξύλο ως κάτω κι έσβησε. Μπλε καπνός σκόρπισε στην ατμόσφαιρα και μια μυρωδιά καμένου έφτασε στα ρουθούνια μας. Πέρασα το χέρι μου γύρω από τον λαιμό της Έυας, όσο εκείνη εξέταζε το ήμερο κύμα στα πόδια μας. Στα εκατό μέτρα βρισκόταν το μικρό λιμάνι του χωριού. Γεμάτο μικρές ψαρόβαρκες κι ένα μεγάλο αλιευτικό που, μόλις είχε φτάσει από τα ανοιχτά, ξεφορτώνοντας ψάρια. Οι άντρες του πληρώματος ιδρωμένοι και μελαψοί από τον ήλιο, έτρεχαν για να προλάβουν την αγορά ανοιχτή. Ήμασταν από το περασμένο βράδυ εκεί. Είχαμε πάει με μια παρέα που γνωρίσαμε σε κάποιο μπαρ. Ήμαστε τρία ζευγάρια και στο τέλος μείναμε εγώ και η Εύα. Ήπιαν πολύ και έφυγαν στα μέσα της νύχτας. Εμείς δεν πίναμε αλκοόλ. Ήμουν δέκα μήνες νηφάλιος. Εκείνη το σεβόταν και με θαύμαζε για την εγκράτειά μου και, κυρίως, για την απόφαση μου την οποία χαρακτήριζε καίρια τομή στη ζωή μου! Στη ζωή μας! Μια ζωή που πριν από έξι μήνες και για πολλά χρόνια πήγαινε από το κακό στο χειρότερο.

Με την Εύα ήμασταν δεκαπέντε χρόνια παντρεμένοι και είχαμε έναν γιο στην εφηβεία. Ήταν ένα όμορφο αγόρι και αρκετά ανεπτυγμένο για την ηλικία του. Περισσότερο έμοιαζε στη μάνα του. Μου έριχνε μισό κεφάλι και όποτε χρειάστηκε μου έδωσε να καταλάβω με τις μπουνιές και τις κλοτσιές του. Είχε βαριά φωνή, σχεδόν αντρική και ήταν ο καλύτερος μαθητής στην τάξη του. Με ιδιαίτερη κλίση στα μαθηματικά -όπως μας ενημέρωναν οι καθηγητές του. Για να είμαι ειλικρινής, την Εύα ενημέρωναν. Εγώ ήμουν πάντα απών με τη δουλειά και τα ξενύχτια μου με τις διάφορες ξένες γυναίκες, καταλήγοντας μεθυσμένος σχεδόν κάθε βράδυ. Στα νιάτα μου υπήρξα φοιτητής στην σχολή δημοσιογραφίας, όμως στο δεύτερο έτος την εγκατέλειψα. Εάν εξαιρέσεις διάφορες δουλειές του ποδαριού που έκανα ως νέος, μια ζωή δούλευα στο πριονιστήριο. Ο πατέρας της Εύας ήταν το αφεντικό μου. Ο Τάσος σαν εργοδότης ήταν χαλαρός. Το ίδιο και σαν πεθερός. Όταν πριν από τρία χρόνια πέθανε η μάνα της Εύας, η συμπεριφορά του και ο τρόπος αντιμετώπισης που είχε στους ανθρώπους, άλλαξε ανεπιστρεπτί. Έγινε ένα γερομαλάκας. Δεν μας άφηνε ούτε το διάλλειμά μας να κάνουμε όπως μας άρεσε. Δεν χαλαρώναμε με καμία Παναγία εκεί μέσα. Τον είχαμε όλοι οι εργάτες στη μπούκα. Κάθε πρωί που ανοίγαμε μαζί την επιχείρηση, είχε στα χέρια μια λίστα με τα ονόματα των εργατών. Ήταν χειρόγραφη. Ο Τάσος ήταν απόφοιτος δημοτικού. Τα τελευταία χρόνια δεν είχε ούτε γραμματέα. Έλεγε πως δεν τη χρειαζόταν. Μια γυναίκα που δούλευε σχεδόν όλη της τη ζωή δίπλα του, την έδιωξε κακήν κακώς ένα μεσημέρι γιατί, όπως άκουσα, ήταν παγωμένες οι τηγανιτές πατάτες που του είχε παραγγείλει! Τη λίστα την είχε μέσα σε μια βρόμικη από καφέδες μεμβράνη. Συνήθως τα μεσημέρια, σε ανύποπτο χρόνο και βαδίζοντας σαν γάτος, διέσχιζε το εργοστάσιο για την επίβλεψη των καθηκόντων. Όποιον από τους εργαζόμενους έπιανε να ξεκουράζεται μακριά από το πόστο του, τραβούσε μια κόκκινη παχιά γραμμή δίπλα από το όνομά του. Στις τρεις γραμμές, τον φώναζε στο γραφείο του, κατσαδιάζοντας και προειδοποιώντας τον με τα εξής λόγια: «Να ξέρετε πολύ καλά κύριοι, πως δεν είστε αναντικατάστατοι. Κανείς σας δεν είναι, εκτός από εμένα». Έπειτα τον άφηνε να φύγει με την πίκρα και τον φόβο της απόλυσης. Δεν έσβηνε τις γραμμές. Όταν συμπληρώνονταν έξι, τους καλούσε και πάλι στο γραφείο, μιλώντας πια με ποδοσφαιρικούς όρους. «Έχεις μία κίτρινη κάρτα από αντιαθλητικό μαρκάρισμα. Στην επόμενη λάθος κίνηση, έστω και στο αδιάφορο για τους περισσότερους τράβηγμα της φανέλας, θα σου κοστίσει μια δεύτερη κίτρινη. Δηλαδή κόκκινη και θα πας στα αποδυτήρια!» έλεγε χαμογελώντας. Τον τελευταίο χρόνο είχαμε μείνει τρεις άντρες στην παραγωγή. Ήμασταν δέκα. Αλλά ο διαιτητής, με το πάθος του να σφυρίζει συνεχώς αντιαθλητικά, μας είχε αποδεκατίσει. Όλο το φόρτο είχε περάσει πάνω μου. Η συγγένειά μας και η Εύα που έπαιρνε συνεχώς το μέρος του, με ήθελαν σχεδόν υπεράνθρωπο. Να δουλεύω σαν το σκυλί από τη νύχτα ως τη νύχτα.

