Μαρία Πανούτσου

Εν περιλήψει

 

Turn, turn, my wheel!  Turn round and round
Without a pause, without a sound:
So spins the flying world away!
This clay, well mixed with marl and sand,
Follows the motion of my hand;
Far some must follow, and some command,
Though all are made of clay!

KERAMOS

Henry Wadsworth Longfellow

________________________________________________________________________

Με μια λέξη. Κοιμήθηκε. Άφησε όλα του τα υπάρχοντα ανέγγιχτα. Δεν έκλεισε τα μάτια παρά για να ταξιδεύσει στο παρελθόν, για να μιλήσει την γλώσσα του, όπως την άκουγε  από τον πατέρα του. Τότε μόνο ησύχασε την καρδιά του. Η επιστροφή ήταν σαν το βαθυκόκκινο σπόρο του ροδιού, που σου αφήνει μια πικρίλα στο στόμα. Πρώτα το υγρό,   πιότερο- γλυκό και μετά μια πιο συμπαγής, μάζα σαρκώδης, παχουλή, πικρή και πιο στεγνή. Έτσι όπως τα ρόδια ένα – ένα, μάζευε τις μέρες μια – μια, πικρές – γλυκές, πικρές -γλυκές, σαν σταλαγματιές από αίμα και δάκρυ, έτσι αλάφραινε τους πόνους του και τις σκέψεις του. Αγαπούσε τα ρόδια. Ήθελε πάντα να υπάρχει ένα ρόδι στο δωμάτιο του. Punica granatum, Φρέσκο ή ξεραμένο. Έβλεπε συχνά όνειρα, με τα ρόδια της παιδικής του ηλικίας. Κάποτε είδε ένα όνειρο που επαναλαμβάνεται μέχρι και τώρα. Ότι τάχα είχε μαζέψει ρόδια και τα πάταγε με τα πόδια του με μανία, ώσπου το πάτωμα να μεταμορφώνεται σε μια λίμνη, από κόκκινο υγρό και αυτός να γλιστρά και να πέφτει κάτω, μη μπορώντας να ξανασηκωθεί.

Ξύπνησε μετά από δυο ολόκληρες μέρες. Οι δικοί του τον είχαν ξεγράψει. Όταν συνήλθε από αυτόν τον ύπνο, που έμοιαζε με  ύπνο θανάτου, μιλούσε για μέρες για την παιδική του ηλικία. Πέρασε καιρός μέχρι να συνέλθει τελείως και τι σήμαινε αυτό το τελείως; Σήμαινε μια βουβαμάρα. Μια σιωπή. Αποφάσισε να φύγει για λίγο από την πόλη του, από τους κοντινούς του συγγενείς και φίλους, χρόνων. Ζούσε σε μια πόλη του Νότου, μικρή και τους ήξερε όλους. Εκεί βρέθηκε τυχαία. Μετά από όχι πολύ σκέψη, μετακόμισε στο σπίτι του γιου του  στην Αθήνα.

Ο Περικλής ο γιος του, έλειπε το μεγαλύτερο μέρος της μέρας. Γύριζε αργά και έπεφτε για ύπνο. Αυτός ήταν και ο κυριότερος λόγος που κάλεσε τον πατέρα του να μείνει λίγο μαζί του. Είχε στο νου του την σκέψη να τον πάει και σε ένα γιατρό, νευρολόγο, ή ό, τι τέλος ότι πάντων χρειαζόταν. Ένοιωθε πιο ήσυχος που τον είχε κοντά του. Φοβόταν ότι στην επαρχία, ο κόσμος δεν θα τον άφηνε να ησυχάσει με την υπερπροστασία του αλλά και τα κουτσομπολιά του. Όμως από την ημέρα που ήρθε δεν είχαν βρεθεί χρόνο να μιλήσουν. Δεν κράτησε πολύ αυτή η απόσταση.

