Ο Robert (Bob) Wilson ζωγράφισε, με τα δικά του χρώματα, πάνω στον άδειο καμβά της θεατρικής σκηνής, πειραματίστηκε με νέες υφές, ζωντάνεψε εικόνες από άλλους πλανήτες και έδωσε μια διαφορετική ματιά αντιτιθέμενος σε κάθε τι παγιωμένο. Έτσι κι αλλιώς ο τρόπος που έβλεπε τα πράγματα ήταν μοναδικός, έτσι που δύσκολα αντιγράφεται ή υιοθετείτε, καθώς επρόκειτο για μια διαδικασία βαθιά προσωπική.
Σαν αστέρι που τώρα πια κατοικεί στον δικό του πλανήτη μακριά από τα ανθρώπινα, άφησε τη δική του ματιά κομμάτι ανεξίτηλο του κόσμου μας, μέσα από τις πολυάριθμες παραστάσεις που είχε σκηνοθετήσει. Φως, ήχος, στιλιζάρισμα και εικαστικότητα είναι μερικά από τα χαρακτηριστικά της τέχνης του και της σκηνοθετικής του προσωπικότητας και μια παρακαταθήκη για όλους όσους βρίσκουν ένα καταφύγιο στην τέχνη, αλλά και για όσους την θεωρούν αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής τους.
Ο Robert M. Wilson γεννήθηκε στο Waco του Τέξας στις 4 Οκτωβρίου του 1941 μέσα στο κλίμα μιας εύπορης και συνάμα συντηρητικής οικογένειας. Ο μικρός Wilson ένιωθε διαφορετικός από τα άλλα παιδιά της ηλικίας του, ίσως το ζήτημα της ομιλίας του (τραυλισμός) να ήταν εκείνο που ένιωθε ότι τον διαφοροποιεί και να τον απομακρύνει από τους άλλους. Στο πρόσωπο της δασκάλας του Byrd Hoffman βρήκε την μέντορα που έψαχνε, τον άνθρωπο που θα του έδινε την έμπνευση που χρειαζόταν για να πατήσει γερά στα πόδια του. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι, στις παραστάσεις του χρησιμοποίησε αργές και επαναλαμβανόμενες κινήσεις, μιας και ήταν χαρακτηριστικό της θεραπείας του, αναφορικά με τον τραυλισμό.
Σπούδασε Διοίκηση Επιχειρήσεων στην Νέα Υόρκη και Αρχιτεκτονική στο Brooklyn’s Patt Institute, σχολή που του εμφύσησε την αγάπη για την σκηνογραφία και τις εικαστικές τέχνες. Εκεί ξεκινά τις πρώτες του θεατρικές απόπειρες και ιδρύει μια ομάδα την “Byrd Hoffman School of Byrds” προς τιμήν της αγαπημένης του δασκάλας. Μέσα στα μονοπάτια της καλλιτεχνικής δημιουργίας, ο Wilson έρχεται αντιμέτωπος με την κατάθλιψη και τις αυτοκτονικές τάσεις, τις οποίες ξεπερνά αφότου εισαχθεί σε ψυχιατρική κλινική.
Βγαίνοντας χαράζει μια έντονη καλλιτεχνική γραμμή, η οποία προμηνύει το διθυραμβικό του μέλλον στο σανίδι. Δημιούργησε μια εικαστική εγκατάσταση από 676 τηλεφωνικούς στύλους και μια σειρά περίπου 60 υβριδικών παραστάσεων στη Νέα Υόρκη. Με τα πρώτα έργα του “Deafman Glance” (1971) στιγμάτισε με τη γραφή του και έγινε ευρέως γνωστός. Επρόκειτο για μια σιωπηλή όπερα στην οποία πρωταγωνιστούσε ένας κωφάλαλος έφηβος, τον οποίο ο σκηνοθέτης είχε υιοθετήσει κάποια χρόνια νωρίτερα.
Η φήμη του εκτινάχθηκε στους ουρανούς την δεκαετία του ’70, όταν παρουσίασε στο Φεστιβάλ της Αβινιόν, σε συνεργασία με τον Φιλίπ Γκλας, το έργο “Άινσταιν και ακρογιαλιά”. Ακολούθησαν συνεργασίες με τους Τομ Γουέιτς, Λου Ριντ, Ντέιβιντ Μπερν, Τζέσι Νόρμαν, Σιλβί Γκουλιέμ κ.α.