Κάποιο πρωί, πριν περίπου από έναν χρόνο, το μηχάνημα του πριονιστήριου χάλασε. Ο ειδικός μας ενημέρωσε πως οφειλόταν στο γεγονός ότι δεν το συντηρούσαμε όσο και όπως θα έπρεπε. Ο Τάσος έγινε έξω φρενών. Φοβήθηκα πως εκείνη τη μέρα θα τους έδιωχνε όλους και θα έμενα μόνος μου να βγάλω όλη τη σκατοδουλειά. Έκλεισε το εργοστάσιο για μια βδομάδα, έως ότου έκανε να αποκατασταθεί -όπως μας ενημέρωσε καθυστερημένα- η ζημιά. Γύρισα στο σπίτι και δεν ήταν κανείς. Επάνω στο τραπέζι της κουζίνας, υπήρχε ένα γράμμα. ‘’Έχουμε πάει στον μαθηματικό διαγωνισμό. Δεν γνωρίζω τι ώρα θα επιστρέψουμε. Η γυναίκα και ο γιος σου, με αγάπη!’’. Ένιωθα πολύ κουρασμένος και το στομάχι μου ανακατευόταν. Ήξερα πως εάν έπινα θα έστρωνε. Ήταν όμως και η αναθεματισμένη ανάρρωση στη μέση. Ήμουν καθαρός από αλκοόλ ένα μήνα. Ήταν η περίοδος που άρχισα να παρακολουθώ συνεδρίες των ΑΑ. Η Εύα το είχε πάρει πολύ ζεστά το θέμα. Εκείνη με έτρεξε, γιατί αν έμενε στο δικό μου χέρι, δεν υπήρχε καμία περίπτωση να έκανα την παραμικρή κίνηση. Πόσο μάλλον να ζητήσω βοήθεια από ομάδες. Τις συγκεκριμένες αδελφότητες τις σνόμπαρα μια ζωή. Έβαλα να φάω. Τα κατάπινα σχεδόν αμάσητα και έπινα από πάνω κόκα κόλα, σαν να το έκανα επίτηδες για να τα βγάλω -τις ίδιες αηδίες που έκανα και στη χρήση. Στο τέλος ήπια μια σόδα και πήγα στην κρεβατοκάμαρα να ξαπλώσω. Δεν είχα φάει πολύ, όμως ο συνδυασμός φαγητού και υγρών, με έστειλε με το κεφάλι μέσα στην τρύπα της λεκάνης. Τώρα είχα άδειο στομάχι και η σκέψη να την κάνω από το άδειο σπίτι και να πάω να την αράξω σε κανένα μπαρ, μου τριβέλιζε το μυαλό. Τελικά έμεινα και τους περίμενα. Έτρωγα τα νύχια μου μπροστά από την τηλεόραση και με είχε πιάσει άγχος για τον Αλέξη και την επίδοσή του στον διαγωνισμό, όταν ξαφνικά άρχισαν να ιδρώνουν τα χέρια μου. Ένιωθα δύσπνοια και αμέσως θυμήθηκα τις κρίσεις πανικού που με έπιαναν τις πρώτες μέρες της αποχής. Έβαλα να γίνεται καφές και κάθισα στον υπολογιστή. Είχα ένα μήνυμα. -Στη δουλειά, με τον Τάσο όλη μέρα πάνω από το κεφάλι μου, δεν είχα χρόνο για να τσεκάρω μηνύματα και άλλες τέτοιες πολυτέλειες. Θα με περίμενε στη γωνία με μια παχιά κόκκινη μουτζούρα δίπλα από το όνομά μου και ας ήμουνα γαμπρός του-. Το μήνυμα ήταν από κάποια κοπέλα που όπως μου έγραφε είχαμε γνωριστεί σε ένα μπαρ. Είχαμε γνωριστεί, έλεγε, λίγους μήνες πριν. Με καλούσε το βράδυ σε πάρτι που διοργάνωνε η ίδια με μια φίλη της στο διαμέρισμά τους. Η δύσπνοια εντάθηκε. Είχαν γενέθλια και έκλειναν τα είκοσι τρία. Εγώ ήμουν σαράντα, διαπίστωσα ξαφνικά. Και τι με αυτό; σκέφτηκα. Για να με καλεί ύστερα από τόσους μήνες, πάει να πει πως, ασχέτως από το γεγονός ότι εγώ δεν τη θυμόμουν