Την προηγούμενη νύχτα ο πατέρας του τον κάλεσε κοντά στο χάραμα, να του ανακοινώσει ότι  θα ήθελε να κάνει ένα ταξίδι στην Αλεξανδρούπολη. Του μίλαγε όχι και τόσο με ειρμό. Από το ένα θέμα στο άλλο. «Καταγράφω τους στίχους μου στο μυαλό μου ώστε όταν τυφλωθώ να μπορώ να τους διαβάζω» και γέλασε. Ξαφνικά άρχισε να μιλάει για ένα ταξίδι γελώντας και ο Περικλής τον διέκοψε ξαφνιασμένος «γιατί να τυφλωθείς δεν είναι τόσο χάλια τα ματιά σου». Και πρόσθεσε, «δεν ήξερα ότι γράφεις πατέρα». Ο Περικλής  ταραγμένος συνέχισε να τον ρωτά. Τι γράφεις, γιατί θέλεις να πας στην Αλεξανδρούπολη.

Τον πατέρα του τον φωνάζανε «ο αόρατος» μέχρι και ο ίδιος παιδί, τον φώναζε καμιά φορά όταν έπαιρνε λίγο θάρρος. Έτσι, μέχρι το σημείο, μια φορά σε ένα πιστοποιητικό που χρειάστηκε, στο όνομα του πατέρα του, παραλίγο να γράψει ο αόρατος. Αλλά ο αόρατος δεν κάκιζε κανέναν. Εξ άλλου έτσι αισθανόταν, αόρατος, με την θεληματική του εμφάνιση και εξαφάνιση. Είχε προσέξει ότι κανείς δεν τον παρατηρούσε αν εκείνος δεν το ήθελε.

Δεν θα ζούσε πολύ. Ήταν πια σίγουρος. Σαν τον Λάζαρο και αυτός ήρθε και απήλθε. Αυτό δεν του προκαλούσε λύπη. Να ζήσει λίγο ακόμη με τον γιο του να του πει κάποια πράγματα  που  θα τα ρωτούσε ο Περικλής  αργότερα, αλλά ο ίδιος δε θα ήταν πια στην ζωή, για να του τα απαντήσει. Αλλά πώς να του το πει τώρα. Αν του έλεγε κάτι τέτοιο, θα τον θύμωνε. Έτσι αποφάσισε να πάει στην Αλεξανδρούπολη να γράψει τις αναμνήσεις, δικές του και της γυναίκας του, της μάνας του Περικλή. Είχε ξεχάσει το όνομα της γυναίκας του. Έφυγε αφού άφησε ένα σύντομο σημείωμα στον γιο του: «Θα γυρίσω σε περίπου τρεις μήνες. Έχω ζήσει τα νιάτα μου στην Αλεξανδρούπολη και θα μου κάνει καλό να βρεθώ πάλι εκεί. Ο πατέρας που σε αγαπά».

Θα ταξίδευε με τα λεωφορεία τη γραμμής και θα έμενε σε φτηνά ξενοδοχεία, να του θυμίζουν τα ξενοδοχεία του ’60. Όλα θα πήγαιναν καλά καθησύχαζε τον εαυτόν του. Είχε κάνει συμφωνία με τα δαιμόνια και τους αγγέλους, τον θεό και τον διάβολο, τους ζωντανούς και τους πεθαμένους. Όλα θα τέλειωναν όπως τα ήθελε. Είχε κάνει τα σχέδια του. Έριξε ένα βλέμμα στον δρόμο από το παράθυρο του λεωφορείου. Καλοκάθισε καλύτερα στο κάθισμα του και έσφιξε στο στήθος του το τετράδιο σημειώσεων. Το λεωφορείο ξεκίνησε. Ο οδηγός έβαλε το ράδιο, σε ένα σταθμό λαϊκό. Θα ένωνε τα δύο ταξίδια, το ήξερε. Υιοθέτησε συνειδητά το χαμόγελο, που θα συνόδευε το πρόσωπο του από εδώ και πέρα.

 

©ΜΑΡΙΑ ΠΑΝΟΥΤΣΟΥ

Αθήνα 2019

Επιμέλεια Αλεξία Κατσαβού 

 

Από την ανέκδοτη συλλογή διηγημάτων με ένα πρώτο τίτλο ‘Ασκήσεις Μνήμης’

 

Σχετικά με την φωτογραφία εξωφύλλου

Φώτο. Γιάννης Οικονόμου

 

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους της αναρτήσεως είτε ολόκληρης, με οποιαδήποτε μεταβολή του ανωτέρω κειμένου και χωρίς την παράθεση του απευθείας συνδέσμου στην ανάρτηση αυτή που είναι: www.ologramma.art

Οι απόψεις των συντακτών είναι προσωπικές και το ologramma.art δεν φέρει καμία ευθύνη.