Ο Hans-Thies Lehmann, Γερμανός θεατρολόγος και καθηγητής, χαρακτήρισε τις σκηνές του Wilson ως ένα πρωτοπόρο και δυσπερίγραπτο καλλιτεχνικό μόρφωμα. Συγκεκριμένα είχε τονίσει στο βιβλίο του Postdramatisches Theater ότι, «Στον Wilson, το θέατρο γίνεται χώρος εικαστικής εγκατάστασης, όπου το σώμα και ο λόγος λειτουργούν με τρόπο περισσότερο μουσικό ή εικαστικό παρά αφηγηματικό ή θεατρικό με την παραδοσιακή έννοια.»
Πράγματι στις παραστάσεις του Wilson παρατηρείται η ολική μεταμόρφωση των σκηνικών δεδομένων, η χρήση montage και collage, η slow motion κίνηση των ηθοποιών και των performer, αλλά κυρίως αυτό που τραβά την προσοχή είναι η από-ιεράρχηση των θεατρικών μέσων, με αποτέλεσμα να υποσκάπτει την ιδέα της σκηνικής δράσης, σύμφωνα με το παραδοσιακό μοντέλο. Στο θέατρο του Wilson οι ρόλοι δεν είναι οντότητες με ψυχολογικό υπόβαθρο, αλλά περιγράμματα ανθρώπων χωρίς κάποιον σαφή σκοπό και ιστορία, τα οποία κινούνται με τη βοήθεια του φωτισμού και της εικαστικής σύνθεσης σε έναν χώρο που θυμίζει περισσότερο πίνακα παρά σκηνή. Ο χρόνος, παρόλο που είναι κάτι άυλο, στο θέατρο του Wilson οπτικοποιείται και παρουσιάζεται ως βασικό χαρακτηριστικό της αφήγησής του, όπως και η σιωπή, καθώς στην τέχνη του σημασία έχουν όσα δεν μπορούν να ειπωθούν.
Στην Ελλάδα οι παραστάσεις του συγκινούσαν πληθώρα θεατών, οι οποίοι συνέρρεαν στα σημαντικότερα θέατρα της χώρας για να παρακολουθήσουν τη σκηνοθετική του έμπνευση. Κάποιες από τις παραστάσεις που έλαβαν χώρα την Ελλάδα ήταν, “Οιδίπους” (2019), “Οθέλλος” (2022), “Τρεις ψηλές Γυναίκες” (2024), “Οδύσσεια” (2012), “Quartett” (2007), “Περσεφόνη” (1994), “Latter to a Man” (2017).
Και κάπως έτσι, ο Robert Wilson ζωγράφισε το δικό του σύμπαν και το χάρισε απλόχερα σε όλους εμάς, για να το απολαύσουμε, να το αφουγκραστούμε και να συγκινηθούμε με έναν τρόπο διαφορετικό από τα συνηθισμένα. Τα χρώματα, το φως και οι αυστηρά ρυθμισμένες κινήσεις σημάδεψαν μια ολόκληρη εποχή· ένα σύμπαν, το οποία ακόμα και μετά το τέλος της ζωής του δεν θα πάψει ποτέ να διαπερνά τον ορίζοντα της σκηνικής τέχνης, καθώς ο Wilson έγραψε τη δική του, μοναδική, «δυσπερίγραπτη» ιστορία.
“Η σιωπή δεν είναι η απουσία κάποιου πράγματος, αλλά η
παρουσία όλων των πραγμάτων”
Robert Wilson.
*Γράφει η Δανάη Καλογερή.

Γεννήθηκε ένα ανοιξιάτικο πρωινό του 2001 στην Αθήνα. Μεγάλωσε στα Βόρεια Προάστεια απέναντι από ένα αθλητικό κέντρο μαζί με τους γονείς της , τη γιαγιά της και το σκύλο της, Φοίβο. Αποφοίτησε από Καλλιτεχνικό σχολείο και τον προηγούμενο Σεπτέμβριο ξεκίνησε να φοιτά στο τμήμα Θεατρικών Σπουδών στην Αθήνα. Θα έλεγε κανείς ότι ήταν φυσική εξέλιξη καθώς από τότε που θυμάται τον εαυτό της υποδυόταν ρόλους που έβλεπε σε ταινίες και σειρές και καθόταν άπειρες ώρες μπροστά από έναν καθρέφτη τραγουδώντας και χορεύοντας.