καθόλου, εκείνη θα είχε το λόγο της. Στην αρχή της δικαιολογήθηκα πως δεν θα μπορούσα να πάω, λόγω ανειλημμένων υποχρεώσεων. Αντιλήφθηκα όμως πως τη φράση: ‘’Ανειλημμένων υποχρεώσεων’’ το πιθανότερο ήταν να την άκουγε για πρώτη φόρα. Πάλι το χάσμα των ηλικιών στη μέση, σκέφτηκα και γέλασα ηλίθια με έπαρση μπροστά από την οθόνη. Ξεμένοντας από ιδέες της έστειλα μια φατσούλα με τη γλώσσα έξω. Εκείνο που δεν μου περνούσε ούτε κατά διάνοια από το μυαλό όμως, ήταν η επόμενή της κίνηση. Μου έστειλε μια ημίγυμνη φωτογραφία της, ξαπλωμένη στο δωμάτιό της. «Έτσι θα καταλήξουμε αργά απόψε το βράδυ» μου έγραψε. Το στομάχι μου ήταν χάλια και οι άλλοι δεν φαίνονταν. Σκεφτόμουν τον Αλέξη και τον αγώνα που θα έδινε με τα θέματα των μαθηματικών μπροστά του. Έπειτα τον Τάσο με την ηλίθια συμπεριφορά. Τις κίτρινες, τις κόκκινές του κάρτες και το σαρδόνιο χαμόγελο, δείχνοντας την πόρτα της εξόδου στους εργάτες. Η συμπεριφορά του που μου στοίχιζε καθημερινά σωματικά, κυρίως όμως ψυχικά. Από την άλλη, η Εύα που έπαιρνε πάντα το μέρος του. Δεν πάει στο διάολο, σκέφτηκα. Δέχτηκα την πρόσκληση της μικρής και έκλεισα τον υπολογιστή. Πήγα στο παράθυρο με το φλιτζάνι τον καφέ στο χέρι. Ο καιρός ήταν μουντός. Ετοιμαζόταν να βρέξει. Τα δέντρα τα είχαν κλαδέψει εδώ και τρεις βδομάδες και η θέα από το μπαλκόνι ήταν αρκετά καλή. Θα ήταν πάρτι νεαρών και όλοι τους θα είχαν εντελώς διαφορετικό κώδικα ενδυματολογίας από τον δικό μου, σκέφτηκα. Έβγαλα κοστούμι. Συνδύασα το πουκάμισο με γραβάτα. Απέρριψα κατευθείαν τη γραβάτα. Καλύτερος χωρίς γραβάτα. Και από το κοστούμι, προτιμότερο το σακάκι με πουκάμισο και ένα τζιν παντελόνι. Γυάλισα τα παπούτσια και τα άφησα δίπλα από την πόρτα του μπάνιου. Το νερό είχε ζεσταθεί και θα δοκίμαζα το νέο σαμπουάν με εκχύλισμα μέντας, που είχα παραγγείλει στην Εύα να μου αγοράσει. Βγήκα από το μπάνιο και ντύθηκα. Έβαλα άλλο ένα φλιτζάνι καφέ και τους περίμενα να γυρίσουν από τον διαγωνισμό. Το άγχος επανήλθε. Αυτή τη φορά δεν ήταν για τον Αλέξη, αλλά για το άγνωστο νεαρό και τόσο εκδηλωτικό κορίτσι που θα πήγαινα να συναντήσω στην γιορτή. Θα ήταν ένα άντρο με αλκοόλ και ξεσπάσματα. Ανήθικα ξεσπάσματα. Και μόνον στην ιδέα πως απόψε θα βρισκόμουν σε ένα μέρος όπου όλοι θα πίνανε και θα χαριεντιζόντουσαν, με έπιανε πανικός. Ήμουν καθαρός μόλις έναν μήνα. Που πήγαινα πάλι να μπλέξω; Αλλά από πότε είχα εγώ ηθικές αναστολές; σκέφτηκα. Πήγα στο μπάνιο και έριξα νερό στο πρόσωπό μου. Με την άκρη του ματιού, παρατήρησα τα παπούτσια μου που ήταν παρατημένα και γυαλισμένα δίπλα από την πόρτα του μπάνιου. Γύρισα στο σαλόνι και κάθισα μπροστά από το παράθυρο, ενώ η τηλεόραση έπαιζε τώρα διαφημίσεις.

