«Δεν σκάω για το παρελθόν. Στις αναμνήσεις μου έβαλα φωτιά, τις λύπες και τις χαρές μου δεν χρειάζομαι πιά. Σβήστηκαν οι αγάπες και όλα τα τρεμουλιάσματα. Σβήστηκαν για πάντα. Ξαναρχίζω από το μηδέν», μας τραγουδάει η Εντίθ με ένα κύκνειο τραγούδι και μας δίνει το ρεζουμέ για την ζωή, την ανθρώπινη ύπαρξη, αλλά και τον κρυφό, και ενίοτε θαμμένο, εσωτερικό της κόσμο.
Ένα μικρό σπουργίτη με μεγάλη φωνή, που αντηχούσε και μάγευε σε κάθε της νότα. Μια γυναίκα που έμεινε σύμβολο και άφησε ανεξίτηλο το όνομά της στην αιωνιότητα. Η μικρή Τζοβάνα που έγινε η μεγάλη Πιαφ, το σπουργιτάκι που έμεινε στις συνειδήσεις μας σαν κύκνος με κάτασπρα φτερά, έτοιμα να σε ταξιδέψουν σε κόσμους που ο νους σου δεν χωράει. Η Εντίθ Τζοβανά Γκασιόν (Édith Giovanna Gassion), κατά κόσμων Εντίθ Πιάφ (Édith Piaf), ήταν κάτι παραπάνω από μια τραγουδίστρια, ήταν η φωνή, η ουσία, το πάθος, ο θρήνος και ο θρίαμβος μαζί, καθώς ακόμα και μετά το τελευταίο της πέταγμα στους ουρανούς παραμένει ζωντανή νότα μέσα σε κάποιο πεντάγραμμο.
Με πατέρα ακροβάτη και μητέρα τραγουδίστρια, η νεαρή Έντιθ ακολούθησε τον κόσμο που η φύση της πρόσφερε απλόχερα, την μουσική και το τραγούδι, μιας και δεν μπορούσε να κρυφτεί από το μεγάλο της ταλέντο, την αδαμάντινη φωνή της. Η πορεία της δεν ξεκίνησε ποιητικά, αλλά κάπως μουντά από τα πεζοδρόμια κάποιας φτωχογειτονιάς του Παρισιού. Η μικρή Εντίθ Τζοβάνα, μόλις στα δεκαπέντε της χρόνια έβγαζε το ψωμί της κάνοντας δουλειές του ποδαριού και τραγουδώντας στους δρόμους. Μια μέρα, μια συνηθισμένη για την Τζοβάνα μέρα, αποφάσισε να αφήσει για λίγο την φτωχική γειτονιά της και πήγε να τραγουδήσει σε ένα στενό, κάπου κοντά στη Champs Elysse. Αυτή της η αθώα απόφαση έμελλε να της αλλάξει όλη της τη ζωή και να τη φέρει ένα βήμα πιο κοντά με το όνειρο της τραγουδίστριας. Εκεί στα Ηλύσια Πεδία, ένας μικρός ιμπρεσάριος, ο Λουί Λεπλέ (Louis Leplée) την άκουσε ενώ περπατούσε και μαγεύτηκε από τη φωνή της. Της ζητάει να τον ακολουθήσει και να τραγουδήσει στο καμπαρέ του, στο «club Le Gerny», με προϋπόθεση να αλλάξει το όνομά της σε «La Mome Piaf».
Η φωνή της βγαλμένη από τους δρόμους του Παρισιού μαγεύει τους Γάλλους που διασκεδάζουν στο καμπαρέ του Λεπλέ. Ωστόσο η Πιάφ κατοικούσε στην αντίπερα όχθη, στην κακόφημη περιοχή Πιγκάλ, κάτι που δεν ξέχασε ποτέ. Η στενή της σχέση με τον «μπαμπά» Λεπλέ της έδωσε την ώθηση, της πρόσφερε το πρώτο σκαλοπάτι για να ανέβει στην κορυφή των αστεριών, όμως η δολοφονία του στις 6 Απριλίου του 1935 στιγματίζει και την ίδια αλλά και την καριέρα της, καθώς κανένα καμπαρέ, μετά το συμβάν, δεν θέλει την Πιάφ να τραγουδήσει στη σκηνή του.
