«Ποτέ δεν υπήρξε έγκλημα που να είχε προαναγγελθεί περισσότερο».
Αυτή ήταν η βασική παρατήρηση του ανακριτή καθώς μελετούσε το χρονικό αυτού του θανάτου. Το «Χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου» αποτελεί μιαν αναδρομή στο φόνο του Σαντιάγο Νασάρ, ενός νέου, αραβικής καταγωγής που βρέθηκε μπλεγμένος σε ένα δίχτυ από συμπτώσεις και αβέβαιες κινήσεις όσων είχαν προλάβει να πληροφορηθούν αυτό που επρόκειτο να συμβεί.
Ο ήρωας του Μάρκεζ, ένα πρωινό που κανείς δεν μπόρεσε με σιγουριά να θυμηθεί αν έβρεχε ή όχι, κατονομάστηκε από την Άγχελα Βικάριο κι έτσι μπήκε στο στόχαστρο των αδελφών της που ήταν αποφασισμένοι να ξεπλύνουν την τιμή της αδελφής και της τιμής τους. Ο φόνος αυτός, προαναγγέλθηκε τουλάχιστον δέκα φορές, χωρίς ωστόσο ο ερχομός του να φτάσει στα αυτιά του Σαντιάγο Νασάρ.
«Δεν ήμουν ο μόνος. Εκείνη τη μέρα όλα είχαν τη μυρωδιά του Σαντιάγο Νασάρ. Οι αδελφοί Βικάριο την αισθάνθηκαν στο μπουντρούμι που τους είχε κλείσει ο δήμαρχος ώσπου να αποφασίσει τι να τους κάνει. «Όσο και να τρίφτηκα με σαπούνι και σφουγγάρι, δε μπόρεσα να βγάλω τη μυρωδιά από πάνω μου», μου είπε ο Πέδρο Βικάριο».
Όταν ο Σαντιάγο Νασάρ έφτασε να διασχίζει το διπλανό σπίτι προκειμένου να μπει στο δικό του από την πίσω πόρτα, κρατώντας τα πληγιασμένα σωθικά του στα χέρια, ορισμένοι από όσους είχαν μάθει για το φονικό, εξακολουθούσαν να πιστεύουν πως στα ζητήματα τιμής τολμούν και πρέπει να εμπλακούν μονάχα οι άμεσα ενδιαφερόμενοι.
Kάποια ανερμήνευτα όνειρα, η πεποίθηση πως μια τόσο συζητημένη δολοφονία ήταν αδύνατο εν τέλει να διαπραχθεί, ένα απατηλό όραμα που αποδείχθηκε καθοριστικό κι ένα απίστευτο παιχνίδι με την μπροστινή και την πίσω πόρτα ενός σπιτιού, φανερώνουν τη δύναμη της Τύχης και της Μοίρας που έχουν τον πρώτο και τελευταίο λόγο στη ζωή κάθε ανθρώπου.
*Το βιβλίο κυκλοφόρησε το 1982 από τις εκδόσεις Λιβάνη.
Γράφει η Βάσω Κωνσταντινίδου.
Γεννήθηκε και ζει στη Δράμα. Στην Κομοτηνή, σπούδασε Νομική. Ανάμεσα στις πολλές ώρες στα πολλά βιβλία και σημειώσεις για τη σχολή, έβρισκε χρόνο για να διαβάζει και τα άλλα, τα λογοτεχνικά. Αν ρωτήσει κανείς έναν φίλο της, θα την χαρακτηρίσει με δυο λέξεις: βιβλία και καφές.
Στο «Ολόγραμμα» παρουσιάζει – προτείνει βιβλία –όλων των ειδών- που αγαπά και θεωρεί άξια προσοχής.