Το αυτοκίνητο της Εύας έμπαινε στο πάρκινγκ, στις τρεις το βράδυ. Ο Αλέξανδρος είχε κερδίσει στον διαγωνισμό και ο παππούς του, για να τους καλοπιάσει, τους έκανε το τραπέζι σε κάποιο κυριλέ εστιατόριο. Από εκείνα όπου εγώ σιχαινόμουν και από έξω να περάσω. Ήμουν πεσμένος στην πολυθρόνα, όταν άκουσα το κλειδί στην πόρτα. Μπήκαν με ψιθύρους θριάμβου. Το μπουκάλι δίπλα μου ήταν άδειο. Το πουκάμισο το είχα βγάλει από έξω. Απλωνόταν σαν τραπεζομάντιλο τεράστιο επάνω μου. Το σακάκι το είχα παρατήσει στο νιπτήρα του μπάνιου να μουσκεύει -ήταν γεμάτο με λιωμένο κερί και λάδια αυτοκινήτου. Έβαλα το χέρι μέσα στα μαλλιά μου και ξεφύσησα. Τα βλέμματά τους περνούσαν σαν σκάνερ τον χώρο κι έπειτα την αφεντιά μου από επάνω ως κάτω. Ο Αλέξανδρος πήγε να τιναχτεί προς εμένα. Η Εύα τον εμπόδισε, παραμερίζοντάς τον και μπαίνοντας με το μέτωπό της στο δικό μου. Άρπαξα το μπουκάλι από το λαιμό και το έσπασα στην άκρη του καναπέ. «Για ελάτε, χαρούμενα πουλάκια μου να δούμε ποιον θα πάρω πρώτο!» Τα πάντα ήταν θολά γύρω μου. Όλο το δωμάτιο γυρνούσε ψυχεδελικά. Έβλεπα τον μισό χώρο ως το σπίτι μου, ενώ το άλλο παρέμενε το σπίτι του πάρτι. Τα πρόσωπα τους ήταν λιπαρά με έντονο make και τα χείλη τους στεγνά και σαρκώδη. Πολλά χείλη. Κόκκινα βαμμένα σαν το κρασί που είχα καταβροχθίσει και έρρεε στις φλέβες μου. Μόνον κρασί και αίμα, χωρίς ίχνος θρεπτικών συστατικών. «Γιατί μας το κάνεις αυτό; Σε παρακαλώ μην το συνεχίζεις. Ένα μήνα δεν ήταν καλύτερα που το είχες κόψει;» Η Εύα άρχισε να κλαίει και τα δάκρυά της κυλούσαν από τα μάτια στα μάγουλα, καταλήγοντας στο πάτωμα. «Μου καταστρέφεις το χαλί με τα υγρά σου. Μου γαμάς το σπίτι και την αισθητική μου. Συνωμοτείς με τον ηλίθιο γιο σου, για να με έχετε μια ζωή από κάτω σας. Εσείς και οι αναθεματισμένοι σας διαγωνισμοί και οι κάρτες σας και τα εστιατόριά σας» φώναζα. «Το παιδί κράτησέ το έξω από όλο αυτό. Δεν σου φταίει σε τίποτα. Δεν έχεις λίγη ντροπή; Δεν σε νοιάζει ο κόπος μου και, κυρίως, ο δικός σου αγώνας έναν μήνα χωρίς να το βάλεις στο στόμα σου; Πες μου από πότε είχες να μείνεις καθαρός, γενικά για τόσο χρονικό διάστημα, θυμάσαι; Εγώ όχι. Από την αρχή ήσουν αρνητικός με τις ομάδες. Εσύ και ο εγωισμός σου. Τα πήγαινες όμως πολύ καλά. Έβλεπα στα μάτια σου τη δύναμη και τη θέληση ενός ανθρώπου που ήθελε να ξεφύγει. Θυμάσαι τι μου είχες υποσχεθεί κάποτε για τα μάτια σου; Πως μέσα τους θα μπορώ να βλέπω τον καθρέφτη με το είδωλό σου. Με όλα του τα θέλω, τις ανάγκες και το κυριότερο τη δική σου απόλυτη αλήθεια. Κενά λόγια όπως αποδείχτηκε. Δεν ήξερες ποτέ σου να παίζεις ομαδικά. Οικογενειακά. Δεν ξέρω για πόσο ακόμα θα μπορώ να σε συγχωρώ και να σου δίνω με τον πατέρα μου ευκαιρίες» μου απάντησε. Ο Αλέξανδρος έτρωγε τα νύχια του. Όποτε ήταν νευρικός ή ένιωθε πως κάποιος απειλεί τον χώρο και τη μάνα του -συνήθως εγώ-, είχε το συνήθειο να τρώει τα νύχια του και να φτύνει τα πετσάκια. Είχα σηκωθεί από την πολυθρόνα και έκανα βόλτες μπροστά από το παράθυρο βλαστημώντας. Έφερνα στο μυαλό μου τον πατέρα της στο εργοστάσιο και πόσο ανυπόφορη μου είχε κάνει τη ζωή τα τρία τελευταία χρόνια, με τις ιδιοτροπίες και τον καταπιεστικό του χαρακτήρα. Ένιωθα εκτεθειμένος απέναντί τους. Κομπλεξικός που παρέμενα τόσα χρόνια ένας εργάτης στην δούλεψή τους. «Ώστε δεν ξέρεις για πόσο ακόμα θα με συγχωρείς μωρό μου και θα μου δίνετε εσύ και ο πατέρας σου ευκαιρίες. Στ’ αρχίδια μου τις έχω γραμμένες τις ευκαιρίες σας. Εσείς δεν με αφήνετε, εσείς δεν μου επιτρέπετε να αλλάξω. Μια ζωή με θέλατε υποχείριο» είπα, εκσφενδονίζοντας το μπουκάλι με δύναμη προς το μέρος τους. Βρήκε τον Αλέξανδρο στο δεξί του μπράτσο. Έσκυψε και μαζί του και η Εύα. «Τί πας να κάνεις; Τί θέλεις να κάνεις τέλος πάντων; Θέλεις να καλέσω την αστυνομία να σε μαζέψουν;» είπε η Εύα.