Πίσω όμως στο 1932, η Πιάφ ερωτεύεται τον νεαρό Λουί Ντιπόντ, μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα συζούν και ένα χρόνο αργότερα φέρνει στον κόσμο την Μαρσέλ, καρπό του έρωτά της με τον Λουί. Ωστόσο η Πιάφ είχε άλλα όνειρα, ήθελε να ακολουθήσει τον δρόμο της τέχνης και να αναζητήσει την τύχη της αλλού, μακριά από την οικογενειακή εστία. Έτσι το 1935 εγκαταλείπει τον Λουί και την κόρη της. Όμως την ίδια χρονιά η δύο ετών Μαρσέλ αρρωσταίνει από μηνιγγίτιδα και λίγο αργότερα πεθαίνει. Η Εντίθ βυθίζεται στο πένθος και τη λύπη, χαρακτηριστικό που δεν λείπει από τα τραγούδια της. Μετά τις προσωπικές και επαγγελματικές τραγωδίες, η Εντίθ, συντετριμμένη, αλλά αποφασισμένη να πετύχει, αποκτά νέο μέντορα τον Ρειμόν Ασό, ο οποίος την είχε ακούσει στο καμπαρέ του Λεπλέ και αναγνωρίζοντας ότι η Πιαφ είναι ένα ακατέργαστο διαμάντι της ανοίγει τον δρόμο της σκληρής δουλειάς, της καλλιέργειας αλλά και της αφοσίωσης. Τα Music Hall την υποδέχονται και η Πιαφ ανθίζει μέσα στις μουσικές σκηνές χαρίζοντας απλόχερα την μοναδική φωνή της.
Ωστόσο ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος ξεσπά. Η ήδη διάσημη Εντίθ τραγουδά και δίνει κουράγιο στον λαβωμένο, από τα δεινά του πολέμου, Γαλλικό λαό. Μετά το τέλος του πολέμου, το 1945, η φήμη της ανέβηκε στα ουράνια και οι περιοδείες της σε Ευρώπη και Αμερική την καθιστούν ευρέως γνωστή, καθώς το ιδιαίτερο ύφος και η χροιά της φωνής της την ξεχώριζαν σε κάθε ορίζοντα, σε κάθε μεριά του πλανήτη. Μάλιστα τον Σεπτέμβριο του 1946 εμφανίζεται και στην Ελλάδα, στο «Θέατρο Κοτοπούλη» και μαγεύει το Αθηναϊκό κοινό με τον έμφυτο λυγμό και την εσωτερικότητά της.
Ο έρωτας όπως και το τραγούδι διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στη ζωή της και αποτέλεσαν αμφότερα κινητήριο δύναμη και έμπνευση για εκείνη, αλλά και τροχοπέδη. Το ’46 κατά την παραμονή της στην Αθήνα γνωρίζει τον ηθοποιό Δημήτρη Χορν και εντυπωσιάζεται από το ταπεραμέντο του χωρίς όμως να βρει ανταπόκριση στα μάτια του. Στη συνέχεια ερωτεύεται τον πυγμάχο Μαρσέλ Σερντάν, όμως ένα αεροπορικό δυστύχημα θα τον πάρει από την αγκαλιά της και από τη ζωή. Τα χρόνια περνούν και το 1952 παντρεύεται για πρώτη, αλλά όχι μοναδική, φορά τον τραγουδιστή Ζακ Πιλς (Jacques Pills), με κουμπάρα την καταξιωμένη ηθοποιό Μάρλεν Ντίτριχ (Marlene Dietrich), ωστόσο ο γάμος τους δεν θα κρατήσει πολύ και το 1957 θα τραβήξουν χωριστούς δρόμους. Η Ελλάδα, καθώς και το ελληνικό άρωμα δεν την αφήνουν ασυγκίνητη και στις αρχές της δεκαετίας του ’60 γνωρίζει τον κομμωτή και τραγουδιστή Θεοφάνη Λαμπούκα, τον οποίο και παντρεύεται το 1962, ένας δεσμός που θα κρατήσει ως το τέλος της ζωής της. Μάλιστα του δίνει το υποκοριστικό Τεό Σαγαπό (Théo Sarapo), με το οποίο θα γίνει γνωστός στο γαλλικό κοινό ως τραγουδιστής. Επαγγελματικά, παρέμεινε ενεργή μέχρι τα τελευταία χρόνια της ζωής της, δίνοντας συναυλίες και παραστάσεις στο Παρίσι μεταξύ 1955 και 1962 και τον Απρίλιο του 1963, γράφει το τελευταίο της τραγούδι.
