αύριο θα είμαστε άλλοι. θα μιλάμε λιγότερο. θα λέμε πιο πολλά. θα κοιμόμαστε σε φυσιολογικές ώρες. θα αγαπάμε με λογική και σύνεση. με το μέτρο των πολλών ανθρώπων. δεν θα μας στοιχειώνει, που τις νύχτες τα χέρια μας είναι άδεια. δεν θα περιμένουμε. δεν θα υπάρχει καμία αναμονή για το μαβί και το γαλάζιο. όλα θα είναι μονόχρωμα, και πολύχρωμα. μα όχι σαπφειριά. θα ξενυχτάμε μόνο τις ημέρες αργίας. θα πίνουμε ποτά για να ταιριάξουμε με τον κόσμο. δεν θα μας τρελαίνει τίποτα. δεν θα πονάμε. θα κινούμαστε στους δρόμους, σε νορμάλ τέμπο και δίχως τη μουσική στ’ αυτιά μας. δεν θα παρατηρούμε τις μικρές αλλαγές της άνοιξης. η θάλασσα θα είναι μόνο ένας τρόπος χαλάρωσης μετά από μια μέρα στη δουλειά. δεν θα ονειρευόμαστε ξύπνιοι. δεν θα βλέπουμε ταινίες και δεν θα κλαίμε επειδή η Αλίκη δεν πήγε ποτέ πραγματικά στην ονειροχώρα. θα ακούμε αδιάφορα τραγούδια, μόνο για να μην μιλήσουμε με τον διπλανό μας. θα δυσκολευόμαστε πολύ να κλάψουμε. οι μέρες θα είναι μέρες συνείδησης. μια ευθεία. και πάλι ευθεία. μόνο ευθεία. ένα φορτίο ανείπωτα γραμμικό. δεν θα αγαπάμε τις ελλείψεις μας, δεν θα μισούμε που είμαστε μόνοι. τα βιβλία μας δεν θα μας φέρνουν δάκρυα στα μάτια . θα γράφουμε αδιάφορα και υλικά. όλη η μαγεία θα είναι μόνο ένα πρωί ονειροπόλησης. αύριο θα είμαστε κάποιοι άλλοι. αλλά θεέ μου, επειδή δεν θα ξημερώσει εκείνο το αύριο, παρακαλώ: γίνεται να μην πονάει τόσο;
Ο Βαγγέλης Ρουσσάκης γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κάρπαθο. Αποφοίτησε από το τμήμα ιστορίας και αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης. Αγάπησε από παιδί τη Λογοτεχνία, γιατί μέσα από εκείνην ξέφευγε από τον κόσμο που πολλές φορές επιβάλλεται στους ανθρώπους. Έκτοτε ανακάλυψε κι άλλες αγάπες. Όλες είχαν να κάνουν με μικρά – μικρά κομμάτια που κρύβονται μέσα σε ψυχές και περιμένουν να αναδυθούν. Πολλές από τις αγάπες του, τις εφηύρε γιατί ήταν εκείνες που χρειαζόταν, για να μην επιβιώνει μόνο. Τώρα, ξανά μαθαίνει να ψάχνει για χρώματα, και στιγμές και κομμάτια μικρά. Με την γνώση πως δεν θα τα βρει ποτέ όλα. Του αρκεί. Ταξιδεύει.