Μια λάμψη μοναδική, ένα ταλέντο αδιαμφισβήτητο, πορεία αξιοζήλευτη και μια ζωή σαν εκείνες που χαζεύει κανείς στις σελίδες των περιοδικών και νοσταλγεί να ζήσει. Ο Δημήτρης Χορν ήταν γεννημένος καλλιτέχνης και δεν αντιστάθηκε σ’ αυτό, άφησε την φύση του να τον οδηγήσει εκεί που ήταν το γραφτό του, να τον εξυψώσει στα ουράνια και να τον αφήσει σημάδι ανεξίτηλο στη σκηνή του θεάτρου. Παρόλο που είχε μυωπία, τα γυαλιά του σπάνια τα φορούσε, ίσως γιατί δεν τα χρειαζόταν, ίσως γιατί δεν του πήγαιναν, ωστόσο παρά τη θολή του ματιά, ποτέ δεν έχασε τα βήματά του στη σκηνή, σαν ένας σωστός χορευτής που ακόμα και με κλειστά μάτια μπορεί να εκτελέσει ακόμα και την πιο απαιτητική κίνηση.
Γεννήθηκε στις 9 Μαρτίου του 1921 στην Αθήνα, καλλιτέχνης ήδη από τη γέννησή του. Ο πατέρας του ήταν ο γνωστός θεατρικός συγγραφέας Παντελής Χορν, ιδιαίτερα αναγνωρισμένος από τα έργα «Το Φιντανάκι» και «Φλαντρώ». Ο γεμάτος όνειρα Χορν υιός εξέφρασε από νωρίς την αγάπη του για το θέατρο και αποφάσισε να σπουδάσει στη Δραματική Σχολή του Βασιλικού Θεάτρου (μετέπειτα Εθνικού), κάνοντας σύντομα το ντεμπούτο του, το 1940, στην οπερέτα του Γιόχαν Στράους «Η Νυχτερίδα».
Αμέσως μετά εμφανίστηκε στο «Θέατρο Ρεξ» της Μαρίκας Κοτοπούλη σε πρωταγωνιστικούς ρόλους στα έργα, «Ο πρωτευουσιάνος», «Αλάτι και πιπέρι», «Η κυρία με τις καμέλιες» κ.ά. Την περίοδο 1943 – 1944 συμμετείχε στο θίασο της Κατερίνας, με την οποία συμπρωταγωνίστησε στο «Σύζυγοι με δοκιμή». Το 1944 συγκρότησε δικό του θίασο μαζί με τη Μαίρη Αρώνη και λίγο αργότερα συνεργάστηκε με τη Βάσω Μανωλίδου. Το 1945 με τον θίασο Μελίνας Μερκούρη και Νίκου Χατζίσκου σημείωσε σημαντική πορεία, ενώ την περίοδο 1946 – 1950 επέστρεψε για άλλη μια φορά στο «Εθνικό Θέατρο».
Η δεκαετία του ’50 γράφτηκε για εκείνον με χρυσά μεγάλα γράμματα και ήταν εκείνη που τον απογείωσε και τον άφησε χαραγμένο στις συνειδήσεις του κόσμου πλάι, πλάι με ένα πρόσωπο, το οποίο άκουγε στο όνομα Έλλη Λαμπέτη. Αν και την είχε γνωρίσει νεαρή, εκκολαπτόμενη ηθοποιό στις εξετάσεις της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου, η ουσιαστική σύνδεσή τους έγινε αρκετά χρόνια αργότερα, το 1953. Ερωτεύτηκαν και συγκρότησαν μαζί με τον επίσης καταξιωμένο ηθοποιό Γιώργο Παππά τον θίασο «Λαμπέτη-Παππάς-Χορν», όπου ανέβασαν έργα, κυρίως του σύγχρονου ρεπερτορίου, σημειώνοντας μεγάλη επιτυχία. Κάποια από αυτά ήταν, η «Βαθιά, Γαλάζια Θάλασσα» του Τέρενς Ράττιγκαν, «Ξενοδοχείο η Ευτυχία» του Μάρκ Ζιλμπέρ, «Το Σπίτι της Κούκλας» του Χένρικ Ίψεν, «Αγαπούλα» του Άρθρουρ Σνίτσλερ, «Ο Άνθρωπος με την Ομπρέλα» του Ντάινερ-Μόρροουμ κ.α. Ο θίασος επίσης συνέχισε με περιοδείες στο Κάιρο και την Κωνσταντινούπολη, όπου μετά τον θάνατο του Παππά, σταμάτησε για λίγο τις παραστάσεις και συνέχισε με την επωνυμία «Λαμπέτη-Χορν».