Στο άκουσμα της λέξης ‘’αστυνομία’’ τα έχασα. Ξύπνησαν οι παλιοί μου δαίμονες. Ο πατέρας μου ήταν αστυνομικός. Και στο επάγγελμα, αλλά προπάντων στις σχέσεις του με εμένα και τη μάνα μου. Όταν ήμουν μικρός, όποτε έκανα κάποια αταξία, με απειλούσαν πως ο μπαμπάς θα φέρει τους κακούς συναδέρφους του και θα με κλείσουν στο σκοτεινότερο μπουντρούμι. Όλο αυτό με κυνηγούσε στην μετέπειτα ζωή μου. Όταν μπήκα στην εφηβεία, είχα μπλέξει με μια παρέα και καπνίζαμε όλη μέρα χόρτο. Εγώ το τράβηξα μακρύτερα το έργο. Έφτασα να προμηθεύω όλη μου τη γειτονιά με χασίς. Ο γιος του μπάτσου! Κάθε μήνα, μια φορά τουλάχιστον, βρισκόμουν στο κρατητήριο. Ο πατέρας μου κάθε φορά με ξελάσπωνε και δεν κατέληγα στη στενή. Δεν γλίτωνα όμως τα επακόλουθα. Μας απειλούσε μεθυσμένος με το περίστροφο στο χέρι! Θα έβαζε φωτιά σε αυτό το μπουρδέλο σπίτι με εμάς μέσα, έλεγε. Με το μπουκάλι από το οποίο έπινε, θα περιέλουζε τον χώρο και πετώντας το αποτσίγαρό του, θα μας έκανε το θείο δώρο να μας στείλει μια ώρα αρχύτερα στον διάολο, απαλλάσσοντάς μας από τις μίζερες ζωές μας. Έπειτα κλεινόταν στο δωμάτιό του. Έβριζε και συνέχιζε να πίνει, ώσπου τον έπαιρνε ο ύπνος. Κι εγώ τον κοιτούσα από την κλειδαρότρυπα γεμάτος μίσος και απέχθεια, παρακαλώντας να μην ξυπνήσει μέχρις ότου σηκωθεί ένας άλλος, οποιοσδήποτε άλλος. Αρκεί να ήταν διαφορετικός. Κι εγώ θα ήθελα να ήμουν κάποιος άλλος και να με καμάρωναν, έστω για μερικές ώρες. Να είχαμε μια γαμημένη φυσιολογική μέρα σαν οικογένεια. Στη φυλακή ήταν η θέση μου και το ένιωθα. Τον πατέρα μου τον μισούσα μέχρι αηδίας και το άκουγα να κοχλάζει από κάθε πόρο του σώματός μου. Μια μέρα με είχαν συλλάβει μεθυσμένο. Κατέβαζα μια τζαμαρία κοντά στο πατρικό μου και έβριζα την γκόμενα που έβγαινα. Απ’ όσο θυμάμαι, με είχε παρατήσει για έναν μεγαλύτερό μου φύτουκλα, φοιτητή ιατρικής με σιδεράκια στα δόντια και αλογοουρά. Με πήγαν στο αστυνομικό τμήμα της γειτονιάς και εξακολουθούσα να την βρίζω, ενώ τώρα έβριζα και τον αστυνομικό υπηρεσίας. Τον έβλεπα να ανασηκώνεται απότομα από την πολυθρόνα του κι εγώ του φώναζα: «Κάτσε κάτω ρε κωλόμπατσε!» Τη συγκεκριμένη σκηνή την έφερνα συχνά στο μυαλό μου τον πρώτο καιρό και με διασκέδαζε. Γελούσα μόνος μου σαν χαζός. Τώρα όμως, με την Εύα και τον Αλέξανδρο μπροστά μου, η σκηνή φάνταζε εφιάλτης. Παρά το γεγονός ότι ο πατέρας μου είχε δέκα χρόνια πεθαμένος, ήταν σαν να τον έβλεπα ζωντανό μπροστά μου. Ντυμένο με τη στολή και το όπλο. Τις χειροπέδες του και το μπουκάλι πάντα στην αριστερή του παλάμη. Την Εύα και τον Αλέξανδρο δίπλα του να του τραβούν το σακάκι, προστάζοντάς τον να με συλλάβει και να με κλείσει στο σκοτεινότερο, όπως τότε, μπουντρούμι. Κι εκείνος να τους ακούει, να με συλλαμβάνει και να με απειλεί πως θα μου βάλει φωτιά μέσα στο ίδιο μου το σπίτι, μαζί με την οικογένειά μου.