Το ologramma.art επιφυλάσσεται για την άσκηση των νομίμων δικαιωμάτων του.
Προηγούμενο άρθροΛοιπόν, ας φιληθούμε, Ε.Ε. Cummings
Επόμενο άρθροΈνα παραδοξολόγημα, Μaya Angelou
Η Μαρία Πανούτσου γεννήθηκε στην Αθήνα και υπηρετεί το θέατρο και την ποίηση από το 1979. Σπούδασε μουσική, χορό, θέατρο, ζωγραφική και φωτογραφία στην Ελλάδα, Αγγλία, Πολωνία. Έχει ταξιδεύσει για σπουδές και για συμμετοχή σε Διεθνή Φεστιβάλ θεάτρου, με το Θέατρο Τομή, στην Αγγλία, Σκωτία, Ρουμανία, Γεωργία, Γερμανία, Γαλλία, Πολωνία, Ιταλία, Κύπρο. Έζησε στην παιδική της ηλικία στο Ιράκ, στην Κύπρο και στο Λίβανο. Ξεκίνησε πολύ μικρή το χορό και το θέατρο και με την πρώτη της σκηνοθετική δουλειά βραβεύτηκε με πέντε βραβεία στο Φεστιβάλ Ιθάκης. Σκηνοθεσίας, καλύτερης παράστασης, καλύτερης παρουσίασης νεοελληνικού έργου, βραβείο γυναικείου ρόλου και έπαινος ανδρικού. Τώρα ζει, εργάζεται και μοιράζεται την ζωή της μεταξύ Αθήνας, Κέας και Λονδίνου. Είναι απόφοιτος του Έκτου Γυμνασίου Θηλαίων. Διπλωματούχος της Σχολής Κλασσικού χορού Ε. Ζουρούδη. Διπλωματούχος της Επαγγελματικής σχολής Θεάτρου Αθηνών Έχει σπουδάσει στο GROTOWSKI LABORATORIUM στο Βρότσλαβ της Πολωνίας. Τελειόφοιτος του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών. Σπούδασε στο Open University of London Humanities - Ανθρωπιστικές σπουδές, και συμπλήρωσε την μελέτη της για την Αρχαία Ελληνική Τραγωδία με την παρακολούθηση: Αθηναϊκή Δημοκρατία, 5ος αιώνας, στο Open University of London. Παράλληλα με το θέατρο και την τέχνη η Μαρία Πανούτσου έχει εκδώσει 3 ποιητικές συλλογές, «ΚΑΛΕΣΜΑΤΑ», «SALUADER» και «ΠΕΡΠΑΤΩΝΤΑΣ ΣΤΟ ΔΑΚΤΥΛΙΟ ΤΟΥ ΚΡΟΝΟΥ ή ΟΙ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣΑΝΔΡΑ ΑΠΟ ΤΟ CITY» που έχουν εξαντληθεί και ετοιμάζει την έκδοση της νέας ποιητικής συλλογής με τίτλο «Η ΠΟΛΗ». Μελέτησε Ζωγραφική και Αγιογραφία με τον ζωγράφο Δ. Πάλμα, και Κεραμική με τον γλύπτη Ν. Σκλαβενίτη. Ζωγραφίζει από το 1982 και χρησιμοποιεί ποικίλα υλικά για τον σκοπό αυτόν. Δουλεύει τον πηλό κατασκευάζοντας έργα αποκλειστικά με το χέρι και όχι με τον τροχό. Με την Φωτογραφία και τις αρχές της κινηματογραφικής τέχνης, ασχολήθηκε την περίοδο 1980-90 όπου έγινε δεκτή και στο International Film school of London. Επίσης στο θέατρο παρουσιάζει θεατρικές παραγωγές όταν έχει να πει κάτι που την απασχολεί πολύ. Μελετά το ανέβασμα έργου του Σταμάτη Πολενάκη και του κύπριου ποιητή, Ανδρέα Τιμοθέου… Τελευταία θεατρική δουλειά της, 2015 με την παράσταση «Άσπρο Φως Ιστορίες έρωτα και αναρχίας» στο θέατρο Ειλισσός.