Η παρουσία του Χορν στο θέατρο αποτέλεσε αδιαμφισβήτητα το σήμα κατατεθέν του, αλλά και το πιο λαμπρό κομμάτι της καριέρας του. Ωστόσο το ταλέντο του γράφτηκε για πάντα μέσα από τις μετρημένες, αλλά σημαντικές κινηματογραφικές του ερμηνείες. «Κάλπικη λίρα» (1954), «Κυριακάτικο Ξύπνημα» (1954), «Μια ζωή την έχουμε» (1955), «Το κορίτσι με τα μαύρα» (1956), «Αλλοίμονο στου νέους» (1961) κ.α., είναι μόνο ένα μικρό δείγμα της κινηματογραφικής του παρουσίας και μια ακόμα πιο μικρή γεύση του μεγαλειώδους ταλέντου του. Μια σπίθα που ακτινοβολούσε, ένα πνεύμα κατά κόρων καλλιτεχνικό, που δεν στάθηκε μόνο στο θεατρικό και κινηματογραφικό μονοπάτι, αλλά έκανε ένα βήμα και προς τον δρόμο του ραδιοφώνου, με την ηχογράφηση πληθώρας θεατρικών έργων, αλλά και μιας εβδομαδιαίας σατυρικής εκπομπής με τίτλο «Ο Ταχυδρόμος έφθασε», την οποία έγραφε ο Κώστας Πρετεντέρης.
Τέχνη και έρωτας συνήθως πάνε μαζί, καθώς το ένα συμπληρώνει και τροφοδοτεί το άλλο. Για τον Χορν ωστόσο ίσως να έπαιξε σημαντικό ρόλο στη ζωή του, ίσως και όχι, ποιος ξέρει; Μέσα από τις συνεντεύξεις του, το αστείρευτο χιούμορ του δεν σε άφηνε να διεισδύσεις στον βαθύτερο εσωτερικό του κόσμο. Την Λαμπέτη την αγάπησε, καθώς θαύμαζε σε εκείνη το ουράνιο ταλέντο της, αλλά και τον τρόπο που διάβασε κάθε κείμενο ή ποίημα που έπεφτε στα χέρια της. «Διάβαζε υπέροχα», θα πει χαρακτηριστικά σε μία από τις ιστορικές πια συνεντεύξεις του στη Σεμίνα Διγενή. Ωστόσο ο χωρισμός τους, το 1959, επήλθε έπειτα από επτά χρόνια κοινής πορείας, όχι ανθοστόλιστα, αλλά με τρικυμία και φουρτούνες, προκαλώντας λύπη στους ταγμένους θαυμαστές τους.
Έπειτα από περίπου δέκα χρόνια, από τον χωρισμό με τη Λαμπέτη, ο Χορν παντρεύεται για πρώτη φορά την Άννα Γουλανδρή και ιδρύουν μαζί το ίδρυμα «Γουλανδρή-Χορν», με σκοπό τη μελέτη του ελληνικού πολιτισμού. Μια πορεία πλούσια και ζωντανή ήρθε να συμπληρώσει η θέση του Γενικού Διευθυντή στην ΕΡΤ (1974-1975), αλλά και η απονομή του Χρυσού Σταυρού του Γεωργίου Α’.
Θέατρο, κινηματογράφος, φώτα, λάμψη και δόξα, απ’ όλα είχε η ζωή του Δημήτρη Χορν ή τουλάχιστον από αυτά που μας άφηνε να δούμε και να αφουγκραστούμε από τη ζωή του. Περπάτησε τις πιο λαμπρές σκηνές της Ελλάδας και του Εξωτερικού, ερμήνευσε πολυποίκιλο ρεπερτόριο και έμεινε ανεξίτηλο σημάδι μέσα από τις αξιομνημόνευτες ταινίες του, αφήνοντας την τελευταία του πνοή στις 16 Ιανουαρίου του 1998, σε ηλικία 77 ετών, έπειτα από πολυετή μάχη με τον καρκίνο.
Η αυλαία έπεσε, η κουΐντα έκλεισε, και τα φώτα έσβησαν για πάντα. Όμως από μια χαραμάδα του θεάτρου, μέσα από κάποιον φεγγίτη, η λάμψη του μπαίνει ακόμα θρασύτατα και φωτίζει τη σκηνή, καθώς η αύρα του ανήκει και θα ανήκει για πάντα στη σκηνή του θεάτρου.
*Γράφει η Δανάη Καλογερή.

Γεννήθηκε ένα ανοιξιάτικο πρωινό του 2001 στην Αθήνα. Μεγάλωσε στα Βόρεια Προάστεια απέναντι από ένα αθλητικό κέντρο μαζί με τους γονείς της , τη γιαγιά της και το σκύλο της, Φοίβο. Αποφοίτησε από Καλλιτεχνικό σχολείο και τον προηγούμενο Σεπτέμβριο ξεκίνησε να φοιτά στο τμήμα Θεατρικών Σπουδών στην Αθήνα. Θα έλεγε κανείς ότι ήταν φυσική εξέλιξη καθώς από τότε που θυμάται τον εαυτό της υποδυόταν ρόλους που έβλεπε σε ταινίες και σειρές και καθόταν άπειρες ώρες μπροστά από έναν καθρέφτη τραγουδώντας και χορεύοντας.