«Πού τα βάζεις τα γαμημένα τα μπουκάλια, ρε Εύα;» Πήγα στην κουζίνα. Άνοιξα το ψυγείο και την κατάψυξη. Βρήκα μόνο μπουκάλια με νερό και αναψυκτικά. Πάγο και διάφορες σακούλες με παγωμένα κρέατα και ψάρια στον καταψύκτη. Βγήκα από το διαμέρισμα και χτύπησα το κουδούνι του γείτονά μας. Ήμασταν φίλοι και τύχαινε βραδιές να πίνουμε παρέα αρκετά. Χτύπησα τρίτη φορά. Μου άνοιξε η γυναίκα του αναστατωμένη. «Θέλαμε με τον Περικλή από πριν να σας χτυπήσουμε. Ακούσαμε κάτι να σπάει κι έπειτα φωνές. Τη δική σου και μετά της Εύας. Τί πάθατε; Είστε όλοι καλά;» μου είπε. «Μια χαρά είμαστε. Ο σκύλος κυνηγούσε την μπάλα του και έριξε ένα βάζο. Καταλαβαίνεις τώρα. Τον μαλώναμε» είπα. Μου έδωσε το μπουκάλι και γύρισα στο διαμέρισμα. Η Εύα συμμάζευε την ακαταστασία μου και ο Αλέξανδρος συνέχιζε να τρώει τα νύχια του, ενώ με κοιτούσε με λοξό μάτι. Πήγα και κάθισα απέναντί του. Πήρα ένα δεύτερο ποτήρι από το μπαρ και του έβαλα να πιει. Μόλις πήρα το μπουκάλι από το ποτήρι, μου πέταξε όλο το ποτό στα μούτρα. Έμεινα να τον κοιτάζω, καθώς τα υγρά έτρεχαν από τα μαλλιά μου στο μέτωπο, καταλήγοντας στα χείλη και το στόμα. «Τελικά είσαι τελείως μαλάκας ρε. Πολύ χειρότερος από τον πατέρα σου. Μου τον περιγράφεις σαν κτήνος, όμως είσαι μεγαλύτερο κάθαρμα από εκείνον. Μάλλον δεν σου έριξε αρκετό ξύλο για να στρώσεις. Τί νομίζεις πως κάνεις εδώ μέσα ρε; Ένα βαρίδι είσαι μέσα στα πόδια μας. Ο παππούς μου έχει δίκιο που δεν σε θέλει. Κανείς μας δεν σε θέλει. Εάν δεν ήταν αυτοί, ούτε δουλειά θα είχες και θα γυρνούσες σαν το ρεμάλι» μου είπε. «Γίνεσαι πολύ σκληρός. Σκληρός και άδικος. Μάθε πως στο μπόι που έφτασες, εγώ σε έκανα. Εγώ δουλεύω και σε ταΐζω. Κανένας παππούς, καμία μαμά. Και στη δουλεία μου ήμουν πάντα άψογος. Δεν έδωσα αφορμή σε κανέναν. Ακούς; Σε κανέναν. Μια ζωή ήμουν εργάτης γιατί εγώ το θέλησα να είμαι. Τον παππού σου τον επιχειρηματία και την πουτάνα τη μάνα σου, τους πουλάω και τους αγοράζω, μικρέ!» «Τι είπες για τη μάνα μου ρε καριόλη! Θα σε γαμήσω ρε ξεφτιλισμένε!» Πετάχτηκε από τη θέση του κατά πάνω μου, αρπάζοντάς με από το πουκάμισο και χτυπώντας με στο κεφάλι με το μπουκάλι. Είχα ακόμη τις αισθήσεις μου. Ήμουν ξαπλωμένος στην κρεβατοκάμαρα ή έτσι μου φαινόταν και το κεφάλι μου σφύριζε.

Όταν άνοιξα τα μάτια, βρισκόμουν σε ένα λευκό δωμάτιο με λευκές κουρτίνες, τις οποίες ο δροσερός άνεμος της εξοχής τις έφερνε μία προς το κρεβάτι μου και ξανά έξω από το μεγάλο παράθυρο. Ήμουν στην εξοχή. «Πως γίνεται να είμαι στην εξοχή;» αναρωτήθηκα. Eφόσον το διαμέρισμά μου είναι στην πόλη. Στην πόλη είναι και η δουλειά και η οικογένειά μου. Άλλωστε σπίτι σε εξοχή δεν είχαμε ποτέ. Σηκώθηκα από το κρεβάτι. Φορούσα μια μακριά λευκή ρόμπα ως τους αστραγάλους. Πήγα προς το παράθυρο και αντίκρυσα την Εύα και τον Αλέξανδρο κρυμμένους μέσα σε δεκάδες εσπεριδοειδή δέντρα να τρέχουν και να χάνονται μέσα τους. Πιο πέρα ένα μικρό κοριτσάκι -ήτανε δεν ήτανε πέντε χρονών-, έβρεχε τα πόδια της στο ήμερο κύμα της ακρογιαλιάς. Από το πουθενά εμφανίστηκε ο Τάσος επάνω σε μια θαλαμηγό μόνος του. Είχε ένα καλάμι ψαρέματος και δίπλα του ένα κουτί με δολώματα και πάγο. Περνούσε με πάθος το σκουλήκι στο αγκίστρι του και με όση δύναμη είχε, το εκσφενδόνιζε μακριά. Ο ήλιος έδυε και το τοπίο μπροστά μου έπαιρνε πορτοκαλί και κίτρινες αποχρώσεις. Ήταν λες και τσιμπούσε τον ήλιο με το καλάμι του, φέρνοντάς τον όλο και εγγύτερά μας. Η θάλασσα είχε αγριέψει και το μικρό κορίτσι στο τέλος της ημέρας είχε μεγαλώσει, αποκτώντας μια άγρια θηλυκότητα. Οι καμπύλες της στο σκοτάδι έπαιρναν φωτιά. Η Εύα και ο Αλέξανδρος είχαν κοιμηθεί κάτω από τα δέντρα και ο Τάσος ήταν δίπλα τους, σκεπάζοντάς τους, πρόθυμος όπως πάντα, με το σακάκι του. Ήμουν παγιδευμένος στο λευκό δωμάτιο και εκείνος έπαιζε για ακόμη μια φορά τον δικό μου ρόλο.  Άρχισα να ταράσσομαι και χτυπούσα με δύναμη τα χέρια μου στους γοφούς μου. Πήγα προς την πόρτα και ήταν κλειδωμένη. Πάθαινα κρίση πανικού και παίρνοντας αναπνοή από τη μύτη, ενώ εξέπνεα από το στόμα, είχα σχεδόν παραλύσει. Δεν βοήθησε και έψαξα πανικόβλητος μια σακούλα για να πάρω αναπνοές μέσα της. Ξάπλωσα και άρχισα να λέω από μέσα μου το: «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με». Το είπα τρεις φορές, όμως η ταχυπαλμία συνέχιζε εντονότερη. Άρχισα να χτυπάω με όσες δυνάμεις μου είχαν απομείνει την πόρτα. Ύστερα από μερικά λεπτά, η πόρτα άνοιξε και μπήκε μια νοσοκόμα. «Τι είναι εδώ; Νοσοκομείο είναι, έτσι; Το βρήκα» είπα. Η νοσοκόμα πήγε προς το παράθυρο και το έκλεισε κι εγώ τη μάλωσα να το αφήσει ανοιχτό, για να μπορώ να βλέπω την Εύα μου και τον γιο μου τον Αλέξανδρο, καθώς έπαιζαν και τους είχε πάρει πριν από λίγο ο ύπνος. «Ησυχάστε αγαπητέ μου. Ο ορός που θα σας βάλουμε, θα σας ηρεμήσει» μου είπε.