Παρά την καταξίωση και τη φήμη, η Πιάφ έζησε μια δύσκολη ζωή γεμάτη προκλήσεις και κάθε λογής περιπέτειες. Στο ιστορικό της είχε τρία σοβαρά τροχαία ατυχήματα, από τα οποία κληρονόμησε σοβαρά κατάγματα και φριχτούς πόνους, εθισμούς στη μορφίνη, αλλά και μια απόπειρα αυτοκτονίας. Το 1963 πηγαίνει με τον σύζυγό της στη βίλα της στη γαλλική Ριβιέρα, καταβεβλημένη και άρρωστη, ώσπου η κατάστασή της επιδεινώνεται γοργά, καταπέφτει και τελικά πεθαίνει στις 10 Οκτωβρίου σε ηλικία 47 ετών. Τα αίτια του θανάτου της παραμένουν μέχρι και σήμερα ένα άλυτο μυστήριο, καθώς δεν πραγματοποιήθηκε νεκροψία. Άλλοι εικάζουν ότι ο θάνατός της επήλθε έπειτα από μάχη με τον καρκίνο και άλλοι έπειτα από εγκεφαλικό ανεύρυσμα, όμως καμία από τις δύο εικασίες δεν μπορεί να διασταυρωθεί και έτσι περιπλανιόμαστε μέσα σε ένα μονοπάτι γρίφων και μύθων που δεν θα λυθούν ποτέ.
Μετά τον θάνατό της αρχιεπίσκοπος του Παρισιού αρνήθηκε την Ρωμαϊκή Καθολική ιεροτελεστία της ταφής, λόγω της «αμετανόητης και αμαρτωλής ζωής της». Τελικά η σορός της μεταφέρθηκε στο νεκροταφείο Pere Lachaise στο Παρίσι, δίπλα στον τάφο της κόρης της. Η κηδεία της θεωρήθηκε σημαντικό γεγονός και παρευρέθηκαν πάνω από 100.000 άνθρωποι, για να τιμήσουν τη μεγάλη Γαλλίδα καλλιτέχνιδα και να τραγουδήσουν έναν τελευταίο στίχο πριν διαβεί τις πύλες του τελευταίου της οίκου.
Μέσα στη δίνη της σκληρής πραγματικότητας, μέσα στους ζοφερούς καιρούς, η Εντίθ Πιάφ άφησε το φως της να διαπεράσει το σκοτεινό δωμάτιο της ζωής της, να χρωματίσει τους τοίχους με τόνους κοντά στο μπορντό και το μπεζ, να ομορφύνει , έστω και για λίγο, τη ζωή κάθε ακροατή που τύχαινε να ακούσει μια νότα από τα νοσταλγικά τραγούδια της. Άλλωστε η ίδια μας είπε, με τον ποιο ποιητικό τρόπο, να μην μετανιώνουμε ποτέ και για τίποτα, καθώς όλα βρίσκονται στο μονοπάτι της ζωής και κάθε γεύση γλυκιά ή πικρή είναι εκεί για την γευτούμε ακόμα κι αν μας αφήσει μια λύπη στο τέλος.
«Απ’ όλα τα καλά, απ’ όλα τα κακά που συνέβησαν στη ζωή μου, δεν μετανιώνω για τίποτα, πάλι τα ίδια θα έκανα»
Non, je ne regrette rien, Edith Piaf
*Γράφει η Δανάη Καλογερή.

Γεννήθηκε ένα ανοιξιάτικο πρωινό του 2001 στην Αθήνα. Μεγάλωσε στα Βόρεια Προάστεια απέναντι από ένα αθλητικό κέντρο μαζί με τους γονείς της , τη γιαγιά της και το σκύλο της, Φοίβο. Αποφοίτησε από Καλλιτεχνικό σχολείο και τον προηγούμενο Σεπτέμβριο ξεκίνησε να φοιτά στο τμήμα Θεατρικών Σπουδών στην Αθήνα. Θα έλεγε κανείς ότι ήταν φυσική εξέλιξη καθώς από τότε που θυμάται τον εαυτό της υποδυόταν ρόλους που έβλεπε σε ταινίες και σειρές και καθόταν άπειρες ώρες μπροστά από έναν καθρέφτη τραγουδώντας και χορεύοντας.