Η Καμίλ Κλοντέλ (1864-1943) υπήρξε το θηλυκό αντίβαρο στην ανδροκρατούμενο στερέωμα της γλυπτικής. Γεννήθηκε στην Καμπανία της Νότιας Γαλλίας και ήταν το παιδί που δεν επιθυμούσε η μητέρα της που δε την αγάπησε ποτέ. Δεν ήταν το παιδί που περίμενε. Μετά από προτροπή του πατέρα της το 1881 μαζί με την αδερφή, τον αδερφό και τη μητέρα της εγκαθίσταται στο Παρίσι όπου σπουδάζει στην Ακαδημία Colarossi, μια από τις λίγες που δέχονται γυναίκες σπουδάστριες. Πρώτος της δάσκαλος και μέντορας υπήρξε ο Alfred Boucher που διέκρινε το ταλέντο της δεκαοχτάχρονης Καμίλ. Το 1882 μάλιστα ο Bucher φιλοτεχνεί γλυπτό που απεικονίζει την Claudel καθιστή με ένα βιβλίο και σκεπτόμενη. Μακριά από κάθε διάθεση ερωτισμού το γλυπτό είναι πλασμένο με μαλακές φόρμες και αποπνέει τρυφερότητα για το πρόσωπο που εικονίζεται.
Την ίδια χρονιά νοικιάζει με άλλες καλλιτέχνιδες ένα εργαστήριο και δουλέυει τα έργα της, ενώ δύο χρόνια έπειτα έρχεται η συνάντηση σταθμός: η Κλοντέλ γνωρίζει τον μέντορα της Ωγκύστ Ροντέν.
Ο Ροντέν και η Κλοντέλ ζουν ένα μεγάλο έρωτα για μια περίπου δεκαετία. Ο Ροντέν βλέπει στην Καμίλ ένα ταλέντο ξεχωριστό. Από μοντέλο, γίνεται βοηθός του και επίσημη συνεργάτιδα του. Πράγματι, η αγάπη της Κλοντέλ για το χώμα και τον πηλό, που στην παιδική της ηλικία υπήρξε αιτία αποστροφής της μητέρας της, εκδηλωνόταν με τρόπο μαγικό πάνω στο μπρούτζο και το μάρμαρο. Η μούσα του Rodin χαράζει την δική της πορεία σε μια περίοδο ωριμότητας. Μακριά από την πιο κλασικίζουσα τεχνοτροπία του συντρόφου της, η Claudel πλάθει φόρμες ερωτικές, γεμάτες πάθος που διαστέλλονται από το συναίσθημα. Ζωγραφίζει τολμηρά γυμνά και η κριτικοί αναγνωρίζουν το αστείρευτο ταλέντο της και το γλυπτό της Shakuntala του 1886 κερδίζει βραβείο Selon.
Μετά από μια δεκαετία σχέσης με τον Ροντέν, και μη μπορώντας πλέον να δεχθεί την παράλληλη ζωή του με την Ροζ Μπερέ Μινιόν, οι δυό τους χωρίζουν το 1892. Οι ζηλοτυπίες της Κλοντέλ ήταν γνωστές και όχι άδικες, αλλά μετά τον χωρισμό τους έχοντας εξουθενωθεί ψυχικά οδηγείται στην παράνοια. Το έργο της περιόδου αυτής αποτυπώνει τον χωρισμό αυτό. Οι γλυφές της γίνονται ακόμα πιο προσωπικές , δοκιμάζει νέα υλικά ενώ η καμπύλη της Art Nouveau επηρεάζει το έργο της. Η Καμίλ διανύει μια παραγωγική περίοδο μέχρι το 1908 παρά την παράνοια της που την κάνει να απεχθάνεται τον Ροντέν κατηγορώντας τον ως την αιτία που την κράτησε στην αφάνεια. Τα έργα της ξεχωρίζουν και την καθιερώνουν. Η έντονη αισθαντικότητα, η μοναδική πλαστικότητα των μορφών της που αποτυπώνουν εντυπώσεις κινήσεων είναι ανεπανάληπτα. Το ερώτημα που μένει ωστόσο και ταλανίζει είναι που αρχίζει και που σταματά η επιρροή του Ροντέν ή αν ισχύει το αντίστροφο.