Δεν μπορούσαν να διακρίνω εάν ήμουν σε όνειρο ή όχι. Ήμασταν με την Εύα στην αμμουδιά, σε παραλία. Κι εγώ προσπάθησα να ανάψω τσιγάρο, όμως ο αναπτήρας μου είχε τελειώσει. Κι εκείνη μετά, αφού έψαξε στην μεγάλη της τσάντα, έβγαλε ένα κουτί με σπίρτα κι εγώ το πήρα στην χούφτα μου κι έβγαλα ένα. Το άναψα στο εξωτερικό καφέ σημείο και άφησα τη φλόγα να παίξει με τον ζεστό άνεμο της εξοχής. Ήμασταν εμείς κι ακόμα δύο ζευγάρια, τα οποία για κάποιον λόγο στην πορεία μας άφησαν και μείναμε πάλι εγώ με την Εύα. Ξημέρωνε και λίγα μέτρα πιο κάτω ήταν το μικρό λιμάνι του χωριού με τα ψαροκάικα, ενώ ένα μεγάλο αλιευτικό ήταν αραγμένο και άδειαζε μαζί με τα ψάρια κι ένα σωρό ψαράδες. Ιδρωμένους και βιαστικούς για την πρωινή αγορά. Πέρασα το χέρι μου γύρω από τον λαιμό της Εύας, όσο εκείνη εξέταζε τον ήμερο κυματισμό της ακρογιαλιάς. Ο γιος μας ήταν πολύ μικρός και έπαιζε δίπλα μας στην άμμο. Του είχα φτιάξει ένα πανέμορφο κάστρο. Ξαφνικά εμφανίστηκε ο Τάσος και με μια του κλοτσιά γκρέμισε ό,τι έφτιαξα για το γιο μου. Μου έβγαλε κίτρινη κάρτα και απειλητικά μου είπε να μην τολμήσω να ξαναφτιάξω τίποτα για τον μικρό. Τα είχε αναλάβει όλα εκείνος. Μου είπε τέλος, πως το πριονιστήριο είχε επιδιορθωθεί και να μην χάνω άλλο τον καιρό μου τεμπελιάζοντας. Οι εργάτες με περίμεναν στο εργοστάσιο να πιάσουμε την παραγωγή από εκεί που την είχαμε αφήσει.

Καθόμουν σε μια δερμάτινη καρέκλα και φορούσα πιτζάμες. Κάπνιζα στριφτό τσιγάρο -κάτι που δεν συνήθιζα ποτέ μου. Ήμουν σε αίθουσα αναμονής και έκανε ψύχρα. Βρήκα ένα κασκόλ στο διπλανό γραφείο και το τύλιξα στον λαιμό μου. Από τη ρεσεψιόν ακούγονταν φωνές κάπως παράταιρες. Σηκώθηκα και έκανα μια βόλτα στο δωμάτιο. Κοίταξα το κινητό μου και συνειδητοποίησα πως ήμουν εκεί μέσα περισσότερο από ένα τέταρτο. Άνοιξα την πόρτα -η υπομονή μου είχε εξαντληθεί. Στον διάδρομο δεν υπήρχε ψυχή. Περπάτησα ως την ρεσεψιόν και ρώτησα τη νοσοκόμα για ποιο λόγο βρισκόμουν εκεί. «Θα έρθει σε μισή ώρα η γυναίκα με το γιο σας» μου απάντησε. «Βρίσκομαι εδώ μέσα, δεν ξέρω κι εγώ πόσο και δεν ήρθαν ποτέ τους να με δουν. Τι άλλαξε τώρα;» «Έρχονται κάθε μήνα να σας επισκεφτούν». «Δεν θέλω να τους δω. Άλλωστε το έχω συζητήσει και με την γιατρό μου. Μου αρκεί που ξέρω ότι τους φροντίζει ο Τάσος αντί για εμένα». «Σας παρακαλώ κάντε μου τη χάρη να περιμένετε στην αίθουσα. Σε λίγο φτάνουν και μπορείτε να τα συζητήσετε μαζί τους» μου είπε.

