Τυχαία ώρα. Τυχαία πλατεία. Τυχαία Ελλάδα. Πάντως Κυριακή, τότε που δέεσαι το χρόνο να ειρηνέψει. Στα παγκάκια, μισοί να κάθονται, μισοί ανεβασμένοι. Αλβανοί. Τώρα μιλάνε δυνατά και ξαναβρίσκουν όσα έκρυψε φοβισμένος ο καιρός της σιωπής. Ξενιτεμένοι μες στη γλώσσα τους. Οι εδραίοι δεν της αποδίδουν σημασία, Καν δεν τη διακρίνουν Γι αυτό κι ελευθερώνει ερμητικό τον ήχο της. Στο θάλαμο τηλεφωνούν. Φιλιππινέζοι. Μάλλον. Διπλά ξενιτεμένοι αυτοί της γλώσσας και του δέρματος δεσμεύουν τη φωνή τους αθόρυβοι διασχίζουν το ακίνητο βλέμμα μας. Συλλέκτης μάταιος επεισοδίων παίρνεις να γράφεις σιωπηρά, δίχως χαρτί ή μολύβι, λες ξαναλές τις φράσεις μη χαθούν, έχει ραγίσει ο ρυθμός, κομπιάζει η μνήμη. Εκείνο το βαρύ τ’ αγενεολόγητο: «Πατρίδα του ποιητή η γλώσσα του» σου τρώει το νου τον φαρμακώνει. Μα ποια πατρίδα. Λέξεις και λέξεις και πάλι λέξεις. Ιθαγενής του κενού, μετράς, διπλή- τριπλή η ξενιτιά της γλώσσας όταν γράφεται. Να μένεις έξω μακριά απ’ ό,τι πόθησες ό,τι σχεδίασες πριν το αναθέσεις στα ρημάτια. Να μένεις έξω μακριά απ’ όσους δεν νοούν τη γλώσσα σου σε άλλον ήλιο γεννημένοι. Έξω μακριά κι απ’ τους ομόγλωσσους που διασχίζουν την παλιλλαλία σου αδιάφοροι. Μια ξενιτιά η πατρίδα σου. Σαν έρωτα που τον ζητάς μόνον για να τον χάσεις.
Γεννήθηκε και ζει στη Δράμα. Στην Κομοτηνή, σπούδασε Νομική. Ανάμεσα στις πολλές ώρες στα πολλά βιβλία και σημειώσεις για τη σχολή, έβρισκε χρόνο για να διαβάζει και τα άλλα, τα λογοτεχνικά. Αν ρωτήσει κανείς έναν φίλο της, θα την χαρακτηρίσει με δυο λέξεις: βιβλία και καφές.
Στο «Ολόγραμμα» παρουσιάζει – προτείνει βιβλία –όλων των ειδών- που αγαπά και θεωρεί άξια προσοχής.