Ακολουθούν δύσκολα χρόνια για την εμπνευσμένη γλύπτρια. Η ψυχική της υγεία είναι ταραγμένη . Η καλλιτέχνης μπλεγμένη σε ένα ψυχικό αδιέξοδο επιτίθεται και καταστρέφει έργα της, ζει απολύτως απομονωμένη και κλείνεται στη μοναξιά της με μόνη συντροφιά τις γάτες της. Πιστεύει πως καταδιώκεται από τον Ροντέν ο οποίος προσπαθεί να την στηρίξει αφανώς. Όταν το 1913 πεθαίνει ο άνθρωπος που την πίστεψε πρώτος και το μοναδικό τελικά στήριγμα της οικογένειας της, ο μπαμπάς της, κατόπιν απόφασης των υπόλοιπων μελών της οικογένειας της εγκλείεται σε άσυλο ψυχοπαθών. Παρά τη σχετική της πρόοδο και τη δυνατότητα να την αναλάβει η οικογένεια της και να ξεφύγει από τον εγκλεισμό, η μητέρα της αρνείται να τη δεχθεί. Στο άσυλο πεθαίνει μόνη της το 1943. Ελάχιστες επισκέψεις είχε δεχθεί αυτά τα χρόνια. Καμία από τη μητέρα της.
Η Καμίλ Κλοντέλ υπήρξε πρωτοπόρος της μοντέρνας γλυπτικής. Καταρρίπτοντας τις κλασικιστικές νόρμες προέβαλε την ανάγκη για αδρές συναισθηματικές φόρμες που αιχμαλωτίζουν την κίνηση. Ίσως να επηρέασε αυτή περισσότερο το Ροντέν, ίσως και όχι. Σε κάθε περίπτωση υπάρχει μια έντονη διακειμενικότητα μεταξύ των δύο καλλιτεχνών που σίγουρα δε μειώνει την πρωτοτυπία τους και την καλλιτεχνική τους αξία. Η Κλοντέλ ωστόσο είχε έναν πιο ευαίσθητο ψυχισμό. Ήταν εύθραυστη, συναισθηματική με τη φλόγα του πάθους μα και της απόρριψης. Μια κόρη σε δεύτερη μοίρα, μια παράλληλη σύντροφος και μια ασύλληπτη καλλιτέχνης που έφτασε στην παράνοια. Αιχμάλωτη σε φλογισμένα μάρμαρα και σε πυρακτωμένο μπρούτζο, η Καμίλ Κλοντέλ έλιωσε χωρίς να δει τη φλόγα της τέχνης της να μένει αναμμένη μέχρι σήμερα.
Γράφει η Ζωή Αμοιρίδου.
Γεννήθηκε το 1999 στην Κέρκυρα, όπου και μεγάλωσε, ενώ από το 2017 μένει στη Θεσσαλονίκη όπου σπουδάζει στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας. Θέλει να γίνει ιστορικός τέχνης γιατί η τέχνη τη συγκινεί όσο τίποτα. Συμμετέχει εθελοντικά στο φεστιβάλ κινηματογράφου, στην ArtThessaloniki και στο OpenHouse. Τριγυρνά σε μουσεία και γκαλερί. Αγαπά τη φωτογραφία, τον κινηματογράφο ,τη λογοτεχνία και όποτε της έρθει γράφει και κανένα ποίημα. Της αρέσουν τα ταξίδια, οι βόλτες με φίλους, οι καφέδες σε τζαζ ρυθμούς και τα κρασιά με υπόκρουση Μάλαμα. Θέλει να συζητά, να γνωρίζει ανθρώπους που θαυμάζει, να κερδίζει γνώσεις. Κλαίει, όσο γελά. Πάρα πολύ.
Η στήλη της VitArt, είναι η προσπάθεια της να μιλήσει περί Τέχνης, για τα περί της Ζωής. Κάποτε σε πεζό λόγο, κάποτε σε ποιητικό.