«Θυμάσαι για το ειδυλλιακό μέρος που μου μίλησες τον προηγούμενο μήνα; Εκεί όπου θα είμαστε μόνοι; Εσύ, εγώ και ο Αλέξανδρος. Το είχες αναφέρει και τότε. Μετά τον καυγά σας, προτού από έξι μήνες. Εσύ παραμιλούσες στο κρεβάτι και ο πατέρας μου με απειλούσε πως, εάν δεν σε χωρίσω και δεν πάρω το παιδί μακριά σου, θα έπρεπε να τον ξεχάσω μια για πάντα. Έλεγε τα χειρότερα για εσένα, εγώ όμως είχα κλείσει τα αυτιά μου, περιμένοντας αυτή τη στιγμή και έχοντας πάντα στο μυαλό μου την παραλία μας. Μου είπε πως στο εργοστάσιο δεν σε ήθελαν οι εργάτες. Πήγαινες μεθυσμένος και εξαιτίας σου καθυστερούσαν με την παραγωγή και τσακωνόσουν μαζί τους, ενώ ο πατέρας μου έχανε χρήματα. Δεν το έκανες αυτό, έτσι δεν είναι; Πες μου πως δεν το έκανες. Πως είναι όλα αποκυήματα της φαντασίας και του μένους που σε έχει ο πατέρας μου; Μην ανησυχείς, εγώ του τα εξήγησα όλα για την τελευταία σου προσπάθεια και είμαι σίγουρη και πεπεισμένη, πως μετά την παραμονή σου σε αυτό το μέρος, θα συνεχίσεις με τις ομάδες και θα τα πας περίφημα. Ας με ξεγράψει μια για πάντα. Δεν με ενδιαφέρει καθόλου. Ξέρεις, άπειρες φορές το έχω φανταστεί εκείνο το μέρος. Ίσως κάποτε να ήμασταν εκεί. Το σίγουρο είναι πως θα πάμε σύντομα. Eσύ κι εγώ θα καθόμαστε στην ακρογιαλιά, χαζεύοντας το ήμερο κύμα και θα με αγκαλιάζεις γύρω από το λαιμό, όσο εγώ θα ψάχνω για σπίρτα στην τσάντα μου. Θα ανάβεις το τσιγάρο σου κι έπειτα θα το κρατάς πιο ψηλά από ποτέ, ώσπου να το σβήσει ο άνεμος σκορπώντας τον μπλε καπνό στην ατμόσφαιρα, ο οποίος θα παραλύει για δευτερόλεπτα τα ρουθούνια μας. Δίπλα, ο Αλέξανδρος άνδρας πια να σε καμαρώνει, όχι για κάποιες ώρες όπως ονειρευόσουν να κάνουν οι δικοί σου για εσένα. Θυμάσαι που το ανέφερες στην προηγούμενη επίσκεψη; Δεν μου το είχες πει ποτέ τόσα χρόνια. Τέλος πια οι ώρες, οι μέρες. Στο εξής θα υπάρχουν στιγμές. Στιγμές γεμάτες, όπου θα σε καμαρώνουμε γι’ αυτό που πραγματικά είσαι.


Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους της αναρτήσεως είτε ολόκληρης, με οποιαδήποτε μεταβολή του ανωτέρω κειμένου και χωρίς την παράθεση του απευθείας συνδέσμου στην ανάρτηση αυτή που είναι: www.ologramma.art

Οι απόψεις των συντακτών είναι προσωπικές και το ologramma.art δεν φέρει καμία ευθύνη.

Το ologramma.art επιφυλάσσεται για την άσκηση των νομίμων δικαιωμάτων του.
Προηγούμενο άρθρο|Κωνσταντίνος Καβάφης
Επόμενο άρθροΓάμοι καριέρας, Περικλής Κοροβέσης
Γεννήθηκε το Φθινόπωρο του 1990. Έχει αποφοιτήσει από το Τμήμα Δημοσίων Σχέσεων και Επικοινωνίας αλλά και από το Τμήμα Ειδικής Αγωγής του Πανεπιστημίου Αιγαίου. Ασχολείται ερασιτεχνικά με την φωτογραφία. Η πρώτη της φωτογραφική έκθεση είχε θέμα το νησί της Φολεγάνδρου και παρουσιάστηκε στη Θεσσαλονίκη το 2017. Έχει λάβει μέρος σε ομαδικές εκθέσεις και έργα της εκτίθενται στην «Ολυμπιακή Δημοτική Πινακοθήκη Σπύρος Λούης» στο Μαρούσι στα πλαίσια της εκδήλωσης «2ο Φεστιβάλ Εικόνας Τέχνης και Πολιτισμού» για το 2017. Αγαπά… τα παιδιά, τα βιβλία, το θέατρο, την ιταλική μουσική, την ησυχία, τη χειμωνιάτικη λιακάδα, την καλοκαιρινή βροχή, τα ταξίδια που ανανεώνουν τις ανάσες της, τη γεύση του καφέ. Συγκινείται με… τους γενναιόδωρους ανθρώπους, την ευγένεια, τις ευχές, τα γράμματα σε σχήμα καλλιγραφικό με κόκκινο στυλό. Επιμένει… να κοιτάζει τον ουρανό γιατί ξέρει -πια- πως δεν έχει μόνο σύννεφα αλλά έχει και ήλιο και φεγγάρι και αστέρια... Πιστεύει… στο Αόρατο, στο Καλό, στις Συναντήσεις των ανθρώπων. Αισθάνεται… Ευγνωμοσύνη, Εμπιστοσύνη, Ελευθερία… Ξεκινά… και ολοκληρώνει την ημέρα της με την ίδια πάντα ευχή… Από μικρή ονειρευόταν να σκαρώσει το δικό της περιοδικό.