Είναι πολλά μια αγκαλιά.
Στάζει με τον ιδρώτα της ευθύνης.
Ηδονή μιας ασίγαστης σιωπής.
Θαλασσοκράτωρ μιας ασίγαστης οδύνης.
Πρόκοψαν τα όνειρα και έζωσαν τα κύματα, ακλόνητα,
της αγέλαστης της θάλασσας.
Λυχνάρια στάζουν το κερί του πλούτου, του ασίγαστου,
του τυφλού.
Παράξενα, ανεμπόδιστα, αδιάλυτα τα κράματα
της νιότης, της πορφυρομάτας.
Φεγγίτης, στενός λαιμός, όμμα γλαυκό,
παραθύρι ξοπίσω της ελπίδας, της στηλιτευμένης.
Αμπαρωμένη η καρδιά με αρμαθιά από λέξεις, άδολες.
Άγευστα τα χνότα, ψυχοπομποί,
πυρπολημένα από λευκά άστρα.
Σε ένα κλαρί στέκει παραμορφωμένο,
του κορμιού το δάκρυ.
Ιππότες και φρουροί και άλογα
νυχτοπερπατούν στις άγονες τις χούφτες,
μέσα στα ξόρκια της ασίγαστης σιωπής.